Τον προσεχή Φεβρουάριο συμπληρώνονται 95 χρόνια από την έκδοση μίας ιστορικής εφημερίδας και την θεμελίωση ενός κορυφαίου δημοσιογραφικού οργανισμού...

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

«Ο Δημήτρης Λαμπράκης έδωσε στην Ελλάδα τον αστικό, φιλελεύθερο

προσανατολισμό της στις δεκαετίες ευθύς μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο»

Λόϊντ Τζωρτζ

Βρετανός πρωθυπουργός

Την ώρα που ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη (ΔΟΛ) –για ποικίλους και σίγουρα όχι απλούς λόγους– βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, μία ιστορική αναδρομή κάθε άλλο παρά περιττή είναι. Και αυτό γιατί ο ΔΟΛ είναι ένα σημαντικό κομμάτι μίας δημοκρατικής και φιλελεύθερης Ελλάδας. Ίσως δε αυτή του η ιδιότητα να είναι και μία από τις βασικές αιτίες των σημερινών του αδιεξόδων.

Ποιος ήταν λοιπόν ο άνθρωπος που θεμελίωσε αυτό τον Οργανισμό, από τον οποίο πέρασαν και όλα σχεδόν τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής δημοσιογραφίας; Ποιος ήταν ο εκδότης που το 1922, μήνα Φεβρουάριο, όταν είχε κριθεί η εκστρατεία της Μικράς Ασίας, ανελάμβανε να εκδώσει το «Ελεύθερο Βήμα»;

Γεννημένος τον Μάϊο 1888 στον Βάμο Χανίων, ο Δημήτρης Λαμπράκης ορφάνεψε από πατέρα και μητέρα όταν ήταν 5 χρόνων. Αυτόν και τον μικρότερο αδελφό του τους μεγάλωσαν δύο θείοι τους, γεροντοπαλλήκαρα. Παιδί ανήσυχο και με σθένος, ο νεαρός Λαμπράκης πήρε μέρος το 1906 στον Μακεδονικό Αγώνα, συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Τούρκους, αλλά δραπέτευσε από τις φυλακές του Μοναστηρίου και επέστρεψε στην Αθήνα. Κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό και πήρε μέρος στους πολέμους του 1912-1913, στην διάρκεια των οποίων τιμήθηκε ως «επιδείξας αγωνιστικόν πνεύμα και έξοχον ανδρείαν».

Με το τέλος του πολέμου μεταβαίνει στην Νότιο Αφρική, όπου αντί για εμπόριο επιδίδεται στην δημοσιογραφία και εκδίδει μία εβδομαδιαία εφημερίδα η οποία προσπαθεί να συνδικαλίσει μαύρους και λευκούς εργάτες των ορυχείων.

Η προσπάθεια αυτή εξοργίζει τους Βρεταννούς και το 1914 ο Δημήτρης Λαμπράκης γυρίζει στην Ελλάδα, όπου και προσλαμβάνεται ως συντάκτης στην εφημερίδα «Πατρίς» του Σπυρίδωνος Σίμου. Υπό αυτή του την ιδιότητα γνωρίζει τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μεταξύ των δύο ανδρών αναπτύσσεται στενή φιλία και στενότερη συνεργασία, που κράτησαν έως τον θάνατο του Βενιζέλου τον Μάρτιο 1936.

Ο Λαμπράκης εκδίδει τις εφημερίδες του

Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, στις οποίες ο Βενιζέλος ηττήθηκε και αποχώρησε από την Ελλάδα, ο Δημ. Λαμπράκης προτάθηκε να αναλάβει την αρχηγία του Κόμματος Φιλελευθέρων, αλλά αρνήθηκε.

Τον Φεβρουάριο 1922, σε ημέρες τραγικές, όταν είχε ήδη κριθεί η εκστρατεία της Μικράς Ασίας, εξέδωσε με χρηματοδότηση ομάδας ηγετικών προσωπικοτήτων του Κόμματος την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», που σύντομα έφτασε να διεκδικεί την πρώτη κυκλοφορία. Γύρω από την νέα εφημερίδα συγκεντρώθηκαν βιομήχανοι όπως οι Μποδοσάκης, Μακρής, Σπυρόπουλος, Μεταξάς, συγγραφείς όπως οι Μελάς, Παπαντωνίου, Σπανούδη, επιστήμονες όπως οι Καλιτσουνάκης, Ζολώτας, Βέης, Διαμαντόπουλος, Κιτσίκης, καλλιτέχνες όπως οι Κυβέλη, Βεάκης, Γληνός, Παντ. Χορν, εικαστικοί όπως οι Τόμπρος, Σώχος, Μπουζιάνης, Ζογγολόπουλος, και πολλοί άλλοι. Όλη η προοδευτική Ελλάδα είχε ένα «βήμα» για να εκφραστεί.

