Του  Γ. Λακόπουλου

Όπως συμβαίνει πάντα η πολιτική αντιπαράθεση συσκοτίζει την πραγματικότητα και δεν επιτρέπει να αναδειχθούν τα πραγματικά δεδομένα της συγκυρίας.

Οι υψηλοί τόνοι αντιπαράθεσης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η ρητορική του έναντι του Πρωθυπουργού, το αίτημα άμεσων εκλογών, και οι απαντήσεις της κυβερνητικής πλευράς σε αντίστοιχο ύφος, περιορίζουν το έδαφος για ψύχραιμη αποτύπωση της κατάστασης.

Ο διαγκωνισμός του λαϊκισμού που κυριαρχεί πλέον στο δημόσιο βίο διαμορφώνει παραπλανητικές εικόνες για όλους, παραμορφώνει τα πραγματικά δεδομένα της χώρας και δημιουργεί λανθασμένες προσδοκίες, ανάλογα με τίνος τον φακό προσπαθεί να δει κανείς τις εξελίξεις.

Από κάποια απόσταση όμως φαίνεται καθαρά ότι η πίεση που ασκεί η ΝΔ δεν αποδίδει και πάντως δεν επηρεάζει την ουσία των πραγμάτων. Η κυβέρνηση Τσίπρα –αλλά και η χώρα συνακόλουθα- απλώς βρίσκεται ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενες εικόνες.

– Από τη μια έχει την πλήρη στήριξη των εταίρων, καθώς η υλοποίηση του Μνημονίου από την πλευρά της ακολουθεί το χρονοδιάγραμμα. Ανεξάρτητα από τις επιμέρους τριβές που κατασκευάζονται, σκόπιμα σε πολλές περιπτώσεις, γιατί εξυπηρετούν και την ελληνική κυβέρνηση και τις κυβερνήσεις των άλλων χωρών.

-Από την άλλη στο εσωτερικό μέτωπο αντιμετωπίζει την επικοινωνιακή υπεροπλία των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων. Τις φευγαλέες εντυπώσεις αμφιλεγόμενων δημοσκοπήσεων, ενώ η κατοχή των περισσότερων ΜΜΕ από παράγοντες με τους οποίους συγκρούεται πριμοδοτεί την αντιπολίτευση που εκμεταλλευόμενη αλλεπάλληλες αρνητικές συμπεριφορές κυβερνητικών παραγόντων επιδιώκει να κλονίσει την κυβερνητική σταθερότητα. Ή έστω να δημιουργήσει ανάλογη αίσθηση εντός και εκτός της χώρας.

Με ορίζοντα τετραετίας

Ωστόσο η κοινοβουλευτική πλειοψηφία παραμένει συμπαγής και η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου δεν κινδυνεύει με ανατροπή, ούτε μπορεί να την υποχρεώσει κανείς να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές.

Αντίθετα, καθώς δεν υπάρχουν ενδιάμεσες εκλογικές αναμετρήσεις στις οποίες θα μπορούσε να αποτυπωθεί η ενδεχόμενη απόκλιση συσχετισμών ανάμεσα στη Βουλή και το εκλογικό σώμα, μπορεί να εξαντλήσει την τετραετία -όπως βεβαιώνει ο Πρωθυπουργός.

Ο ίδιος άλλωστε ακολουθεί τακτική αγοράς χρόνου περιμένοντας «καλύτερες μέρες».

Αυτή η προσδοκία δεν είναι ουτοπική. Ήδη κατάφερε να περάσει τα περισσότερα και πιο κρίσιμα μέτρα του τρίτου Μνημονίου χωρίς απώλειες βουλευτών. Αυτό τον καθιστά αξιόπιστο έναντι των εταίρων –ανεξαρτήτως ιδεολογικών διαχωρισμών- και των θεσμικών παραγόντων της Ένωσης οι οποίοι του προσφέρουν κάθε δυνατή συνδρομή και δημόσια επιδοκιμασία.

Πέραν της μνημονιακής συνέπειας του Έλληνα Πρωθυπουργού, πολλοί Ευρωπαίοι παράγοντες επικροτούν ότι κρατάει ανοιχτό το μέτωπο της διαπλοκής. Έχουν γνώση των αρνητικών επιπτώσεων που είχε στις προηγούμενες περιόδους ο παρεμβατικός ρόλος των οικονομικών παραγόντων στο δημόσιο βίο σε ότι αφορά τη διασπάθιση πόρων και την διαιώνιση της διαφθοράς.

Είναι αξιοσημείωτο πως η σημερινή κυβέρνηση πιστώνεται από τους ίδιους παράγοντες ότι δεν έχει μέγαλο οικονομικό σκάνδαλο σε βάρος της μέχρι στιγμής.

Το πιο ισχυρό χαρτί του Πρωθυπουργού είναι ότι στο μέτωπο των αριθμών – είτε στις μεταρρυθμίσεις είτε στα δημοσιονομικά- ενδέχεται να πάει καλύτερα από τους προκατόχους του. Οι ρυθμοί απόδοσης της οικονομίας τείνουν προς το θετικό πρόσημο. Η ανεργία περιορίζεται ελαφρά και οι κοινοτικοί πόροι απορροφώνται. Επιπλέον, εφόσον η συζήτηση για χρέος οδηγήσει σε κάποια διευθέτηση, θα υπάρξουν περιθώρια επενδυτικής παρέμβασης του κράτους υπέρ της ανάπτυξης.

