Η σημερινή Ελλάδα έχει ανάγκη από επενδύσεις και σοβαρές μεταρρυθμίσεις και όχι από παραγωγή διχαστικών λόγων.
Συμπληρώνονται 44 μήνες από τότε που ο κ. Αλέξης Τσίπρας και οι συνέταιροί του ανέβηκαν στην εξουσία, υποσχόμενοι τα πάντα στους πάντες.
Και διερωτώμαι, ως απλός πολίτης: τί άλλαξε προς το καλύτερο στην ζωή μου; Φορολογούμαι λιγότερο; Έχω καλύτερες υπηρεσίες υγείας; Αισθάνομαι περισσότερη ασφάλεια; Εξυπηρετούμαι καλύτερα από τις δημόσιες υπηρεσίες; Πηγαίνω ευκολότερα στην δουλειά μου;
Απέκτησα περισσότερη εμπιστοσύνη στο μέλλον για τα παιδιά μου; Θα πάρω καλύτερη σύνταξη; Διαχειρίζομαι πιο αποτελεσματικά την όποια αποταμίευσή μου; Διαθέτω περισσότερες ελευθερίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Χρωστώ λιγότερα στην εφορία;
Ε, λοιπόν, σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, καθώς και σε αρκετά άλλα, οι απαντήσεις είναι δραματικά αρνητικές. Στην τριετία και πλέον που πέρασε, η κυβέρνηση Συριζανέλ «κατάφερε» τα ακόλουθα:
Στο δεύτερο μνημόνιο, που θα τελείωνε το καλοκαίρι τού 2015, προσέθεσε ένα τρίτο, πολύ πιο επώδυνο από τα δύο προηγούμενα, διαλύοντας ταυτοχρόνως και το τραπεζικό σύστημα. Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι (capital controls) έχουν κοστίσει στην ελληνική οικονομία πάνω από 70 δισεκατομμύρια ευρώ και, στο μέτρο που συνεχίζονται, κάνουν ουτοπική την όποια σοβαρή ανάπτυξή της.
Την ίδια περίοδο, δηλαδή την τριετία και πλέον που πέρασε, η σημερινή κυβέρνηση εφαρμόζει στο ακέραιο τις επιταγές του τρίτου μνημονίου, το οποίο η ίδια προκάλεσε, αλλά με μία αστεία ρητορική αντιπολιτεύσεως. Δυστυχώς, όμως, αυτός ο κουτοπόνηρος διπολισμός επέτρεψε μεν την πολιτική επιβίωση της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην Βουλή, όμως είχε διχαστικά και επώδυνα αποτελέσματα για την κοινωνία. Κατά συνέπεια, έχει ημερομηνία λήξεως –όχι χωρίς συνέπειες.
Από την άποψη αυτή, δεν βρισκόμαστε μακριά από το τέλος. Χωρίς μεγάλη πιθανότητα λάθους, μπορούμε να πούμε ότι ήδη έχει φθάσει στα όριά του, αν κρίνει κανείς από το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει ο Σύριζα μπροστά στο κύμα των πλειστηριασμών και των ιδιωτικοποιήσεων που έρχονται και που αντιστρατεύονται ευθέως τον ιδεολογικό προσανατολισμό του.
Παρά τα ωραία λόγια και τα εγκώμια των δανειστών μας για τον πρωθυπουργό και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και παρά την αναβάθμιση της Moody’s, η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη. Το κλειδί για το αύριο της οικονομίας μας το κρατούν οι δανειστές, οι οποίοι δεν έχουν ψευδαισθήσεις.
Έτσι, έχουν καταστήσει σαφείς τις κόκκινες γραμμές τους για την κατεύθυνση που θα έχει η οικονομική πολιτική της επόμενης ημέρας. Δεν πρόκειται να αφήσουν την Ελλάδα χωρίς ένα νέο πρόγραμμα δεσμεύσεων για τα επόμενα χρόνια. Ούτε θα παραιτηθούν από όσα μέτρα επιβλήθηκαν με τα τρία μνημόνια, παραδίδοντας τα κλειδιά της οικονομικής πολιτικής σε όποια ελληνική κυβέρνηση.
Τα πρώτα μηνύματα για τις απαιτήσεις των δανειστών έχουν ήδη καταφθάσει στην κυβέρνηση: Ανατροπές σε όλον τον δημόσιο τομέα, από τις υπηρεσίες μέχρι τις ΔΕΚΟ, με ιδιωτικοποιήσεις και αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας τους με βάση τα κριτήρια της αγοράς, για να μπορούν να είναι βιώσιμες.
Συνέχιση των παρεμβάσεων στο Ασφαλιστικό, με εισαγωγή του τρίτου πυλώνα των ιδιωτικών ασφαλιστικών και 130.000 πλειστηριασμούς ακινήτων για την μείωση των κόκκινων δανείων των τραπεζών. Προεκλογικού τύπου οικονομική πολιτική δεν χωράει στο σκεπτικό τους.
Κατά συνέπεια, η σημερινή κυβέρνηση αισθάνεται ήδη να βρίσκει τοίχο στην πλάτη της. Ιδιαίτερα δε μετά τα τραγικά γεγονότα στο Μάτι και τις ηθικο-οικονομικές τους επιπτώσεις.
Για τον κ. Αλέξη Τσίπρα και τους συνοδοιπόρους του, οι εβδομάδες που ακολουθούν –πέρα από το θέαμα της ΔΕΘ– θα είναι αυτές της ωμής πραγματικότητας. Μίας πραγματικότητας που ξεπερνά τα μακροοικονομικά όρια της δημοσιονομικής προσαρμογής και κάποιων τεχνητών πλεονασμάτων και πάει πολύ πιο μακριά, στις προοπτικές της χώρας σήμερα και κυρίως αύριο.
Υπό αυτή την έννοια, για ποια ανάπτυξη μπορούμε να μιλάμε όταν η υπερφορολόγηση και η φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης αφαιρούν από την οικονομία κάθε δυναμισμό; Πώς θα μπει η Ελλάδα στην ψηφιακή εποχή και στην περίοδο της τεχνητής νοημοσύνης όταν καθηγητές όπως ο δρ. Σταμάτης Κριμιζής καταγγέλλουν την έλλειψη αριστείας, αξιολόγησης και αξιοκρατίας;
Με ποιο εκπαιδευτικό σύστημα θα πορευτούμε στο απαιτητικό και ανταγωνιστικό αύριο, όταν η ιδιωτική παιδεία διώκεται και η δημόσια υποβαθμίζεται; Όσο για το Ασφαλιστικό, ποιο το μέλλον του με μία βόμβα κρυφού χρέους στα θεμέλιά του της τάξεως των 700 δισεκατομμυρίων ευρώ;
Είναι λοιπόν καιρός να δούμε την πραγματικότητα κατάματα, χωρίς φαντασιώσεις και παραισθήσεις. Η χώρα έχει ανάγκη από πλήρη και εκ βάθρων ανασυγκρότηση. Έχει ανάγκη από αισιοδοξία και ελπίδα. Θέλει ανάπτυξη και προκοπή. Και όλα αυτά δεν μπορούν να προκύψουν από κούφια και διχαστικά λόγια, που μάς πάνε πολλά, μα πάρα πολλά χρόνια πίσω…
*Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ)