Αν η ελληνική οικονομία δεν περάσει σταδιακά από την καταναλωτική ζήτηση στην παραγωγική προσφορά, η χρεοκοπία θα αποτελέσει το κλείσιμο της αυλαίας.

Tου Γιώργου Καλαμωτουσάκη*

Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 ίσως να μην είχε καμμία σοβαρή επίπτωση στην ελληνική οικονομία αν η τελευταία ήταν παραγωγική και όχι καταναλωτική και εξ αυτού του λόγου υπερχρεωμένη.

Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβαινε, με αποτέλεσμα η κρίση να πλήξει την χώρα στο πιο ευάλωτο σημείο της, ήτοι την υπερχρέωσή της.

Κάτι που μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε όταν δαπανά πολύ περισσότερα από αυτά που παράγει.

Υπό αυτές τις αρνητικές συνθήκες, οι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης επί της ελληνικής οικονομίας ήταν καταλυτικές και, σε συνδυασμό με τις εγγενείς παθογένειες της χώρας, δηλαδή το μεγάλο δημόσιο χρέος και το τεράστιο έλλειμμα του προϋπολογισμού (15% του ΑΕΠ), οδήγησαν την χώρα στα πρόθυρα της πτωχεύσεως όταν οι αγορές διέκοψαν πλήρως τον δανεισμό προς την Ελλάδα. Το αποτέλεσμα ήταν η χώρα να αδυνατεί να αναχρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος της.

Μέσα σε αυτό το κρίσιμο περιβάλλον, οι ελληνικές τράπεζες, παρά την δαιμονοποίηση των τραπεζιτών, αντιμετώπισαν αρχικώς την κρίση των ετών 2007-2009 πιο αποτελεσματικά συγκριτικά με τις τράπεζες της Ευρώπης και των ΗΠΑ.

Αυτό επετεύχθη γιατί οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν επενδύσει σε τοξικά ομόλογα ή/και σε διαρθρωμένα επενδυτικά προγράμματα (structured products). Ειρήσθω εν παρόδω ότι ήταν, ακριβώς, επενδύσεις αυτού του είδους που οδήγησαν στην παρ’ ολίγο κατάρρευση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Τελικά, οι ελληνικές τράπεζες κατέληξαν να πτωχεύσουν δύο φορές λόγω του PSI (Private Sector Investment), μετά το δεύτερο και το τρίτο μνημόνιο. Σημειωτέον, όμως, όπως θα επισημανθεί και στην συνέχεια, ότι το δεύτερο μνημόνιο οδήγησε στην μείωση του ονομαστικού δημοσίου χρέους (κούρεμα) της τάξεως των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το μέγεθος αυτής της απομειώσεως του χρέους είναι το μεγαλύτερο στην οικονομική ιστορία των εθνών.

Βασικά η ελληνική οικονομία είχε καθ’ όλη την μεταπολιτευτική περίοδο στηριχθεί στην συνεχή τόνωση της ζητήσεως δια της επεκτάσεως των οικονομικών και κοινωνικών παροχών από το κράτος. Οι δεκάδες χιλιάδες προσλήψεις στον δημόσιο τομέα ετησίως, σε συνδυασμό με τις εξωφρενικές ετήσιες μισθολογικές αυξήσεις και τα επιδόματα –καυσόξυλων, γαλοπούλας, εγκαίρου προσελεύσεως, κλπ.– οδήγησαν και στην αύξηση του πληθωρισμού, ο οποίος ξεπέρασε διαχρονικά το 20% ετησίως.

Αποτέλεσμα ήταν η μείωση της παραγωγικότητας, η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η αύξηση των επιτοκίων και η μείωση του ανταγωνισμού. Συγχρόνως, με την αύξηση των ελλειμμάτων, οι εισαγωγές πήραν και αυτές την ανιούσα και το ισοζύγιο πληρωμών κατέρρευσε.

Βέβαια, στην διεύρυνση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου πληρωμών συνέβαλαν ουσιαστικά οι αλλεπάλληλες κρατικοποιήσεις εταιρειών του ιδιωτικού τομέα και η ίδρυση των περιβόητων ΔΕΚΟ, δηλαδή των λεγόμενων Δημοσίων Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας.

Γιατί μία επιχείρηση εξορύξεως νικελίου θεωρείται επιχείρηση κοινής ωφελείας μόνον οι υπεράριθμοι εργαζόμενοι που διορίστηκαν από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία της χώρας θα μπορούσαν να εξηγήσουν.

Έτσι, φθάσαμε το 2009 στην 117η θέση ανταγωνιστικότητος επί συνόλου 128 χωρών, από την 30η θέση που βρισκόταν η Ελλάδα αρκετά χρόνια πριν.

Μεταξύ των δεινών συνεπειών της πολιτικής αυτής ήταν, όπως προανεφέρθη, ο επιταχυνόμενος πληθωρισμός, ο οποίος νομοτελειακά οδήγησε στις συνεχείς υποτιμήσεις της δραχμής έναντι του δολλαρίου των ΗΠΑ, φθάνοντας τις 300 δραχμές το 1999 από 36 δραχμές το 1976. Σημειώνω ότι στην περίοδο 1981-2009 το δημόσιο χρέος έφθασε τα 378 δισεκατομμύρια ευρώ, από 2,2 δισεκατομμύρια το 1981!

Η ραγδαία επιδείνωση των παραπάνω βασικών μεγεθών οδήγησε την Ελλάδα σε διαπραγμάτευση με τους εταίρους της ευρωζώνης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), δηλαδή την αποκληθείσα αρχικώς «τρόϊκα», για την χορήγηση ενός δανείου της τάξεως των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους κατά την λήξη των ομολόγων.

Για την χορήγηση του τεράστιου αυτού δανείου, οι εταίροι ζήτησαν να νομοθετηθούν κανόνες αυστηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα εκάλυπτε σταδιακά τα μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού και θα επέτρεπε την δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων για την κάλυψη των τόκων.

Προς επίτευξη του στόχου αυτού ζητήθηκε από τους εταίρους η υπογραφή του πρώτου μνημονίου που συμπεριελάμβανε την υποχρέωση της ψηφίσεως των σχετικών νόμων για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας (μεταξύ άλλων και των κλειστών επαγγελμάτων) και την λύση, γενικώς, των αγκυλώσεων της ελληνικής οικονομίας.

Δυστυχώς, η αντιμετώπιση των όρων του προγράμματος από το σύνολο περίπου των πολιτικών κομμάτων και των διαφόρων κοινωνικών ομάδων ήταν τουλάχιστον αφελής. Οι Έλληνες διαιρέθηκαν σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς.

Οι δεύτεροι χαρακτήριζαν την «κακή τρόϊκα» ως μία δύναμη που ήλθε να επιβάλει την θέλησή της σε μία «αδύναμη» χώρα, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, τυγχάνει να συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των 30 πλουσιότερων χωρών του κόσμου.

Σημειώνω ότι η «κακή τρόϊκα», ή «θεσμοί», όπως επέτυχε την μετονομασία της η ανένδοτη διαπραγμάτευση, η οποία κατέληξε στην επιβολή του τρίτου μνημονίου, χορήγησαν διαδοχικά χαμηλότοκα δάνεια στην Ελλάδα της τάξεως των 230 δισεκατομμυρίων ευρώ. Και τούτο για έναν και μόνο λόγο: να αποφευχθεί η πτώχευση μίας χώρας μέλους της ευρωζώνης.

Ως προϋπόθεση, εννοείται, ετίθετο ότι κάθε ελληνική κυβέρνηση θα έκανε κτήμα της τα μνημόνια και θα εφάρμοζε όλες τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παράλληλα με την απαιτούμενη δημοσιονομική πειθαρχία, με στόχο την μείωση του ελλείμματος κάτω του 3% και την έξοδο της χώρας στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.

Ας υπενθυμιστεί εδώ ότι, χώρες της ευρωζώνης που ετέθησαν υπό αντίστοιχα προγράμματα, δηλαδή μνημόνια δημοσιονομικής πειθαρχίας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος), εφήρμοσαν επιτυχώς το πρόγραμμα και εντός τριετίας άρχισαν να καλύπτουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα από τις διεθνείς αγορές με επιτόκιο 3% ετησίως.

Αλλά ας έλθομε στην αξιολόγηση της σημερινής καταστάσεως. Είναι γεγονός ότι το πρώτο μνημόνιο ήταν όρος επιβιώσεως. Από την πρώτη στιγμή που η Ελλάδα έχασε την δυνατότητα να δανείζεται στις διεθνείς χρηματαγορές, οι διαζευκτικές λύσεις ήταν δύο: υπογραφή του μνημονίου ή στάση πληρωμών, δηλαδή χρεοκοπία. Κάθε άλλη θα ήταν «βάλσαμο» τσαρλατάνων, που οδηγεί στον επώδυνο θάνατο του ασθενούς.

Η τυχόν χρεοκοπία θα κατέληγε νομοτελειακά στην έξοδο της χώρας από την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση και στην επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, δηλαδή στην δραχμή –οπότε και το Νομισματοκοπείο της Ελλάδος θα λειτουργούσε εις ταχείς ρυθμούς προς εκτύπωση χρήματος, με αποτέλεσμα τον υπερπληθωρισμό και την βίαιη υποτίμηση του νομίσματος έναντι του δολλαρίου ΗΠΑ και του ευρώ.

