Πού θα βρεθούν τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ που χρειάζεται η ελληνική οικονομία για να ανοίξει την πόρτα της ανάπτυξης και ποιοι τελικά θα τα επενδύσουν;

Οι αριθμοί, τα γεγονότα και η πραγματικότητά τους είναι πεισματάρικα. Δεν χρειάζεται υψηλός δείκτης νοημοσύνης για να το καταλάβει κανείς αυτό, απεικονίζεται στην Ιστορία.

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Σήμερα, λοιπόν, σχεδόν μία δεκαετία από την είσοδο σε ύφεση και μετά οκτώ χρόνια εφαρμογής μνημονίων και προγραμμάτων προσαρμογής, η ελληνική οικονομία ψάχνει ακόμη τον δρόμο της επιστροφής στην διατηρήσιμη ανάπτυξη. Για τους οικονομολόγους διεθνών τραπεζών και τους διαχειριστές θεσμικών χαρτοφυλακίων, η χώρα έχει ανάγκη από ένα «επενδυτικό μπουμ» ώστε να καλυφθεί το τεράστιο χρηματοδοτικό κενό στην οικονομία.

Αν τελικά το κενό αυτό δεν περιοριστεί, είτε μέσω της εισροής ξένων κεφαλαίων είτε μέσω της κινητοποίησης ελληνικών, η δυνητική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα είναι πιθανώς «μη χρηματοδοτούμενη» –κάτι που σύμφωνα με τους οικονομολόγους σημαίνει ότι θα είναι τελικά 40% χαμηλότερη από μία ανάκαμψη η οποία δεν θα είχε πρόβλημα κεφαλαίων.

Αυτή είναι η στυγνή πραγματικότητα και επιβεβαιώνεται από τα απαραίτητα ποσοτικά στοιχεία τόσο των ευρωπαϊκών θεσμών όσο και των εγχώριων πηγών.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της PwC, οι ανάγκες της οικονομίας ως το 2022 υπολογίζονται σε 270 δισεκατομμύρια ευρώ, απεικονίζοντας την αναγκαιότητα μίας επενδυτικής έκρηξης τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στις υποδομές, στην κατοικία και στον αγροτικό τομέα.

Ωστόσο, οι προβλεπόμενες ροές χρηματοδότησης υπολείπονται σημαντικά των απαιτήσεων ώστε να καλυφθεί το ποσό των 270 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία ανοδική έκρηξη την οικονομία, καθώς το κενό χρηματοδότησης υπολογίζεται στα 155 δισεκατομμύρια ευρώ. Εφόσον ακόμη και τα ξένα κεφάλαια θεωρείται απίθανο να καλύψουν το κενό, αναγκαία θεωρείται η κινητοποίηση και των ελληνικών κεφαλαίων.

Η προσέλκυση επενδύσεων προϋποθέτει, όμως, βελτίωση εμπιστοσύνης, ενεργή διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων, επιτάχυνση των επενδύσεων σε υποδομές, αναβίωση της αγοράς κατοικίας, αλλαγή της αρχιτεκτονικής του τραπεζικού συστήματος, κινητοποίηση θεσμικών ιδίων κεφαλαίων για τις ΜμΕ, αύξηση της «μαλακής» χρηματοδότησης και σταθεροποίηση του φορολογικού συστήματος.

Από την άποψη αυτή, ωστόσο, το χάσμα μεταξύ λόγων και πράξεων είναι χαοτικό. Ιδού γιατί.

Μιλώντας για τον έρωτα, ο μεγάλος Γάλλος ποιητής, δραματουργός και ακαδημαϊκός Ζαν Κοκτώ (1889-1963) είχε πει ότι «δεν είναι λόγια, αλλά πράξεις και έργα». Παραφράζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τις επενδύσεις.

Οι χώρες που θέλουν ανάπτυξη και θέσεις απασχόλησης, πρέπει πριν απ’ όλα να προσελκύουν επενδύσεις και, για να το πετύχουν, είναι αναγκασμένες να εμπνέουν εμπιστοσύνη στους επενδυτές με έργα και με πράξεις. Αυτό έκανε η Ιρλανδία, αυτό κάνουν οι Κύπριοι, οι Βούλγαροι, οι Ρουμάνοι, οι Ολλανδοί και οι Σλοβάκοι –και έτσι θα κινηθούν πολύ σύντομα και άλλες χώρες στην Ευρώπη, οι οποίες καταλαβαίνουν πώς κινούνται οι οικονομίες.

Στην Ελλάδα, διαχρονικά, πολλά λέγονται για τις επενδύσεις, κυρίως δε εσχάτως από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, αλλά τίποτα δεν γίνεται από πλευράς πράξεων.

