Η σημερινή Ελλάδα στην κατάσταση που βρίσκεται έχει ανάγκη από δημιουργία και προκοπή. Μόνον έτσι θα ξεφύγει από το «σύνδρομο του χρέους».
Συμπληρώνονται 40 μήνες από τότε που ο κ. Αλέξης Τσίπρας και οι συνέταιροι του ανέβηκαν στην εξουσία υποσχόμενοι τα πάντα στους πάντες.
Και διερωτώμαι, ως απλός πολίτης, τί άλλαξε προς το καλύτερο στην ζωή μου; Φορολογούμαι λιγότερο; Έχω καλύτερες υπηρεσίες υγείας; Αισθάνομαι περισσότερη ασφάλεια; Εξυπηρετούμαι καλύτερα από τις δημόσιες υπηρεσίες; Πηγαίνω ευκολότερα στην δουλειά μου;
Απέκτησα περισσότερη εμπιστοσύνη στο μέλλον για τα παιδιά μου; Θα πάρω καλύτερη σύνταξη; Διαχειρίζομαι πιο αποτελεσματικά την όποια αποταμίευσή μου; Διαθέτω περισσότερες ελευθερίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Χρωστώ λιγότερα στην εφορία;
Ε, λοιπόν, σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα καθώς και σε αρκετά άλλα, οι απαντήσεις είναι δραματικά αρνητικές. Στην τριετία και πλέον που πέρασε, η κυβέρνηση Συριζανέλ «κατάφερε» τα ακόλουθα:
Στο δεύτερο μνημόνιο, που θα τελείωνε το καλοκαίρι τού 2015, πρόσθεσε ένα τρίτο, πολύ πιο επώδυνο από τα δύο προηγούμενα, διαλύοντας ταυτοχρόνως και το τραπεζικό σύστημα. Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι (capital controls) έχουν κοστίσει στην ελληνική οικονομία πάνω από 70 δισεκατομμύρια ευρώ και, στο μέτρο που συνεχίζονται, κάνουν ουτοπική την όποια σοβαρή ανάπτυξή της.
Την ίδια περίοδο, δηλαδή την τριετία που πέρασε, η σημερινή κυβέρνηση εφαρμόζει στο ακέραιο τις επιταγές του τρίτου μνημονίου, το οποίο η ίδια προκάλεσε, αλλά με μία γελοία ρητορική αντιπολιτεύσεως. Δυστυχώς, όμως, αυτός ο κουτοπόνηρος διπολισμός, επέτρεψε μεν την πολιτική επιβίωση της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην Βουλή, όμως είχε διχαστικά και επώδυνα αποτελέσματα για την κοινωνία. Κατά συνέπεια, έχει ημερομηνία λήξεως.
Και από την άποψη αυτή, δεν βρισκόμαστε μακρυά από το τέλος. Χωρίς μεγάλη πιθανότητα λάθους, μπορούμε να πούμε ότι ήδη έχει φθάσει στα όριά του, αν κρίνει κανείς από το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει ο Σύριζα μπροστά στο κύμα των πλειστηριασμών και των ιδιωτικοποιήσεων που έρχονται και που αντιστρατεύονται ευθέως τον ιδεολογικό προσανατολισμό του.
Παρά τα ωραία λόγια και τα εγκώμια του Επιτρόπου Οικονομικών κ. Πιερ Μοσκοβισί για τον πρωθυπουργό μας και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, και παρά την αναβάθμιση της Moody’s, η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη.
Το κλειδί για το αύριο της οικονομίας μας κρατούν οι δανειστές, οι οποίοι δεν έχουν ψευδαισθήσεις. Έχουν έτσι καταστήσει σαφείς τις κόκκινες γραμμές τους για την κατεύθυνση που θα έχει η οικονομική πολιτική της επόμενης ημέρας. Δεν πρόκειται να αφήσουν την Ελλάδα χωρίς ένα νέο πρόγραμμα δεσμεύσεων για τα επόμενα χρόνια. Ούτε θα παραιτηθούν από όσα μέτρα επεβλήθησαν με τα τρία μνημόνια παραδίδοντας τα κλειδιά της οικονομικής πολιτικής σε όποια ελληνική κυβέρνηση.
