Γιατί, καθώς δεν θα αρκούσαν στη Ν.Δ. ούτε οι ψήφοι της κ. Γεννηματά, η όποια λύση θα εξαρτιόταν από τις απίθανες αξιώσεις του κ. Βελόπουλου…
Του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου*
- Είμαι πεπεισμένος ότι στην Ελλάδα μόνον ελάχιστοι εμμονικοί θα προτιμούσαν ένα τέτοιο σενάριο. Δεν έχουμε παράδοση συμμαχικών κυβερνήσεων.
- Η συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών μας θεωρεί φυσικό να σχηματίζει δική του κυβέρνηση ένα κόμμα που ξεπερνά ή έστω πλησιάζει το 40% των ψήφων.
- Απόρροια της άκρως συγκρουσιακής πολιτικής μας κουλτούρας, η αντίληψη αυτή έχει ως συνέπεια να θεωρείται ανωμαλία αυτό που συμβαίνει πολύ συχνά αλλού στην Ευρώπη: το πρώτο κόμμα να αποκλείεται από την κυβέρνηση και να κυβερνά το δεύτερο με τους συμμάχους του.
Εύλογα, συνεπώς, ο κ. Μητσοτάκης έχει ιεραρχήσει πολύ ψηλά στις προτεραιότητες της κυβέρνησής του την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Διότι, μαζί με τη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού, θεωρεί ότι σε μια χώρα όπου η συναίνεση θεωρείται από τους περισσότερους ισοδύναμο της προδοσίας, η απλή αναλογική οδηγεί, στην καλύτερη περίπτωση στη συναλλαγή και, στη χειρότερη, στην ακυβερνησία.
Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται δεν είναι αν θα πρέπει να επαναφερθεί, με τη μια ή την άλλη μορφή, η ενισχυμένη αναλογική –μια «κανονικότητα», θυμίζω, στην πολιτική μας ζωή από το 1958, με μόνη εξαίρεση το «ανώμαλο» 1989-1990– αλλά το πώς θα επαναφερθεί.
- Θυμίζω ότι, το 2001, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. περιέλαβαν στο Σύνταγμα μια παλιά ιδέα του κ. Γιάννη Βαρβιτσιώτη, σύμφωνα με την οποία το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες δεν μπορούν να αλλάξουν για τις αμέσως επόμενες εκλογές, αλλά για τις μεθεπόμενες (άρθρο 54 παρ. 1 Σ.).
- Το σκεπτικό ήταν ότι έτσι καμιά κυβέρνηση δεν θα μπορεί να αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού για βραχυπρόθεσμα εκλογικά οφέλη. Μόνη εξαίρεση: οι όποιες αλλαγές να έχουν ψηφιστεί από 200 βουλευτές, οπότε ισχύουν αμέσως. Χάρη σε αυτήν ακριβώς τη διάταξη δεν εφαρμόστηκε στις 7 Ιουλίου η απλή αναλογική που ψήφισαν προ τριετίας ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΚΚΕ και Ενωση Κεντρώων (ν. 4406/2016).
Κανονικά, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο κ. Μητσοτάκης θα είχε σήμερα μία και μόνο εναλλακτική λύση: να προχωρήσει αμέσως στην αλλαγή του εκλογικού νόμου, στηριζόμενος στην πλειοψηφία της Ν.Δ., με προοπτική τη διεξαγωγή «διπλών εκλογών» το 2023 (ή οποτεδήποτε διαλυθεί η παρούσα Βουλή).
Από αυτές, λόγω απλής αναλογικής, θα ήταν δύσκολο να αναδειχθεί βιώσιμη κυβέρνηση χωρίς τη συναίνεση της Ν.Δ. Τούτο θα είχε συνέπεια να διεξαχθούν αμέσως μετά νέες εκλογές (οι «μεθεπόμενες»), με τον εκλογικό νόμο της Ν.Δ. Αυτές ο κ. Μητσοτάκης θα είχε κάθε λόγο να ελπίζει ότι θα τις κερδίσει, πετυχαίνοντας μάλιστα αυτοδύναμη πλειοψηφία, λόγω επαναφοράς της ενισχυμένης.
Το ανωτέρω σενάριο, εντούτοις, επηρεάζεται άμεσα από έναν απροσδόκητο παράγοντα: την εκκρεμή συνταγματική αναθεώρηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να κατοχυρώσει και συνταγματικά την απλή αναλογική, έκανε το λάθος, αντί να προτείνει την προσθήκη νέας διάταξης στο άρθρο 54 Σ., να συμπεριλάβει στις αναθεωρητέες διατάξεις την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, η οποία, όπως είδαμε, προβλέπει την πλειοψηφία των 200 βουλευτών για την παράκαμψη του κανόνα των «μεθεπόμενων» εκλογών.