Ο Λαμπράκης έζησε μέχρι το κόκκαλο την τραγωδία του Ελληνισμού το 1922. Ο απεσταλμένος του «Ελεύθερου Βήματος», Κώστας Αθάνατος, βρισκόταν συνεχώς στα μέτωπα του πολέμου. Και όταν το μέτωπο κατέρρευσε, ο Λαμπράκης βρισκόταν ήδη μέσα στον πυρήνα που προετοίμαζε την επανάσταση του 1922. Μάλιστα, τα γραφεία του «Ελεύθερου Βήματος» είχαν μεταβληθεί σε στρατηγείο των επαναστατών.

Παρόλα αυτά, δεν τον τύφλωσε το πάθος. Την ώρα των προγραφών κατά της ηγεσίας του Λαϊκού Κόμματος, έστειλε άνθρωπό του να ειδοποιήσει τον Νικόλαο Στράτο να φύγει. Εκείνος δεν τον άκουσε και μοιράστηκε την τύχη των φίλων του: με την Δίκη των Έξι εκτελέστηκε στου Γουδή.

Όταν πέθανε ο Παναγής Τσαλδάρης, ο Λαμπράκης δεν δίστασε να ομολογήσει σε άρθρο του στο «Ελεύθερον Βήμα»: Ημείς, χθεσινοί του αντίπαλοι και επικριταί, δεν είμεθα οι καταλληλότεροι να χαράξωμεν την κρίσιν της ελληνικής Ιστορίας περί αυτού. Ούτε η ώρα είναι κατάλληλος. Θέλομεν όμως ν’ αποτίσωμεν φόρον τιμής εις απελθόντα τον οποίον συχνά επικρίναμε εις την ζωήν του και, ουχί σπανίως, ίσως ηδικήσαμεν…

Από τον Δεκέμβριο του 1926 ως τον Ιανουάριο του 1928, ο Λαμπράκης εξέδωσε την εβδομαδιαία φιλολογική «Κυριακή», με διευθυντή τον Κώστα Αθάνατο και αρχισυντάκτες τον Φώτο Γιοφύλλη και τον Κώστα Ουράνη. Το 1926 εξέδωσε και τον εβδομαδιαίο «Οικονομικό Ταχυδρόμο», το δε 1929 τα «Αθηναϊκά Νέα». Το 1932, για ένα σύντομο διάστημα εξέδωσε την «Φωνή του Λαού».

Τα «Αθηναϊκά Νέα» εξεδόθησαν σε μία εποχή κατά την οποία η τότε κυβέρνηση Βενιζέλου διεξήγαγε αγώνα εναντίον των εφημερίδων εκείνων που τις χαρακτήριζε «κίτρινο Τύπο». Στην Βουλή είχε κατατεθεί σχέδιο νόμου το οποίο, κατά την κυβερνητική άποψη, απέβλεπε στο να επαναφέρει τις «εκτραχηλισθείσες» εφημερίδες στην «ευθεία οδό».

Στην πραγματικότητα επρόκειτο για διαμάχη μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων. Ο Βενιζέλος ισχυριζόταν ότι με το νομοσχέδιο μόνον η συκοφαντία και η δυσφήμισις πατάσσονται και μόνον ο ιδιωτικός βίος των πολιτών εξασφαλίζεται από τον διασυρμόν και η τρυφερά νεότης προστατεύεται από την πορνογραφίαν. Μόνον ο κακοήθης κίτρινος Τύπος έπαυε να έχει ασυδοσίαν δια του υπό ψήφισιν νόμου. Αντιθέτως, ο Παναγής Τσαλδάρης κατήγγειλε τον Βενιζέλο ότι με τα μέτρα αυτά απέβλεπε στην φίμωση του Τύπου.

