Παρά μία εντυπωσιακή άνοδο των εξαγωγών μας, οι τελευταίες ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα. Και αυτό η κυβέρνηση θα πρέπει να το προσέξει όχι με λόγια αλλά με πράξεις.

Διότι αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί, η χαμηλή εξαγωγική ικανότητα της οικονομίας μας είναι και το κλειδί για να ανιχνεύσει κανείς τις επτά πτωχεύσεις της χώρας μέσα σε λιγότερα από 200 χρόνια.

Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Η τελευταία έρευνα-μελέτη της εταιρείας συμβούλων ΕΥ (Ernst and Young) που διευθύνει ο κ. Παν. Παπάζογλου, μας πληροφορεί ότι οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών πραγματοποιούνται από 260 ελληνικές επιχειρήσεις, ήτοι από το 2,5% του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων.

Αυτές καλύπτουν πάνω από το 50% των ελληνικών εξαγωγών, οι οποίες για μικρή και δυτικού τύπου χώρα είναι απελπιστικά χαμηλές.

Ας σημειωθεί ότι οι κατά κεφαλήν εξαγωγές στην χώρα μας μετά βίας ξεπερνούν τα 2.200 ευρώ τον χρόνο –όταν στο Βέλγιο των επίσης 11 εκατομμυρίων κατοίκων είναι 26.000 ευρώ και στην Ιρλανδία των 4,5 εκατομμυρίων είναι 16.000 ευρώ.

Κατά την ΕΥ, στην περίπτωση της Ελλάδας προκαλεί ενδιαφέρον το γεγονός ότι, ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με την οικονομική κρίση, ελάχιστες είναι εκείνες που έχουν πάρει τον δρόμο της εξωστρέφειας, καθώς το 2017, από το σύνολο των 700.000 επιχειρήσεων της χώρας μόνον οι 18.730 κατέγραψαν εξαγωγική δραστηριότητα.

Ανάλογα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αλλά και η ίδια η έρευνα της ΕΥ, επιβεβαιώνουν ότι το πρόβλημα της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων αφορά τόσον στις ίδιες όσο και στο ευρύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον.

Συνεπώς, τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στην εσωτερική οργάνωση, στο μικρό μέγεθος και σε άλλα ενδογενή χαρακτηριστικά τόσο των επιχειρήσεων της χώρας, όσο όμως και του μεταπολεμικού σοσιαλιστικού τύπου παραγωγικού της μοντέλου, το οποίο όσο καλά θα κρατεί η χώρα θα παραπαίει.

Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα ότι οι διαρθρωτικές και άλλες πνευματικές ανεπάρκειες των ελληνικών επιχειρήσεων οφείλονται και αυτές σε υπερθετικό βαθμό στο γενικότερο περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε και λειτουργεί σήμερα το εγχώριο επιχειρείν.

Ο κρατισμός, η αντιεπιχειρηματική κουλτούρα, η δαιδαλώδης και φαύλη γραφειοκρατία, η υπερφορολόγηση και η έλλειψη καταρτισμένου προσωπικού είναι βασικά αίτια της περιορισμένης εξωστρέφειας. Σε αυτά, όμως, θα πρέπει να προστεθούν και σοβαρές οργανωτικές ανεπάρκειες των επιχειρήσεων.

Έτσι, για μεγάλο μέρος του δείγματος των 149 επιχειρήσεων τις οποίες χρησιμοποίησε η ΕΥ στην έρευνά της, η εξαγωγική τους προσπάθεια επικεντρώνεται στις σχετικά «προσιτές» χώρες των Βαλκανίων και της «γειτονιάς» μας εν γένει.

Επίσης, για την υποστήριξη των εξαγωγών τους, μόλις μία στις πέντε επιχειρήσεις του δείγματος έχει προχωρήσει στην δημιουργία παραγωγικών μονάδων στο εξωτερικό και από αυτές μόνον το 5% διαθέτει σήμερα πάνω από τέσσερις μονάδες εκτός Ελλάδος.

Επισημαίνουμε ακόμα ότι ασήμαντη είναι και η ελληνική επιχειρηματική συμμετοχή σε δίκτυα διανομής στο εξωτερικό, με δυσάρεστο αποτέλεσμα τα ελληνικά καταναλωτικά αγαθά να είναι δυσεύρετα στο εκτός Ελλάδος οργανωμένο χονδρικό και λιανικό εμπόριο.

 Αν οι Έλληνες επιχειρηματίες, κυρίως  μικρομεσαίοι, δεν αποκτήσουν εξαγωγική κουλτούρα, τίποτα το θετικό δεν πρόκειται να προκύψει. Η δε απόκτηση εξαγωγικής κουλτούρας δεν είναι θέμα κρατικών επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων.

Εξαρτάται πριν απ’ όλα από το πόσο ανοικτό ορίζοντα έχει ο ίδιος ο επιχειρηματίας για το επιχειρείν και σε ποιο βαθμό μπορεί να ενσωματώσει στην λογική του την έννοια της διεθνούς αγοράς.