Σκέψεις και ερωτήματα που θέτει με αδρές πινελιές ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Περικλής Σ. Βαλλιάνος...
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το ότι η Ελλάδα, στην φάση που βρίσκεται, έχει ανάγκη από ένα ισχυρό κόμμα στον μεσαίο χώρο είναι κάτι που δεν τίθεται καν προς συζήτηση. Αποτελεί ζωτική ανάγκη για την επιβίωση της δημοκρατίας στην χώρα μας.
Όπως, επίσης, ζωτική ανάγκη είναι και η ευρεία πολιτική συναίνεση, ώστε η χώρα να μπορέσει επιτέλους να πραγματοποιήσει σοβαρές μεταρρυθμίσεις, χωρίς τις οποίες υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η πορεία της στον 21ο αιώνα να αποδειχθεί καταστροφική –από πολλές πλευρές και όχι μόνον την οικονομική.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το καίριο ερώτημα που τίθεται είναι αν ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του θα μπορούσαν να παίξουν έναν εποικοδομητικό ρόλο και να ανταποκριθούν στα αιτήματα των καιρών.
Πολλά γεγονότα τον τελευταίο καιρό δείχνουν ότι ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ θέλει κάτι τέτοιο, αλλά υπό τους δικούς του όρους. Και στο σημείο αυτό υπάρχει πρόβλημα. Ο κ. Αλ. Τσίπρας αλληθωρίζει προς την σοσιαλδημοκρατία όχι γιατί πιστεύει σε αυτήν, αλλά γιατί αυτό τον βολεύει ως εργαλείο παραμονής στην εξουσία.
Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός, σαν άριστος καιροσκόπος που είναι, θέλει να χρησιμοποιήσει τον μεσαίο χώρο για να ικανοποιήσει φαντασιώσεις, αλλά όχι για να κάνει έργο.
«Να θυμίσω», έγραφε στο Βήμα της Κυριακής 18 Σεπτεμβρίου 2016 ο καθηγητής Περικλής Σ. Βαλλιάνος, «ότι το κόμμα που μάς κυβερνάει επί χρόνια πολλά συκοφαντούσε ασύστολα τους προσκεκλημένους του ως όργανα της νεοφιλελεύθερης αντίδρασης και την ΕΕ ως νεο-ιμπεριαλιστικό σχηματισμό.
Να θυμίσω επίσης ότι, για να υποκλέψει την εξουσία, το κυβερνών κόμμα χρησιμοποίησε πρακτικές αδίστακτης υπονόμευσης της κοινοβουλευτικής νομιμότητας, καθώς και δημαγωγική ψευδολογία κατώτατης υποστάθμης, κατηγορώντας την Ευρώπη ως υπαίτια για την κατάρρευση της ελληνικής κομματικής κλεπτοκρατίας και την “ανθρωπιστική κρίση”, δήθεν, στην χώρα.
Πράγματα που τότε αγνοούσαν μάλλον, και σήμερα δεν θέλουν να θυμούνται μάλλον, οι “προοδευτικές δυνάμεις” της Ευρώπης που υποκριτικά κανακεύει ο διανοούμενος υπουργός μας Νίκος Ξυδάκης».
Επίσης, αναφερόμενος στην συνάντηση σοσιαλιστών υπουργών της Ευρώπης με τον ΣΥΡΙΖΑ στο Ίδρυμα Νιάρχου την 10η Σεπτεμβρίου 2016, έγραφε:
«Η παρά φύσιν αυτή συνεύρεση των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών με την εγχώρια “ριζοσπαστική Αριστερά” –η οποία κυβερνάει αγκαλιασμένη παράφορα με ακραία εθνικιστικά στοιχεία που ταυτίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση με το Άουσβιτς και καθυβρίζουν τους Έλληνες οπαδούς της ευρωπαϊκής ιδέας ως ναζιστική πέμπτη φάλαγγα και μία κοινωνική τάξη που πρέπει να εξοντωθεί οικονομικά– είναι ένα φαινόμενο αποκρουστικό βέβαια, που φαντάζομαι όμως ότι έχει κάποια πολιτική σκοπιμότητα.
Με την έννοια ότι, πιθανώς, ένα τμήμα της προοδευτικής Ευρώπης έχει πλέον αποδεχθεί πως “αυτή είναι η Ελλάδα”, δεν πρόκειται να αλλάξει, και εφόσον μία επανάληψη της κρίσης του Grexit θα ήταν υπό την παρούσα ταραγμένη συγκυρία καταστροφική, προτιμότερο είναι να αποδεχθούμε την απλόχερη ευωχία του Ιδρύματος Νιάρχου (με έξοδα των φορολογουμένων προφανώς), ελπίζοντας ότι κάποιοι από τους φωστήρες του καθεστώτος είναι ενδεχομένως ειλικρινείς στην ευρωπαϊκή μεταστροφή τους. Η ελληνική Αριστερά, και η ελληνική δημοκρατία συνολικά, είναι bonne pour l'Orient και αυτό τούς αρκεί.