Όταν εξεδόθησαν λοιπόν τα «Αθηναϊκά Νέα», ο Λαμπράκης έγραφε: Τα Αθηναϊκά Νέα φιλοδοξούν να είναι εφημερίς υπό την έννοιαν ότι θα επιδιώξουν με σταθερότητα το ποιόν της ύλης, το μέτρον, τον επίμονον έλεγχον της ειδήσεως, την αυστηράν καλήν πίστιν της κρίσεως, την υγιή έρευναν των κοινωνικών ζητημάτων, την μετά γνώσεως παρακολούθησιν των εκδηλώσεων της τέχνης, το επαγωγόν, κομψόν, πνευματώδες, αλλ’ όχι άκοσμον ανάγνωσμα.

Τα Αθηναϊκά Νέα, απευθυνόμενα ειδικώτερον προς το κοινόν της πρωτευούσης, την εκλεκτοτέραν δηλαδή αναγνωστική μάζαν του τόπου, φιλοδοξούν να γίνουν εφημερίς όλων εκείνων που αποστρέφονται την προχειρόγραφον ποσότητα, την υπερβολήν, την ακρότητα, τον χονδροειδή γραμμοφωνισμόν, την συστηματική εντυπωσιολογίαν, την βάναυσον αισχρογραφίαν, με μίαν λέξιν τον αχαλίνωτον κιτρινισμόν, την δημοσιογραφίαν ως ένα οιονδήποτε εμπόριον των τριόδων…

Ο Λαμπράκης πλήρωσε και αυτός το τίμημα του κινήματος του 1935, ως υποστηρικτής του. Διώξεις και συλλήψεις, όμως, δεν τον κλόνισαν. Θα συλληφθεί και πάλι την μεθεπομένη την 4ης Αυγούστου 1936. Ο Γ. Λεονταρίτης, αναφερόμενος στον εκδότη του «Ελεύθερου Βήματος», έγραψε ότι ανήκει σε μία γενιά που αναστήθηκε με τα ιδανικά της λεβεντιάς. Μιας λεβεντιάς, όμως, που έφερε μεγάλη λαβωματιά: την ντροπή του 1897. Και η γενιά αυτή είχε τον καϋμό να την ξεπλύνει.

Παράλληλα, όπως και ο Βενιζέλος, ο Λαμπράκης οραματιζόταν μία δημοκρατική και ευρωπαϊκή Ελλάδα, με δημοκρατία και ανοικτή οικονομία, ικανή να προσφέρει κοινωνική δικαιοσύνη. Υπό αυτή την έννοια, ο Λαμπράκης ήταν μέγας εκσυγχρονιστής της εποχής του –και τα χνάρια αυτά ακολούθησε και ο γυιος του Χρήστος Λαμπράκης, που τον διαδέχθηκε το 1957, έτος θανάτου του Δημήτρη Λαμπράκη σε ηλικία 69 ετών.

Αναφερόμενος γενικά στην προσωπικότητα του Δημήτρη Λαμπράκη, ο Σπύρος Μαρκεζίνης παρατηρούσε: Ο Δημ. Λαμπράκης δεν άφησε εποχή ως αρθρογράφος, όπως λ.χ. ο Γ. Βλάχος, ούτε είχε το στυλ των αλησμόνητων και δηκτικών «Κόσμων», δηλαδή των γνωστών σημειωμάτων της «Εστίας», το μεγαλύτερο μέρος των οποίων οφείλετο στον Κύρο Κύρου. Υπερείχε όμως των άλλων στο τάλαντο του δημόσιου εκδότη, σε αισθητήριο πολιτικού, σε τόλμη και σε θάρρος.

Είναι αξιοπαρατήρητο ότι αυτός, καθώς και ο Γ. Βλάχος και ο Κ. Κύρου, αποποιήθηκαν πάντοτε οιοδήποτε κρατικό λειτούργημα ή πολιτικό αξίωμα. Είχαν συνείδηση ότι ασκούσαν πολιτική από τις στήλες των εφημερίδων τους. Ενθυμούμαι πάντοτε πως ο Δημ. Λαμπράκης ήταν απλός στους τρόπους, φυσιολάτρης, φιλόξενος, φυσικά ευγενής και γενναιόδωρος. Παρά την οξύτητά του, διεξήγε τους αγώνες του με την ευπρέπεια πραγματικού κυρίου…

Αυτή η ευπρέπεια, θεμελιωμένη σε δημοκρατικές και φιλελεύθερες αρχές, υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια σήμα κατατεθέν του ΔΟΛ –που εξ αυτού και μόνον του λόγου είχε αμέτρητους πιστούς φίλους αλλά και αδυσώπητους εχθρούς. Το «γιατί» ανήκει στην κατηγορία των ευκόλως εννοουμένων τα οποία, γι αυτό, παραλείπονται.