Όλα θα κριθούν στην επόμενη –τέταρτη– αξιολόγηση. Εκεί θα ληφθούν οι αποφάσεις για το μέλλον, υπό την δαμόκλειο σπάθη μίας ρύθμισης για το χρέος. Χωρίς αυτήν, η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια της, αφού το χρέος θα εξακολουθεί να είναι μη βιώσιμο. Το ίδιο άλλωστε είναι και το σφάλμα της «καθαρής» ή αυτοδύναμης εξόδου που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση.
Τα πρώτα μηνύματα για τις απαιτήσεις των δανειστών έχουν ήδη καταφθάσει στην κυβέρνηση: Ανατροπές σε όλο τον δημόσιο τομέα, από τις υπηρεσίες μέχρι τις ΔΕΚΟ, με ιδιωτικοποιήσεις και αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας τους με βάση τα κριτήρια της αγοράς, για να μπορούν να είναι βιώσιμες.
Συνέχιση των παρεμβάσεων στο Ασφαλιστικό, με εισαγωγή του τρίτου πυλώνα των ιδιωτικών ασφαλιστικών και 130.000 πλειστηριασμούς ακινήτων για την μείωση των κόκκινων δανείων των τραπεζών.
Προεκλογικού τύπου οικονομική πολιτική δεν χωράει στο σκεπτικό τους.
Κατά συνέπεια, η σημερινή κυβέρνηση αισθάνεται ήδη να βρίσκει τοίχο στην πλάτη της. Ιδιαίτερα δε μετά τα όσα βιώσαμε τις τελευταίες ημέρες στην Βουλή με την υπόθεση Novartis, τα περιθώρια ελιγμών και λαϊκιστικών τακτικισμών στενεύουν δραματικά. Όσο για το «μακεδονικό», θα συνεχίσει να παραμένει ανοικτό –όχι χωρίς πιθανές γεωπολιτικού τύπου επιπτώσεις για την χώρα.
Για τον κ. Αλέξη Τσίπρα και τους συνοδοιπόρους του, οι εβδομάδες που ακολουθούν θα είναι αυτές της ωμής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που ξεπερνά τα μακροοικονομικά όρια της δημοσιονομικής προσαρμογής και κάποιων τεχνητών πλεονασμάτων και πάει πολύ πιο μακρυά στις προοπτικές της χώρας, σήμερα και κυρίως αύριο. Υπό αυτή την έννοια για ποια ανάπτυξη μπορούμε να μιλάμε, όταν η υπερφορολόγηση και η φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης αφαιρούν από την οικονομία κάθε δυναμισμό.
Πως θα μπει η Ελλάδα στην ψηφιακή εποχή και στην περίοδο της τεχνητής νοημοσύνης, όταν καθηγητές όπως ο δρ. Σταμάτης Κριμιζης καταγγέλλουν την έλλειψη Αριστείας, αξιολόγησης και αξιοκρατίας;
Με ποιο εκπαιδευτικό σύστημα θα πορευθούμε στο απαιτητικό και ανταγωνιστικό αύριο, όταν η ιδιωτική παιδεία διώκεται και η δημόσια υποβαθμιζεται;
Όσο για το Ασφαλιστικο, ποιο το μελλον του με μια βομβα κρυφου χρεους στα θεμελια του της ταξεως των 700 δις ευρω? Ειναι καιρος λοιπον να δουμε την πραγματικοτητα καταματα. Χωρις φαντασιωσεις και παραισθήσεις.
Η χώρα έχει ανάγκη από πλήρη και εκ βάθρων ανασυγκροτηση. Έχει ανάγκη από αισιοδοξία και ελπίδα. Θέλει ανάπτυξη και προκοπή. Και όλα αυτά δεν μπορούν να προκύψουν απο κουφια και διχαστικά λόγια, που μας πάνε πολλά, μα πάρα πολλά χρόνια πίσω
*Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Επωνύμων Βιομηχανικών Προϊόντων {ΕΣΒΕΠ}