Τεράστιες οι ευθύνες αυτών που απέρριψαν παλαιότερα σχέδια διευθέτησης του Κυπριακού, καθώς βέβαια και της χούντας που προκάλεσε την τουρκική εισβολή και την μονιμοποίηση των κατοχικών στρατευμάτων
Του Γιάννη Μαρίνου*
Η αποτυχία των νέων συνομιλιών για το Κυπριακό ήταν αναμενόμενη. Όχι γιατί δεν έγιναν όλες οι δυνατές προσπάθειες και υποχωρήσεις από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Αλλά επειδή δεν θέλουμε να αποδεχθούμε το ότι οι Τουρκοκύπριοι διαπραγματεύονται μόνον ό,τι επιτρέπει η Τουρκία.
Μού το είχε εξομολογηθεί κορυφαίος τουρκοκύπριος παράγων όταν, ως αντιπρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου, μετείχα και εγώ στις σχετικές ατέρμονες διαπραγματεύσεις (περίοδος 1999-2004).
Και η Τουρκία δεν πρόκειται, υπό τις σημερινές τουλάχιστον συνθήκες, να παραιτηθεί από τα κεκτημένα της: την κατοχή του σχεδόν 40% του κυπριακού εδάφους, την στρατιωτική παρουσία της στο μισό νησί και το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης ως εγγυήτριας δύναμης.
Στοιχείο κρίσιμο για την εκτίμηση της πραγματικότητας είναι και ο ασταμάτητος επί δεκαετίες και μεθοδικός εποικισμός του κατεχόμενου εδάφους από Τούρκους υπηκόους, οι οποίοι προ πολλού έχουν ξεπεράσει σε αριθμό τους Τουρκοκύπριους. Πώς να τους διώξεις πια; Είναι η πλειοψηφία.
Η Τουρκία κατ’ επανάληψη επωφελήθηκε από τα αλλεπάλληλα λάθη της ελληνικής πλευράς: απόρριψη του σχεδίου Χάρντινγκ που θα έδινε στην Κύπρο ανεξαρτησία κατά τα πρότυπα της Μάλτας, παραβίαση των Συνθηκών Λονδίνου και Ζυρίχης από τον Μακάριο, απόρριψη από Γεώργιο Παπανδρέου και Μακάριο του απίστευτα φιλελληνικού σχεδίου Άτσεσον, μη αποτροπή ακροτήτων από ελληνικής πλευράς σε βάρος Τουρκοκυπρίων.
Και πάνω απ’ όλα το ολέθριο πραξικόπημα της χούντας σε βάρος του Μακαρίου, που έδωσε την δικαιολογία για να εισβάλουν οι Τούρκοι στην μεγαλόνησο και να παγιώσουν έκτοτε την εκεί μόνιμη παρουσία τους. Όλα αυτά δυστυχώς βαρύνουν την ελληνοκυπριακή και την ελληνική πλευρά, που επιδιώκοντας καλύτερη λύση κατέληγε να βρίσκεται μπροστά σε συνεχώς χειρότερες.
Ένας ψυχρός παρατηρητής θα μπορούσε βάσιμα να ισχυριστεί ότι, από την στιγμή που η Τουρκία πάτησε στρατιωτικά στην Κύπρο και εδραίωσε την εκεί παρουσία της, δεν πρόκειται να παραιτηθεί ποτέ πια από τα κεκτημένα.
Πολύ περισσότερο όταν έχει διαπιστώσει ότι είναι χωρίς ουσία οι πρωτοβουλίες του ΟΗΕ και φιλολογικού ενδιαφέροντος οι χλιαρές, αν όχι ανύπαρκτες, πιέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ προς την τουρκική πλευρά. Περίτρανη απόδειξη η δήθεν ισότιμη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.
Η τελευταία παραβιάζει κατάφωρα τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας ανεχόμενη όλες τις αυθαιρεσίες της Άγκυρας. Και Κυπριακή Δημοκρατία και Ελλάδα, μολονότι πλήρη και ισότιμα μέλη της ΕΕ, σκύβουν το κεφάλι και ποτέ δεν προβάλλουν βέτο όπως δικαιούνται.
Θα πρέπει επομένως να παύσουμε να επιδιώκουμε με συνομιλίες την λύση του Κυπριακού; Όχι, ποτέ! Όπως μού είχε πει ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλή: «Είμαστε υποχρεωμένοι σε αέναο διάλογο με την Τουρκία.
Γιατί ο τερματισμός του θα σημαίνει ή ότι ικανοποιήσαμε κάθε απαίτησή της ή πόλεμος. Η μικρασιατική συμφορά και ο ανεμπόδιστος "Αττίλας" στην Κύπρο αποδεικνύουν τις πολεμικές μας αντοχές».
Διερωτώμαι επίσης αν μπορεί πια να ασκηθεί αποτελεσματική πίεση στην Τουρκία του Ερντογάν, ο οποίος ήδη ανακοίνωσε ότι έχει και σχέδια Β' και Γ' για την Κύπρο. Προβλέπει, άραγε, πέραν της απειλούμενης προσάρτησης, και την κατάληψη όλου του νησιού μετά από κατάλληλη προβοκάτσια;
* Πρώην ευρωβουλευτής και διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου (1965-1996)
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις