Πήραμε τη δόση μας και καλμάραμε. Κερδίσαμε χρόνο. Χρόνο νομής εξουσίας. Χρόνο άσκησης ιδεοληψίας. Χρόνο δόλιας ανατροπής των συμφωνηθέντων. Χρόνο για Γκεμπελικά ψέματα.
Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχουν πλέον αναγάγει σε υψηλή τέχνη την κοροϊδία των πάντων και όλων. Τι κι αν γράφονται δεκάδες άρθρα αποδόμησης της συμφωνίας. Τι κι αν ωρύεται σύσσωμη η αντιπολίτευση. Τι κι αν κάποιοι βουλευτές της συμπολίτευσης ψελλίζουν διαφωνίες τους. Το γκουβέρνο καλά κρατεί. Δεν πτοείται, δεν λυγίζει, δεν υποχωρεί. Η καρέκλα πάνω απ’ όλα.
Τι κέρδισε, όμως, πραγματικά η κυβέρνηση; Διότι το ψέμα, ακόμη και το ξεδιάντροπο, έχει κοντά ποδάρια. Και η ώρα της αλήθειας νομοτελειακά πλησιάζει. Θα αναφερθώ σε τρεις φράσεις από τις ανακοινώσεις του Eurogroup (EG) και του ΔΝΤ, που με απόλυτη ακρίβεια καταρρίπτουν το κυβερνητικό αφήγημα και ρίχνουν παγωμένο νερό στις προσδοκίες που καλλιεργεί.
Πρώτα για το ΔΝΤ: παραμένει να ελέγχει και να επιβάλλει τις θέσεις του—ακριβώς όπως έκανε μέχρι σήμερα. Χρήματα δεν δίνει—ακριβώς όπως δεν έδινε μέχρι τώρα. Θα αποφασίσει αν θα δώσει στο τέλος του προγράμματος, το καλοκαίρι του 2018. Η απόφαση του θα στηριχτεί σε δύο παράγοντες: την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχει αναλάβει η κυβέρνηση και την βιωσιμότητα του χρέους. Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία η Κα Lagarde τόνισε ότι «… η απόφαση για τη βιωσιμότητα του χρέους θα βασιστεί μονάχα (solely είναι ο όρος που χρησιμοποίησε) στις εκτιμήσεις του ίδιου του ΔΝΤ.»
Συμπέρασμα: Στο μέτωπο αυτό τίποτα δεν άλλαξε. Η κυβέρνηση δεν κέρδισε τίποτα απολύτως.
Στη συνέχεια για τους εταίρους μας: Η κρίσιμη φράση είναι η ακόλουθη: «Το Eurogroup κατάληξε στο συμπέρασμα ότι η βιωσιμότητα του χρέους θα όφειλε να επιτευχθεί στο πλαίσιο των μέτρων για το χρέος που προσδιορίστηκαν στο Eurogroup του Μάϊου 2016.» Και για να ξεκαθαρίσει τι εννοεί με βιωσιμότητα τονίζει ότι αναφέρεται «στα συμφωνηθέντα ορόσημα των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών που οφείλουν να παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω από το 20% του ΑΕΠ στη συνέχεια.»
Παράλληλα, επαναλαμβάνει την υποχρέωση της Ελλάδας για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και, κατόπιν, τη διατήρηση τους στα επίπεδα που ορίζει το ευρωπαϊκό κοινοτικό δημοσιονομικό πλαίσιο. Αμέσως μετά έρχεται η φράση που όφειλε να είχε παγώσει το αίμα της ελληνικής πλευράς: «Όπως συμφωνήθηκε τον Μάιο του 2016, αυτά τα μέτρα (της ελάφρυνσης του χρέους) δεν θα οδηγήσουν σε πρόσθετα κόστη για τα άλλα κράτη-μέλη.»
Συμπέρασμα: Η κυβέρνηση δεν πήρε τίποτα ούτε στο μέτωπο αυτό. Τα μέτρα του Μαΐου 2016 θα εφαρμοστούν όπως προβλέπεται από καιρό. Και όπως είχε αναφερθεί ήδη στο ίδιο EG, αν χρειαστεί μπορεί να ληφθούν και νέα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους. Αλλά, η λήψη μέτρων ελάφρυνσης του χρέους χωρίς πρόσθετο κόστος για τους δανειστές είναι περίπου ανέφικτη.
Τι πήρε η κυβέρνηση; Υπόσχεση για συνεργασία στην ίδρυση εθνικής τράπεζας ανάπτυξης (κάτι σαν την αμαρτωλή ΕΤΒΑ) καθώς και για τη δημιουργία μηχανισμού που θα συνδέσει την ανάπτυξη με τις καταβολές για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Που μας αφήνουν αυτές οι εξελίξεις;
• Πρώτον, μπορούμε να ξεχάσουμε την ένταξη μας στον μηχανισμό νομισματικής χαλάρωσης (QE) τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι του 2018. Τότε θα αποφασίσει το ΔΝΤ, οπότε τότε θα αποφασίσει και η ΕΚΤ.
• Δεύτερο, την μη λήψη οποιουδήποτε μέτρου για το χρέος επίσης μέχρι το καλοκαίρι του 2018 –ΑΝ και τότε. Η ανακοίνωση του EG είναι πέρα για πέρα σαφής.
• Τρίτο, τη διατήρηση της οικονομίας σε υφεσιακή φάση – ή στην καλύτερη περίπτωση σε ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1%-- κυρίως λόγω των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Το…κερασάκι στην τούρτα έρχεται, όμως στο τέλος και με έναν πλάγιο τρόπο. Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση του EG, πέρα από τα μέτρα του Μαΐου 2016, και τα πιθανά πρόσθετα που μπορεί να απαιτηθούν για να παραμείνουν οι χρηματοδοτικές ανάγκες στο 15% του ΑΕΠ, το EG είναι έτοιμο να λάβει μέτρα αν προκύψει ένα αναπάντεχα έντονο αρνητικό σενάριο. Και θα φροντίσει οι μελλοντικές δόσεις να καλύψουν όχι μόνο την πληρωμή των χρεωστούμενων του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα αλλά για την δημιουργία ενός αποθέματος που θα τονώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και θα διευκολύνει την έξοδο στις αγορές.
Αυτό υποκρύπτει (α) την έντονη ανησυχία των δανειστών για την υλοποίηση των στόχων, (β) περαιτέρω έλεγχο και ανάμιξη των δανειστών στη χρήση των χρημάτων που αποδεσμεύουν και μας δίνουν, και (γ)την προετοιμασία για ένα νέο πρόγραμμα—διότι πρόσθετα μέτρα για το χρέος δεν θα ληφθούν χωρίς νέο πρόγραμμα.
Εξάλλου, όποιος νομίζει ότι η χώρα μας, ειδικά με την παρούσα κυβέρνηση, μπορεί να πάρει από τις αγορές στην περίοδο 2019-2020 τα περίπου 19 δις. που χρειαζόμαστε, χωρίς υποστήριξη από τους εταίρους μας –που σημαίνει νέο πρόγραμμα – είναι βαθιά νυχτωμένος.