Να υποθέσουμε ότι σε κάποια χώρα (συνέπεια μηνύσεως του θύματος) οι θύτες κατηγορούμενοι για κακούργημα, ύστερα από τριετή προδικασία (προκαταρκτική εξέταση-κύρια ανάκριση) παραπέμπονται τελικά από τον εισαγγελέα να δικαστούν σε πρώτο βαθμό στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων (λόγω της σοβαρότητος του αδικήματος).

Του Λάμπρου Γ. Ροϊλού

Η υπόθεση όμως παρά τα τρία χρόνια επεξεργασίας της από 3 εισαγγελείς που προέκριναν την συνέχιση της κακουργηματικής κατηγορίας και από τους ανακριτικούς υπαλλήλους, δεν θα δικαστεί άμεσα από το δικαστήριο αυτό.

Πρέπει προηγουμένως να εισαχθεί σε τριμελές Δικαστικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από (κατώτερους τη τάξει δικαστές) Πλημμελειοδίκες.

Οι τελευταίοι όμως, (προς έκπληξη πάντων) απαλλάσσουν τους θύτες/ κατηγορούμενους από την κατηγορία. Και δεν φτάνει μόνο αυτό. Ενώ ο εισαγγελέας και οι θύτες/ κατηγορούμενοι -αν είχε γι' αυτούς εκδοθεί από το Συμβούλιο παραπεμπτική απόφαση- θα είχαν το δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης αυτής, το θύμα (ο πολιτικός ενάγων) δεν έχει το δικαίωμα αυτό της έφεσης για την απαλλακτική απόφαση που εξεδόθη.

Τι θα είχατε να πείτε για την απονομή (της υπό ευρεία έννοια -νομοθετικής και δικαστικής-) Δικαιοσύνης στη χώρα αυτή; Όπου ο θύτης τίθεται υπεράνω του θύματος;

Σε ποια χώρα θα πήγαινε το μυαλό σας ότι μπορεί να συμβαίνει αυτό;

Μήπως σε χώρα της υποσαχάριας Αφρικής; Μήπως σε χώρα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης; Ή μήπως σε κάποια δικτατορία της Λατινικής Αμερικής;

Όχι, καλά το υποψιαστήκατε από την αρχή. Δυστυχώς συμβαίνει στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (1/7/2019).

Πριν από αυτήν το θύμα είχε το ίδιο δικαίωμα με τον θύτη (για κακούργημα) να προσβάλλει με έφεση την απόφαση του Συμβουλίου των Πλημμελειοδικών ενώπιον του Συμβουλίου των Εφετών (παλαιά άρθρα 477 και 480 Κ.Ποιν.Δικονομίας).

Η νέα δικονομία με το άρθρο 477 καταργεί αυτό το δικαίωμα, καταργώντας ουσιαστικά και τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας για το θύμα, σε κατάφωρη παραβίαση άρθρων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ (όπως θα εξηγηθεί ειδικότερα πιο κάτω).

Η πιο πάνω υπόθεση δεν επινοήθηκε «καθ’ υπόθεσιν» (δηλαδή υποθετικά), αλλά βασίζεται σε πρόσφατα πραγματικά δεδομένα. Αφορούσε κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας από εκδότη βιβλίου που σε συμφωνία με εκπροσώπους γνωστής εφημερίδας κυκλοφόρησαν με το φύλλο της εφημερίδα τους σαν προσφορά βιβλίο, χωρίς την άδεια του συγγραφέα και εν αγνοία του, σε χιλιάδες αντίτυπα πανελλαδικά.

Το γεγονός της ευρείας κυκλοφορίας του βιβλίου αυτού σε «εμπορική κλίμακα» συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, διωκόμενη σε βαθμό κακουργήματος, σύμφωνα με το νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας άρθρο 66 Ν. 2121/1993 με ποινές «κάθειρξης μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή 5 έως 20 εκατομμυρίων δραχμών, καθώς και αφαίρεση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης».

Η απαλλακτική απόφαση για τους εκπροσώπους της εφημερίδας βασίσθηκε σε ένα έγγραφο μεταξύ των θυτών/κατηγορουμένων (εκδότη και εφημερίδας) ότι ο εκδότης διατηρούσε τα συγγραφικά δικαιώματα. Αυτό σημειωτέον μετά από είκοσι σχεδόν χρόνια από την αρχική έκδοση του βιβλίου.

Βάσει της αρχικής εγγράφου συμφωνίας εκδότη-συγγραφέα τα δικαιώματα αυτά επέστρεφαν στον συγγραφέα ύστερα από δέκα χρόνια εκμετάλλευσης από τον εκδότη.

Επιπλέον και σημαντικότερο είναι ότι σύμφωνα με τον νόμο, αν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία τα δικαιώματα επιστρέφουν στον συγγραφέα μετά πέντε χρόνια!! Αυτό το γνώριζαν οι εκπρόσωποι της εφημερίδας διότι μεταξύ των σκοπών της εταιρίας που εκδίδει την εφημερίδα ήταν και η έκδοση βιβλίων!

Παρ’ όλα αυτά δεν επεδίωξαν να έχουν καμία (έστω και τηλεφωνική) επικοινωνία με τον συγγραφέα πριν το κυκλοφορήσουν στην εφημερίδα για προφανείς λόγους. Ο (τελών υπό ουσιαστική κατάστασιν πτωχεύσεως εκδότης) παραπέμπεται.

Πέραν της εσφαλμένης (πόθεν επηρεασμένης;) πιο πάνω απόφασης σε 1ο βαθμό του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που αφήνει σοβαρά ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας του θύματος, τίθεται και θέμα αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 477 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τους εξής λόγους:

Αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος και την σε αυτό βασιζόμενη αρχή της αναλογικότητας, διότι για την υπεράσπιση του δικαιώματος του κατηγορουμένου δεν είναι απαραίτητο, αντιθέτως είναι υπερβολικό να στερείται ο παθών του δικαιώματος του της σε 2ο βαθμό προσφυγής, το οποίο αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο.

Επίσης ο αποκλεισμός του θύματος από οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας σύμφωνα με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αντιβαίνει σε βασικές διατάξεις της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου).

Θα μου πείτε εδώ βοά το Πανελλήνιο για την μη αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής με την προσήκουσα αυστηρότητα λόγω αλλαγής των ποινικών διατάξεων του 2019, θα νοιαστούμε για το πιο πάνω ήσσονος σημασίας θέμα της δικονομικής ελλειπούς προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας; Η απάντηση εξαρτάται από το ύψος του πολιτισμού και του κράτους δικαίου, που θέλουμε σαν χώρα να έχουμε.

Συμπέρασμα

Θα πρέπει να αλλάξει η πιο πάνω διάταξη 477 Κ.Ποιν.Δικον. μαζί με πολλές άλλες διατάξεις των νέων ποινικών κωδίκων που ευνοούν σκανδαλωδώς τους εγκληματούντες και με αυτό τον τρόπο υπονομεύουν την αποτροπή μελλοντικών εγκλημάτων, την εμπιστοσύνη των πολιτών στην απονομή της δικαιοσύνης , αλλά και εν γένει την δημόσια τάξη.

Ιδιαίτερα αν αποβλέπουμε σε επενδύσεις όπως αυτές της Microsoft και της Amazon η νομική και δικονομική διασφάλιση των πνευματικών δικαιωμάτων των εταιρειών αυτών σε κάθε επίπεδο, θα πρέπει να είναι εκ των ων ουκ άνευ.

* Ο Λάμπρος Γ. Ροϊλός είναι συντ δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω-συγγραφέας-ερευνητής.