Σε μία κρίσιμη περίοδο ανακατατάξεων στην ΝΑ Ευρώπη και στην Μέση Ανατολή, δεν στερείται ενδιαφέροντος η περίπτωση της Ελλάδας ως γεωπολιτικού και γεωγραφικού παράγοντα...
Του Robert T. Kaplan*
Όταν κάτοικοι μίας χώρας σε ποσοστό 30% πιστεύουν ότι ψεκάζονται και γι’ αυτό βρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση, τότε υπάρχει πρόβλημα –το οποίο κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει, εντός και εκτός Ελλάδος. Υπό αυτή την έννοια, η Ελλάδα αποτελεί περίπτωση. Τόσον από γεωγραφικής, όσο και από γεωπολιτικής πλευράς. Ιδιαίτερα δε σήμερα, που η ΝΑ Ευρώπη βράζει.
Η Ελλάδα γέννησε την έννοια της Δύσης και εκεί η έννοια αυτή θα γνωρίσει το τέλος της. Η Δύση, ως ανθρωπιστικό ιδεώδες, εμφανίστηκε στην αρχαία Αθήνα. Σήμερα είναι μία χριστιανική –αλλά και ελληνορθόδοξη– χώρα, πιο κοντά στην Ρωσία παρά στην Δύση. Εφηύρε την δυτική δημοκρατία, αλλά για περισσότερο από μία χιλιετία υπήρξε δέσμια της βυζαντινής και της οθωμανικής δεσποτείας.
Η σύγχρονη Ελλάδα υποφέρει από την διττή αυτή κληρονομιά. Σε μία σύγχρονη αναπαράσταση των Περσικών Πολέμων, η στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οδήγησε σε σημαντική ελληνική ήττα και στην φυγή των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, ενισχύοντας την φτώχεια της μητρόπολης.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε εξ ίσου καταστροφικός, όπως και ο Εμφύλιος. Η χώρα διοικήθηκε από ιδιαίτερα βίαιη στρατιωτική δικτατορία και, παρότι το ολυμπιακό ιδεώδες γεννήθηκε και αυτό στην Ελλάδα, η χώρα δεν μπόρεσε να διοργανώσει τέτοιους αγώνες παρά το 2004, ενώ η δαπάνη της διοργάνωσης συνέβαλε στην εξασθένηση της εθνικής οικονομίας.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η πιο ασθενής οικονομία της ΕΕ δεν είναι τυχαίο, καθώς η οικονομική και πολιτική εξέλιξη της χώρας φέρει τα ανεξίτηλα σημάδια της Ανατολής. Σχεδόν το 75% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι οικογενειακές, καθιστώντας ανέφικτη την αξιοκρατία.
Η φοροδιαφυγή είναι ενδημική. Η οικονομία πάσχει από βαθύ έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, ενώ η ελληνική οικονομία είναι βασισμένη στον τουρισμό.
Αν και τα γνωρίσματα αυτά έχουν να κάνουν με εσφαλμένες πολιτικές επιλογές των τελευταίων ετών και δεκαετιών, αποτελούν επίσης προϊόντα της ιστορίας και των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων.
Η πολιτική υπανάπτυξη είναι ένα άλλο πρόβλημα. Τα ελληνικά κόμματα του 20ου αιώνα διακρίθηκαν για τον πατερναλισμό και τον προσωποπαγή τους χαρακτήρα.
Τα κόμματα της χώρας υπήρξαν, άλλωστε, και αυτά οικογενειακές επιχειρήσεις, πάντα πρόθυμες να πολιτικοποιήσουν ακόμη και τις κατώτατες βαθμίδες της κρατικής γραφειοκρατίας χάρη στην πολιτική αθρόων προσλήψεων.
Αντί να διαθέτει ένα μετριοπαθές αριστερό κόμμα και έναν σύγχρονο συντηρητικό πολιτικό σχηματισμό, η Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ανέδειξε ένα κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, που ανέπτυξε φιλίες με αραβικά καθεστώτα, όπως αυτό του Χαφέζ αλ Άσαντ στην Συρία και του Καντάφι στην Λιβύη, καθώς και ένα κάπως αντιδραστικό κόμμα, την ΝΔ. Η μετατόπιση αυτών των δύο κομμάτων προς το Κέντρο αποτελεί σχετικά πρόσφατο φαινόμενο.
Η ίδρυση του τελευταίου ακροαριστερού κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ, και η είσοδος της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής στην Βουλή, απηχούν το ψυχροπολεμικό παρελθόν της Ελλάδας.
Ειρωνεία αποτελεί, όμως, το γεγονός ότι, αν και τα κόμματα αυτά ευνοήθηκαν κατ’ εξοχήν από την κρίση, η ενδεχόμενη υποχώρηση της δημοτικότητάς τους στις επερχόμενες εκλογές θα σηματοδοτούσε την απόρριψη ενός εξτρεμισμού από το εκλογικό σώμα της χώρας και την μετατόπισή της προς τον πολιτικό εκσυγχρονισμό.
Υπάρχει μία τάση στην Δύση που κάνει τους ηγέτες της να εκφράζουν την απογοήτευσή τους για την Ελλάδα. Η στάση αυτή είναι, όμως, άκρως υποκριτική. Όταν η Ελλάδα εισήλθε στην ΕΕ το 1981 η οικονομία της ήταν εμφανώς ανέτοιμη –με τις Βρυξέλλες να λαμβάνουν μία πολιτική απόφαση όπως έκαναν και το 2002, όταν έδιναν το «πράσινο φως» για την είσοδο της Αθήνας στο ευρώ.
Και στις δύο περιπτώσεις, η πραγματικότητα απορρίφθηκε προς χάρη μίας αφηρημένης, νοσταλγικής ιδέας της Ευρώπης που θα εκτεινόταν από την Ιβηρική μέχρι την ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα της δεκαετίας του 1980 (όπου διέμεινα για 7 χρόνια) θα μπορούσε να έχει αξιοποιήσει τα ευρωπαϊκά κεφάλαια για να μεταρρυθμίσει την οικονομία της. Αντ’ αυτού, ο Ανδρέας Παπανδρέου χρησιμοποίησε τα χρήματα της ΕΕ για να διογκώσει τις τάξεις των γραφειοκρατών. Η Ελλάδα παρέμεινε έτσι υπανάπτυκτη, ενώ τα αμαρτήματα του ακροαριστερού Ανδρέα ταλαιπώρησαν τον καλοπροαίρετο γυιο του Γιώργο.
Η Δύση ζητεί σήμερα η Ελλάδα να μείνει εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ακόμη και αν εγκαταλείψει το ευρώ.
Το γεγονός, όμως, ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει το φάσμα της φτώχειας, μπορεί να οδηγήσει την Αθήνα σε γεωπολιτική μετατόπιση –προσφέροντας, για παράδειγμα, ναυτικές βάσεις στην Ρωσία ή επεκτείνοντας περαιτέρω τον επενδυτικό ρόλο της Κίνας, που ήδη έχει αναλάβει σημαντικές επενδύσεις στην Ελλάδα.
Με άλλα λόγια, από γεωπολιτική σκοπιά, η Ελλάδα θα συνεχίσει να απασχολεί την Δύση για πολλά χρόνια ακόμη.
*Συγγραφέας του βιβλίου «The Revenge of Geography», πολιτικός αναλυτής στο Δίκτυο Stratfor