Ένα φυσιολογικό και κατ’ αρχήν ωφέλιμο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, η έμφυτη τάση κάθε ανθρώπου να βελτιώνει τις συνθήκες της ζωής του, η οποία στην οικονομία εκφράζεται με την βελτίωση της σχέσης χρησιμοποιουμένων πόρων προς παραγόμενα αποτελέσματα (input/output), μπορεί συχνά να οδηγήσει σε δραστηριότητες ηθικά μεμπτές ή παράνομες.

Η επιδίωξη του ατομικού οφέλους, όταν λαμβάνει υπόψη όχι μόνον βραχυχρόνια αλλά και μεσο-μακροπρόθεσμα και εκ πρώτης όψεως δυσδιάκριτα αποτελέσματα, έχει ευεργετικές επιπτώσεις για μία ολόκληρη κοινωνία, μέσω της ολοένα μεγαλύτερης εξειδίκευσης και καταμερισμού των έργων, απόκτησης νέων γνώσεων, ανάπτυξης νέων τεχνολογιών, παραγόντων δηλ. που συμβάλλουν σε αυξανόμενη παραγωγικότητα.

Του Κώστα Χριστίδη*

Αυτό ήταν, άλλωστε, το νόημα της διάσημης παρατήρησης του Άνταμ Σμιθ, ότι τα άτομα επιδιώκοντας το δικό τους όφελος, επιφέρουν, σαν να καθοδηγούνται από ένα αόρατο χέρι, συνολικό κοινωνικό όφελος πολύ μεγαλύτερο από όσο θα προέκυπτε στην περίπτωση που μία κοινωνία είχε ειδικά οργανωθεί προς τον σκοπό αυτό.

Η επιδίωξη του ατομικού οφέλους μπορεί να φθάσει σε ακραία μορφή, όπως συχνά συμβαίνει όταν βασίζεται σε μία ακόρεστη επιθυμία για την απόκτηση όλο και περισσότερων πραγμάτων, χρημάτων ή απολαύσεων, οπότε αποτελεί πλεονεξία ή απληστία.

Ανάλογες ακραίες καταστάσεις δημιουργούνται γύρω από άλλα ανθρώπινα χαρακτηριστικά όπως: διατροφή – λαιμαργία, αυτοεκτίμηση – αλαζονεία, διάκριση – φθόνος, επιμονή – πείσμα, λιτότητα – τσιγγουνιά κλπ.

Επανερχόμενοι στην απληστία, είναι εξαιρετικά σημαντικό να θυμόμαστε ότι μπορεί να αποτελεί χαρακτηριστικό όσων δραστηριοποιούνται είτε στον ιδιωτικό είτε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δηλαδή πολιτικών και δημοσίων υπαλλήλων.

Νωπό είναι το σχετικό παράδειγμα παραιτηθέντος ζεύγους υπουργών του Σύριζα. Υφίσταται, ωστόσο, μία ουσιώδης διαφορά: στην πολιτική υπάρχει επίσης ένα ‘’αόρατο χέρι’’, που λειτουργεί όμως κατά την αντίθετη κατεύθυνση από ότι στην οικονομία.

Οι πολιτικοί που σκοπεύουν με τις αποφάσεις τους να προωθήσουν το γενικό συμφέρον, οδηγούνται από το αόρατο χέρι της πολιτικής να προωθήσουν κάποιο ειδικό συμφέρον οργανωμένων ομάδων σε βάρος άλλων.

Η εισαγωγή υφασμάτων π.χ. από το εξωτερικό σημαίνει λιγότερες δουλειές και μικρότερα κέρδη για τους εγχώριους παραγωγούς.

Οι ενδιαφερόμενοι αντιλαμβάνονται αμέσως ότι κάθε κυβερνητική ενέργεια που τείνει στον περιορισμό το ανταγωνισμού τους ευνοεί.

Οι εργαζόμενοι, όμως, σε εξαγωγικές επιχειρήσεις ετοίμων ενδυμάτων που θα χάσουν τις δουλειές τους γιατί οι επιχειρήσεις που απασχολούνται θα γίνουν λιγότερο ανταγωνιστικές και θα περιορίσουν τις εξαγωγές τους, δεν ξέρουν από τι απειλούνται.

Το ίδιο και οι αγοραστές ετοίμων ενδυμάτων, δεν ξέρουν ότι οι ακριβότερες τιμές που πληρώνουν οφείλονται σε ακριβότερες πρώτες ύλες ή ακριβότερο χρήμα ή ακριβότερη ενέργεια λόγω περιορισμένου ανταγωνισμού.

Η διόγκωση του δημόσιου τομέα συνεπάγεται περισσότερη γραφειοκρατία, περισσότερη διαφθορά, περισσότερους αλλά συχνά διάτρητους ελέγχους, περισσότερες ευκαιρίες παράνομου πλουτισμού από άπληστους ανθρώπους.

Γι’ αυτό, έχει λεχθεί ότι ιδιωτικός είναι ο τομέας που ελέγχεται από τον δημόσιο, δημόσιος είναι ο τομέας που δεν ελέγχεται από κανέναν !

Νομικός – Οικονομολόγος*