Η λογική αυτή είναι και προσβλητική για την χώρα μας αλλά και κοντόφθαλμη. Ακόμα και αν κάποια από τα κυβερνητικά στελέχη είναι, για λόγους τακτικής, αποφασισμένα να προσεγγίσουν τις “προοδευτικές δυνάμεις της Σοσιαλδημοκρατίας” που μέχρι τώρα κατακεραύνωναν, το στελεχικό δυναμικό και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ στην συντριπτική τους πλειοψηφία παραμένουν φανατικοί εχθροί της Σοσιαλδημοκρατίας και πολύ περισσότερο της ΕΕ.
Όσο και αν συμποσιασθούν και συνδιαλεχθούν οι Σοσιαλιστές της Ευρώπης με τους κομισάριους της Πρώτη Φορά Αριστεράς, δεν πρόκειται να τους μετακινήσουν ούτε κεραία από την ριζική αντιευρωπαϊκή τους ψύχωση και μόνον ειρωνεία θα εισπράξουν πίσω από την πλάτη τους για την αφέλειά τους».
Με αφορμή δε το «φλερτ» ΣΥΡΙΖΑ και Σοσιαλδημοκρατίας, ο καθηγητής Περ. Βαλλιάνος υπενθυμίζει τον ρόλο που ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του έπαιξαν στην άνοδο του αντιευρωπαϊσμού στην Ελλάδα.
Αναφέρεται έτσι σε έρευνα της κοινής γνώμης που διεξήγαγε τελευταία σε όλη την Ευρώπη ο παγκόσμιος οργανισμός δημοσκοπήσεων Pew Center, και από την οποία προκύπτει ότι στην Ελλάδα οι αρνητικές γνώμες για την ΕΕ είναι περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη χώρα (71%).
«Το ποσοστό αυτό είναι ιστορικό αποτέλεσμα της πολιτικής και της προπαγάνδας των κυβερνώντων, σε σύμπραξη φυσικά με τις δυνάμεις του εθνικολαϊκισμού που κυριαρχούν λίγο-πολύ σε όλα τα κόμματα και –όπως είναι γνωστό– στηρίζουν εμμέσως αλλά σαφώς την σημερινή εξουσία».
Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που, με αφορμή μία παλαιότερη συνάντηση Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και ΣΥΡΙΖΑ, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Ελλάδα εξέδωσαν ανακοίνωση που κατήγγειλε την ερωτοτροπία αυτή ως προδοσία της σοσιαλδημοκρατικής παρακαταθήκης στην Ευρώπη. Το ίδιο έκανε με άρθρο της και η Άννα Διαμαντοπούλου.
«Πλην όμως», επισημαίνει ο καθηγητής Π. Βαλλιάνος, «δεν υπέπεσαν στην αντίληψή μου άλλοι εκπρόσωποι του χώρου που διαμαρτυρήθηκαν για την σοσιαλδημοκρατική παρενδυσία των κυβερνώντων. Αντίθετα, πολλοί φαίνεται να την χειροκροτούν, προσβλέποντας ίσως σε μερίδιο σε κάποιον καινούργιο πόλο εξουσίας.
Η διαλυτική κακοφωνία στον κεντρώο και κεντροαριστερό χώρο διευκολύνει τα μέγιστα την άλωσή του από τους ψευτο-Σοσιαλδημοκράτες του καθεστώτος. Πρόκειται για ολέθρια προοπτική, και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη».
Πράγματι, η παραπάνω επισήμανση δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα –την οποία κάποιοι αρνούνται πεισματικά να δουν κατάματα. Αν ο κ. Αλέξης Τσίπρας είχε ελάχιστη πολιτική ηθική, δεν θα γινόταν ποτέ συνεταίρος με τον κ. Πάνο Καμμένο. Ακόμα, αν είχε ελάχιστη δημοκρατική ευαισθησία, δεν θα χρησιμοποιούσε τα μέσα που χρησιμοποίησε για να ανέβει στην εξουσία. Τέλος, αν τον ενδιέφερε η σοσιαλδημοκρατία, δεν θα κρεμόταν από τα χείλη του κ. Αριστείδη Μπαλτά, μαρξιστή παλαιάς κοπής, για να καταλάβει την πραγματικότητα…