Η τάση αυτή μπορεί επίσης να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι οι προσδοκίες για αλλαγή κατά μία έννοια προδόθηκαν τόσο το 2004 όσο και το 2015.
Του Αντώνη Κεφαλά
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις με τις πράξεις του ο πολιτικός κόσμος βρέθηκε σε αναντιστοιχία με τις ελπίδες της κοινωνίας.
Από μία άποψη ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκει έτσι ένα «απόθεμα» βούλησης για αλλαγή κι αυτό αποτελεί, στην παρούσα φάση, το μεγάλο του πλεονέκτημα.
Ταυτόχρονα, όμως, και τον μεγάλο του κίνδυνο: αν εκμεταλλευτεί την συγκεκριμένη συγκυρία θα μπορέσει να αντιμετωπίσει χρόνιες δομικές αδυναμίες κυρίως του κράτους.
Αντίθετα, μία νέα, τρίτη, αποτυχία στην προσπάθεια να συγκεραστούν οι θέσεις και πράξεις του πολιτικού προσωπικού με το κοινωνικό σύνολο θα δημιουργήσει συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης.
Το ξεκίνημα της κυβέρνησης (πέρα από το μήνυμα της έγκαιρης προετοιμασίας) δείχνει ότι ο νέος πρωθυπουργός και το επιτελείο του έχει κατανοήσει τόσο αυτές τις ειδικές συνθήκες που διέπουν τους καιρούς μας όσο και τον περιοριστικό παράγοντα του χρόνου: η κυβέρνηση μπορεί (και έχει) πλάνο τετραετίας αλλά, πολύ ορθά, κινείται και δρα ωσάν να έχει περιθώριο περίπου εξαμήνου.
Επιδιώκει, δηλαδή, να δημιουργήσει άμεσα ένα νέο οργανωτικό σε επίπεδο διοίκησης περιβάλλον μέσα στο οποίο θα υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις και θα εφαρμόσει την οικονομική πολιτική της.
Ο συγκεντρωτισμός για τον οποίον κατηγορείται δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μεθοδευμένη προσπάθεια να περιοριστεί η τεράστια διάχυση αρμοδιοτήτων στην δημόσια μηχανή – κατάσταση που ευνοούσε τόσο την ενδημική ανευθυνότητα όσο και την εκτεταμένη διαφθορά.
Από την άποψη αυτή, τούτο μπορεί να θεωρηθεί πως αποτελεί το πρώτο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής: η δημιουργία, δηλαδή, εκείνου του λειτουργικού περιβάλλοντος που θα διευκολύνει την αποτελεσματική εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής.
Το δεύτερο επίπεδο επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων που κληροδότησε η προηγούμενη κυβέρνηση: από το να αποτελεί η ΔΕΗ το μεγαλύτερο συστημικό κίνδυνο της οικονομίας και την ανείπωτη ταλαιπωρία των πολιτών στο Μάτι μέχρι την εγκληματική καθυστέρηση στην απορρόφηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ και την απόλυτη μη λειτουργικότητα της πολιτικής προστασίας.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό επικεντρώνεται και η ευρύτερη προσπάθεια ανασύνταξης των θεσμών που η προηγούμενη κυβέρνηση είτε είχε κομματικοποιήσει (Επιτροπή Ανταγωνισμού, Επιθεώρηση Δημόσιας Διοίκησης) είτε – όταν δεν μπορούσε—τους οδήγησε σε αχρηστία (Συνήγορος του Πολίτη, ΕΡΣ) – για να μην αναφερθούμε στο επώδυνο και άκρως επικίνδυνο για μία πραγματική δημοκρατία θέμα των παρεμβάσεων στην Δικαιοσύνη.
Στο τρίτο και αμιγώς οικονομικό επίπεδο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνειδητοποίησε από την πρώτη στιγμή ότι τα χέρια του είναι σε μεγάλο βαθμό δεμένα. Λόγω ευρώ συναλλαγματική πολιτική δεν υπάρχει. Νομισματική πολιτική δεν μπορεί να ασκήσει—αυτή καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Σε επίπεδο ιδεολογίας, εξάλλου, διαφορές με την Τράπεζα της Ελλάδος και τον Διοικητή της Γιάννη Στουρνάρα δεν έχει. Ούτε και θα άφηνε ποτέ το γραφείο του ή κάποιον υπουργό ή σύμβουλό του να παρασυρθεί στο θεσμικό ατόπημα της επίθεσης στην κεντρική τράπεζα και στην καταδικασμένη εκ των προτέρων επιδίωξη περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης της.
Στην δημοσιονομική πολιτική το υποχρεωτικό πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ επίσης δένει τα χέρια. Και, πολύ ορθά, ο Μητσοτάκης επέλεξε να μην θέσει από την πρώτη στιγμή θέμα μείωσης του, αναγνωρίζοντας ότι θα ερχόταν έτσι σε άμεση σύγκρουση με το ιερατείο των Βρυξελλών και το Βερολίνο.