- Κατά την κρατούσα άποψη, το ως άνω σκεπτικό του ΣΥΡΙΖΑ δεν δεσμεύει την παρούσα Βουλή. Ως αναθεωρητική, συνεπώς, αυτή μπορεί να τροποποιήσει την κρίσιμη παράγραφο κατά το δοκούν.
- Ετσι, ο κ. Μητσοτάκης θα μπορούσε να επιδιώξει, με τη συνδρομή της κ. Γεννηματά (158+22=180 ψήφοι), να μειώσει την προβλεπόμενη πλειοψηφία από 200 σε 180 βουλευτές, ώστε, αμέσως μετά, Ν.Δ. και ΚΙΝΑΛ να προχωρήσουν στην αλλαγή και του εκλογικού νόμου. Διά της πλαγίας, λοιπόν, θα μπορούσε να αποφύγει τις «διπλές» εκλογές το 2023 και να ενταφιάσει από σήμερα την απλή αναλογική.
Το δίλημμα είναι σοβαρό, γιατί καθεμιά από τις ανωτέρω δύο λύσεις έχει τα υπέρ και τα κατά της. Με την πρώτη, για παράδειγμα, ο κ. Μητσοτάκης θα μπορούσε να προχωρήσει μόνος, στην αλλαγή του εκλογικού νόμου, χωρίς να χρειάζεται να διαπραγματευθεί με κανέναν άλλο ρυθμίσεις που ο ίδιος θεωρεί καίριες. Οσο για τις «διπλές εκλογές» που θα διεξάγονταν το 2023, το προηγούμενο του 2012 δείχνει ότι δεν θα ήταν απαραιτήτως καταστροφικές.
Η λύση πάλι της προηγούμενης αναθεώρησης του άρθρου 54 θα είχε το πλεονέκτημα να ψηφιστεί τελικά ένας εκλογικός νόμος ευρύτερης αποδοχής, όπως (για να θυμηθούμε μιαν ενδιαφέρουσα παλαιότερη πρόταση του ΠΑΣΟΚ), το «κλιμακωτό μπόνους», ανάλογα με το πόσο μεγάλο ποσοστό πετυχαίνει το πρώτο κόμμα και πόση διαφορά έχει από το δεύτερο.
Μειονέκτημα της ίδιας λύσης είναι ότι, με τη μείωση της πλειοψηφίας των 200, θα θιγόταν μια πετυχημένη κατ’ αρχάς συνταγματική καινοτομία.
Ενα πρακτικό μυαλό θα μπορούσε ασφαλώς να ισχυριστεί ότι δεν πρόκειται περί διλήμματος, αφού μπορεί τελικά να ακολουθηθούν και οι δύο λύσεις.
Συγκεκριμένα, η Ν.Δ. θα μπορούσε να προχωρήσει άμεσα στην πρώτη λύση (αφού κανείς δεν ξέρει τι γίνεται από το προσεχές φθινόπωρο…) και, μετά την ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης (το αργότερο έως τον Ιανουάριο του 2020, λόγω επικείμενης προεδρικής εκλογής), να ξαναψηφίσει τον ίδιο κατ’ ουσίαν εκλογικό νόμο με 180 ψήφους, ώστε αυτός να ισχύσει στις επόμενες εκλογές. Κάτι τέτοιο ασφαλώς θα έμοιαζε με πιρουέτα, αλλά, νομικά, δεν θα ήταν αθέμιτο. Ιδωμεν…
Απέφυγα να θίξω σήμερα δύο εξίσου σημαντικά ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο της εκλογικής μεταρρύθμισης: τον σταυρό προτίμησης και την ψήφο των αποδήμων. Μήπως ήρθε η ώρα, αν όχι να καταργηθεί, τουλάχιστον να περιοριστεί ο πρώτος, ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος στη Βουλή προσώπων που, με τη γνωστή σταυροδοσία δεν θα είχαν καμιά πιθανότητα να το πετύχουν; Μια τέτοια αλλαγή θα ταίριαζε, πιστεύω, στο προφίλ του κ. Μητσοτάκη.
- Οσο για την ψήφο των αποδήμων, αν εξαιρέσει κανείς το ότι επιβάλλεται αυτή να συνυπολογίζεται στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα, το νομοσχέδιο που κατάρτισε πρόσφατα στο υπουργείο Εσωτερικών η επιτροπή Πουλάκη είναι υποδειγματικό.
- Μετά τις εκλογές, η νέα κυβέρνηση έχει κινηθεί με ταχύτητα και επαγγελματισμό. Ως εξόχως πολιτικό ζήτημα, η εκλογική μεταρρύθμιση χρειάζεται και κάτι παραπάνω: αυτογνωσία, τόλμη και ιστορική συνείδηση. Να μια ωραία πρόκληση για τον κ. Μητσοτάκη.
* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.