Σε γενικές γραμμές ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκεται μέσα στο πλάνο του Μνημονίου, αλλά και στο άτυπο πολιτικό σχέδιο που συναποδέχτηκε με το ευρωπαϊκό διευθυντήριο για την υπό επιτήρηση επιβίωση της Ελλάδας εντός της Ευρωζώνης και τους χειρισμούς στο προσφυγικό.

Από όλα αυτά προκύπτει ότι η κυβέρνηση καθόλου δεν «τελειώνει όπου νάναι», όπως διατείνεται η αντιπολίτευση και κάποιοι διατεταγμένοι υποστηρικτές της, ή τα ελεγχόμενα από ολιγάρχες ΜΜΕ.

Αντίθετα έχει πολλά περιθώρια να βελτιώσει τη θέση της, αν ο Πρωθυπουργός βρει τρόπο να αλλάξει τη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου αξιοποιώντας νέα αξιόλογα πρόσωπα. Και αν συντονίσει τις δραστηριότητες του κυβερνητικού μηχανισμού για την αξιοποίηση της κοινοτικής συνδρομής και εκκίνηση κάποιων επενδυτικών προγραμμάτων, όπως το Ελληνικό.

Ο φαύλος κύκλος των προβλημάτων

Από την άλλη πλευρά υπάρχουν πλήθος αρνητικών φαινομένων και εγγενείς δυσχέρειες που δυσκολεύουν την κυβερνητική πορεία και αποδυναμώνουν όσα βήματα έχουν γίνει ως τώρα.

Το πρώτο είναι πολιτικού χαρακτήρα, είναι διαρκές και αφορά τη δυσφορία που προκαλεί στον ευρωπαϊκό χώρο η σύμπραξη του Αλέξη Τσίπρα με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Ειδικά οι Ευρωσοσιαλιστές, που επιδιώκουν να εντείνουν τη συνεργασία τους με τον ΣΥΡΙΖΑ και να τον εντάξουν τελικά στις γραμμές τους -εφόσον απαλλαγεί από τον σημερινό εταίρο του- δυσκολεύονται να κατανοήσουν αυτή την ετερόκλιτη συμμαχία.

Μεγάλο πρόβλημα είναι για την κυβέρνηση η διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια από την εφαρμογή του νέου κύματος μέτρων στα πλαίσια του Μνημονίου. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις τιμές, την περαιτέρω συρρίκνωση των εισοδημάτων και την υψηλή φορολογία –που συνεχίζει να μην αποδίδει τα αναμενόμενα.

Παρ’ ότι αυτή η δυσαρέσκεια ήταν αναμενόμενη και ως τώρα δεν εμφανίζεται με οργανωμένες μαζικές αντικυβερνητικές εκδηλώσεις ή παρατεταμένες απεργιακές κινητοποιήσεις, κλονίζει τις σχέσεις του κυβερνώντος κόμματος με τα μεσαία στρώματα .

Επίσης περιορίζει την ακτινοβολία του στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο στον οποίο σκοπεύει να κυριαρχήσει και δίνει εύκολα όπλα στην αντιπολίτευση, παρά το συνεχιζόμενο ιμπέριουμ του Αλέξη Τσίπρα έναντι του βασικού αντιπάλου του.

Μειονέκτημα της κυβερνητικής πολιτικής είναι ακόμη ότι παρά την υλοποίηση του Μνημονίου δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα διάθεση ξένων επενδυτών να εντάξουν στους σχεδιασμούς τους την Ελλάδα, αλλά ούτε και οι εγχώριοι κεφαλαιούχοι δείχνουν πρόθυμοι να επενδύσουν.

Η συνεχιζόμενη επιφυλακτικότητα αποδίδεται από τη μια στην απουσία συνολικού σχεδίου υπέρβασης της κρίσης – ευρύτερου του Μνημονίου -και από την άλλη στις παραδοσιακές αδυναμίες της  χώρας. Όπως είναι η απουσία σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος, η πλημμελής λειτουργία της διοίκησης και της Δικαιοσύνης, η υπολειτουργία των υποδομών και τα προβλήματα διαφάνειας.

Σε πολλές περιπτώσεις τα πράγματα επιδεινώνονται σ’ αυτούς τους τομείς από τα εμφανή ελλείμματα διακυβέρνησης και τρέχουσας διαχείρισης πολλών κυβερνητικών παραγόντων.

Το μετέωρο βήμα του πελαργού

Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι κυβέρνηση βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί, αλλά αντέχει. Από τη μια πλευρά ενισχύει όλο και περισσότερο τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της και τη συνεργασία της με τους εταίρους και δανειστές, αλλά και με τον υπερατλαντικό παράγοντα.

Από την άλλη όμως δυσκολεύεται να προχωρήσει στο επόμενο βήμα στα βασικά μέτωπα της πολιτικής της. Όπως είναι η δημοσιονομική σταθερότητα, η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, η εξυγίανση του πολιτικού συστήματος με τον περιορισμό των παρεμβάσεων της οικονομικής εξουσίας στην πολιτική ζωή και η ανακούφιση των αδύναμων ομάδων της κοινωνίας –αλλά και των μικρομεσαίων στρωμάτων-που πλήττονται από τις συνέπειες της παρατεταμένης κρίσης.

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει σε ποια πλευρά θα γείρει η πλάστιγγα των εξελίξεων, καθώς ούτε η κυβερνητική ανάκαμψη προεξοφλείται με βεβαιότητα από κανένα ούτε η αντιπολίτευση δείχνει στοιχεία εναλλακτικής λύσης.

Το μετέωρο βήμα του πελαργού είναι το πιο βασανιστικό χαρακτηριστικό της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης.

ΠΗΓΗ: http://www.anoixtoparathyro.gr/