Περιορίστηκε, λοιπόν, στην εκμετάλλευση των λίγων βαθμών ελευθερίας που του άφησε η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργεί υπερπλεονάσματα. Πολιτική που υπαγορεύτηκε από ιδεολογικά και κομματική κριτήρια: η υπερφορολόγηση αφενός μεν κατέστρεφε την μεσαία τάξη, αφετέρου δε τρομοκρατούσε όλους τους πολίτες.
Στην συνέχεια, όμως, με την επιλεκτική διανομή επιδομάτων (θα) δημιουργούσε κομματικούς οπαδούς. Η πολιτική αυτή όχι μόνο καταρράκωσε τις δημόσιες επενδύσεις σε βάρος της ανάπτυξης αλλά, όπως απέδειξαν οι εκλογές, απέτυχε στον κύριο στόχο της κομματικής αιχμαλωσίας. Σχεδόν πέτυχε, όμως, τον στόχο της εξαφάνισης της μεσαίας τάξης –και πάλι σε βάρος της ανάπτυξης.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, οι λελογισμένες φορολογικές ελαφρύνσεις που έδωσε και θα δώσει η κυβέρνηση επιδιώκουν να τονώσουν κάπως την εσωτερική ζήτηση και να βελτιώσουν την οικονομική καθημερινότητα, αλλά πάντως δεν επιδιώκουν να φέρουν την μόνιμη ανάπτυξη.
Διότι, η νέα κυβέρνηση δείχνει να έχει αναγνωρίσει τους πέντε σημαντικούς παράγοντες που εμποδίζουν την αύξηση της ευμάρειας σε όφελος του κοινωνικού συνόλου: την καθυστέρηση στην επίλυση διαφορών, την έλλειψη σταθερού φορολογικού συστήματος, την γραφειοκρατία, την εξαιρετικά χαμηλή εσωτερική αποταμίευση και το ρημαγμένο τραπεζικό σύστημα.
Και ως προς το τελευταίο, θα περάσει τουλάχιστον μία τριετία μέχρι να μπορέσει να ολοκληρώσει την αναδιάρθρωση των ισολογισμών του και να υιοθετήσει σύγχρονα εργαλεία στήριξης τη σύγχρονης επιχειρηματικότητας—γεγονός που ο Μητσοτάκης δείχνει να αναγνωρίζει οπότε και να το «παρακάμπτει» -- με την έννοια που δεν έχει υψηλές προσδοκίες ως προς την συνεισφορά του στην ανάπτυξη στην παρούσα φάση.
Με την έννοια αυτή η οικονομική πολιτική Μητσοτάκη ουσιαστικά δεν είναι ούτε δημοσιονομική ούτε συναλλαγματική ούτε νομισματική: είναι διαρθρωτική με ίσως απώτερο στόχο την αναδιάταξη του προτύπου ανάπτυξης.
ΟΙ ενδείξεις ως προς τούτο είναι αρκετά σαφείς. Για την γραφειοκρατία, μιλήσαμε πιο πάνω. Για τις επενδύσεις κανείς δεν μπορεί να πιστεύει ότι με το ξεκίνημα στο Ελληνικό και την προώθηση των σχεδίων της Cosco στον Πειραιά η οικονομία θα… απογειωθεί.
Αυτές είναι κυρίως αντιπροσωπευτικές κινήσεις που σηματοδοτούν ευρύτερες κατευθύνσεις και στόχους: την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό.
Διότι, χωρίς την εισροή ξένων άμεσων (και όχι έμμεσων) επενδύσεων –αυτών που χαρακτηρίζονται ως greenfield investments – η ελληνική οικονομία δεν έχει τα απαραίτητα κεφάλαια για ταχύρρυθμη (τουλάχιστον 3%-4%) ανάπτυξη.
Και η νέα κυβέρνηση θέλει να αποδείξει ότι και θέλει τις ξένες επενδύσεις και μπορεί να τις υποδεχτεί.
Ταυτόχρονα, προχωρούν οι διεργασίες και διαδικασίες για την υιοθέτηση σταθερού φορολογικού πλαισίου ( η μελέτη του Ν2687/53 θα οδηγούσε ίσως σε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα ως προς την σιγουριά που θέλουν οι ξένοι) καθώς και η ίδρυση μηχανισμών για την ταχύτερη και ποιοτικά βελτιωμένη επίλυση οικονομικών διαφορών από την δικαιοσύνη.
Το στοίχημα είναι μεγάλο. Πρώτα και κύρια διακυβεύεται η τύχη του ελληνικού εκσυγχρονισμού: αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποτύχει η χώρα μας θα χάσει οριστικά το τραίνο της νέας οικονομίας με ανεπανόρθωτες ζημιές για την κοινωνία – η οποία θα πρέπει τότε να μάθει να ζει μόνιμα στο περιθώριο των παγκόσμιων οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων.
Χωρίς βιομηχανία, χωρίς γεωργία, με υποβαθμισμένο τουρισμό, αρνητικές δημογραφικές εξελίξεις και απ’ άπειρο δέσμιοι των δανειστών μας θα βλέπουμε την οικονομία και την κοινωνία της γνώσης να περνά μπροστά μας ενώ εμείς απλά θα κοιτάμε.