Έτσι, όχι μόνον δεν βλέπουμε επενδύσεις αλλά χειροτερεύει και το επενδυτικό κλίμα. Από διάφορες μετρήσεις διεθνών Οργανισμών και Ινστιτούτων για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα προκύπτει ξεκάθαρα ότι η χώρα μας κατατάσσεται σε αυτές που δεν θέλουν επενδύσεις. Ακόμα χειρότερα, με μέτρα υπερφορολόγησης, δείχνει ότι είναι εχθρική προς το επενδύειν –στάση η οποία υπαγορεύεται από συγκεκριμένες αντιλήψεις, που μόνον διανοητικώς ανάπηροι επενδυτές δεν θα μπορούσαν να αντιληφθούν.

Όμως, πέρα από τις ιδεοληψίες και τις κομματικές σκοπιμότητες και ανεξαρτήτως ωραιολογιών, υπάρχει και ο ακίνητος από κάθε άποψη κρατικός μηχανισμός. Αυτός που δεν έχει ακόμα ξεπεράσει τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και αρνείται να καταλάβει ότι έχουμε μπει σε άλλη εποχή –την ψηφιακή, εν προκειμένω.

Ευνοεί έτσι την απύθμενη και διεφθαρμένη γραφειοκρατία, δημιουργεί εμπόδια, υπονομεύει την τεχνολογική ανάπτυξη, διαχέει τις ευθύνες, δεν θέλει την αξιολόγηση, απαγορεύει τις πρωτοβουλίες, αγαπά τις πελατειακές και κομματικές σχέσεις.

Η τεράστια καθυστέρηση στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων, αλλά και η κατάσταση της εκπαίδευσης, αποτελούν παραφυάδες του ίδιου προβλήματος.

Αναφορικά δε με την εγχώρια και εγκληματική πλέον γραφειοκρατία, ένα μικρό επεισόδιο στην διάρκεια της επίσκεψης του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν είναι παραπάνω από εύγλωττο και αποκαλυπτικό.

Στην συνάντηση που είχαν ο Εμμ. Μακρόν και ο Αλ. Τσίπρας με Έλληνες και Γάλλους επιχειρηματίες, ο επικεφαλής του γαλλικού πετρελαϊκού κολοσσού Total, που πρωτοστατεί στις έρευνες για πετρέλαιο στην Κύπρο και ευρύτερα στην ανατολική Μεσόγειο, εξέφρασε ανοικτά την δυσφορία του προς τον πρωθυπουργό για την αναίτια καθυστέρηση της υπογραφής σύμβασης με το ελληνικό Δημόσιο για γεώτρηση στην περιοχή του Ιονίου.

Όπως έγινε γνωστό, το κείμενο της σύμβασης –που είναι παρόμοιο με άλλα ήδη εγκεκριμένα αντίστοιχα συμβατικά κείμενα– για απροσδιόριστους λόγους παραμένει μπλοκαρισμένο.

Για τους ελληνικούς θεσμούς, για την ελληνική γραφειοκρατία, μία καθυστέρηση μηνών μπορεί να φαίνεται συνηθισμένη υπόθεση. Αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τους επιχειρηματικούς κολοσσούς που κινητοποιούν μεγάλους πόρους για να φέρουν σε πέρας σύνθετα επιχειρηματικά και επενδυτικά εγχειρήματα. Ένας χαμένος μήνας μπορεί να είναι ασήμαντος για την ελληνική γραφειοκρατία, αλλά αντιστοιχεί σε σοβαρή οικονομική απώλεια για έναν διεθνή ενεργειακό όμιλο.

Οι «εμπειρίες» αυτές δεν παραμένουν άγνωστες στην παγκόσμια επιχειρηματική κοινότητα. Καλό θα ήταν λοιπόν κάποιοι να αφήσουν τα παχειά λόγια και να δείξουν τί μπορούν να κάνουν με έργα. Από αυτά θα τούς κρίνει το τα 1,3 εκατομμύριο των ανέργων. Όλα τα άλλα είναι παρόλες φτώχειας.

Κοινός τόπος είναι ότι για να «γυρίσει» η οικονομία, απαιτούνται πάνω από 100 δισεκατομμύρια ευρώ επενδύσεις την επόμενη επταετία για να διατηρηθεί σε θετική αναπτυξιακή πορεία, επενδύσεις που στη σημερινή συγκυρία μπορούν να χρηματοδοτηθούν κυρίως από το εξωτερικό, εφόσον βέβαια η Ελλάδα καταφέρει και θελήσει κάποτε να γίνει πιο φιλική προς την επιχειρηματικότητα.