Για μια ακόμη φορά η μη ειλικρινής και αποτελεσματική εφαρμογή του πρώτου μνημονίου οδήγησε στην ανάγκη υπογραφής του δεύτερου, σκληρότερου, μνημονίου από την κυβέρνηση συνασπισμού ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Εντούτοις, το μνημόνιο εκείνο περιελάμβανε δραστική μείωση του ονομαστικού χρέους, δηλαδή «κούρεμα» της τάξεως των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο, όπως προαναφέρθη, είναι και το μεγαλύτερο της μέχρι τώρα οικονομικής ιστορίας των εθνών.

Αλλά η καθυστέρηση και πάλι της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η εκλογή νέας κυβερνήσεως τον Ιανουάριο 2015, η καταστροφική και ανευθύνως χρονοβόρος διαπραγμάτευση του υπουργού Οικονομικών, η οποία κατεσπατάλησε τα ελάχιστα εναπομείναντα αποθέματα ρευστότητος, αξιοπιστίας και σοβαρότητος, ο απροσδόκητος περισπασμός του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015 και η επιβολή την οποία αυτός προκάλεσε του συνεχιζόμενου πάντοτε ελέγχου κινήσεως κεφαλαίων (capital control), οδήγησαν υποχρεωτικά στην υπογραφή του τρίτου μνημονίου.

Το τρίτο αυτό μνημόνιο απέφυγε μεν την καταστροφή της Ελλάδας, με την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και στο ευρώ, προσέθεσε όμως άλλα 86 δισεκατομμύρια ευρώ στο σύνολο του δημοσίου χρέους.

Κάνοντας σήμερα απολογισμό βλέπουμε ότι μετά σχεδόν έξι χρόνια διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς, συνεχίζουμε την διαιώνιση της απραξίας ως προς την αποτελεσματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, ώστε να τονωθεί επιτέλους ο ρυθμός οικονομικής αναπτύξεως.

Ακόμη διαπραγματεύεται η χώρα θέματα που έπρεπε να είχαν κλείσει εδώ και έναν χρόνο (πρωτογενή πλεονάσματα, εργασιακά, κλπ.).

Οι διαπραγματεύσεις βλέπουν το δένδρο και χάνουν το δάσος. Πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι κάθε περαιτέρω καθυστέρηση της επιτυχούς ολοκληρώσεως της δευτέρας αξιολογήσεως θα επιφέρει ακόμη μεγαλύτερα βάρη στους Έλληνες και ιδιαίτερα επί εκείνων των κοινωνικών ομάδων που πραγματικά υποφέρουν.

Αναμφίβολα, η εφαρμογή των μνημονίων είναι οδυνηρή και οι Έλληνες έχουν ταλαιπωρηθεί. Όμως, δεν πρέπει να αφεθούν επώδυνες θυσίες έξι ετών βαθύτατης κρίσεως να χαθούν. Η χώρα έχει επιτύχει κατά την διάρκεια των έξι αυτών ετών τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή.

Όμως η προοπτική αυτή έχει, ατυχώς, επιτευχθεί χωρίς ολοένα και περισσότερο να αντιμετωπίζει δύο βασικά προβλήματα: μία φορολογία εισοδήματος που εξαιρεί πάνω από το 50% των νοικοκυριών (έναντι μέσου όρου 11% των άλλων χωρών μελών της ΕΕ) από κάθε φορολογική υποχρέωση και ένα γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο κοστίζει στον προϋπολογισμό σχεδόν 11 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (έναντι αντιστοίχου μέσου όρου 2%-3% των λοιπών χωρών).

Η εξομάλυνση αυτού του ανώμαλου οικονομικού περιβάλλοντος είναι και επιβεβλημένη και αναπόφευκτη.

Το πρόβλημα λοιπόν της ελληνικής οικονομίας δεν είναι ούτε ο κ. Σόϊμπλε, ούτε το ΔΝΤ. Το πρόβλημα της χώρας είναι η συνεχής, διαχρονική προσπάθεια τονώσεως της ζητήσεως με παροχές που χρηματοδοτούνται μέσω δανεισμού.

Αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί. Εάν εμμείνομε στην επιδίωξη της υπερκαταναλώσεως με δανεικά, την χώρα δεν θα τιμωρήσει η ΕΕ ή το ΔΝΤ. Θα την τιμωρήσουν οι αγορές. Ας διαλέξωμε.

* τ. Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, τ. Διευθύνων Σύμβουλος της American Express

ΠΗΓΗ: Europeanbusiness.gr