Τα τελευταία χρόνια, ο ακαδημαϊκός χάρτης της χώρας αποτέλεσε αντικείμενο άναρχης, αυθαίρετης, άκριτης αναδιάταξης με συμβιβασμούς, εξυπηρετήσεις συμφερόντων και πολιτικών σκοπιμοτήτων, με κοντόφθαλμο στρατηγικό σχεδιασμό και έλλειψη μελετών σκοπιμότητας και βιωσιμότητας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πανεπιστημιακά τμήματα στο παρά πέντε της ψήφισης νομοθετημάτων με βουλευτικές τροπολογίες, με μόλις δύο προτάσεις αιτιολόγηση.

Σήμερα, η αναγκαιότητα για μια σύγχρονη, λειτουργική και αποτελεσματική ανεξάρτητη Αρχή που θα διαμορφώνει την εθνική στρατηγική για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα αξιολογεί, πιστοποιεί και διασφαλίζει την ποιότητα προγραμμάτων σπουδών και Ιδρυμάτων, είναι πιο επιτακτική από ποτέ.

Του Γιώργου Καψιώχα*

Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει με το νόμο 4653/2020 που ψηφίστηκε αυτές τις ημέρες στη Βουλή η ίδρυση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) με την κατανομή του 20% της τακτικής χρηματοδότησης στα ΑΕΙ βάσει δεικτών ποιότητας και επιτευγμάτων κάθε ιδρύματος να συνιστά μία πραγματική μεταρρυθμιστική τομή.

Η ΕΘΑΑΕ έχει νέες διευρυμένες αρμοδιότητες στον σχεδιασμό του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας καθώς και στην κατανομή του κρατικού προϋπολογισμού στα πανεπιστημιακά ιδρύματα.

Αποτελεί κοινή διαπίστωση η προσπάθεια που γίνεται από τη νέα κυβέρνηση και την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για αλλαγή νοοτροπίας στον χώρο της εκπαίδευσης: πλέον υλοποιούνται πολιτικές με την απαιτούμενη προηγούμενη τεκμηρίωση και σχεδιασμό, με αντικειμενικούς δείκτες, κριτήρια ποιότητας και επιβράβευσης της προσπάθειας.

Μέχρι τώρα ίσχυε το εξής παράλογο, ο εκάστοτε Υπουργός Παιδείας μπορούσε να διανείμει την κρατική χρηματοδότηση σε όποια πανεπιστημιακά ιδρύματα ήθελε και με όποια αναλογία ήθελε. Με άλλα λόγια υπήρχε η δυνατότητα όλος ο κρατικός προϋπολογισμός να καταλήξει σε ένα Πανεπιστήμιο απλά με τη θέληση του Υπουργού Παιδείας.

Με το νόμο 4653/2020 που ψηφίστηκε εισήχθησαν αντικειμενικά κριτήρια για το 80% της τακτικής χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων και αξιολόγηση βάσει δεικτών ποιότητας, τους οποίους τα ίδια τα Ιδρύματα θα επιλέγουν, για την κατανομή του υπόλοιπου 20%.

Με το νέο νομοσχέδιο θα εξετάζεται, επίσης, αν τα ΑΕΙ πληρούν ποιοτικές προϋποθέσεις για να οργανώνουν προγράµµατα σπουδών α’, β’ και γ΄ κύκλου, θα πιστοποιούνται προγράμματα σπουδών και πριν την έναρξη λειτουργίας ενός τμήματος, ενώ προβλέπονται θεματικές και συγκριτικές αξιολογήσεις των Ιδρυμάτων σε κρίσιμα πεδία, όπως η ηλεκτρονική μάθηση, η εξωστρέφεια, η πρόσβαση των ατόμων µε αναπηρία.

Προβλέπεται, δε, αυτοτελής αξιολόγηση των ερευνητικών κέντρων των ΑΕΙ. Τίποτε από τα παραπάνω δεν γινόταν από την προηγούμενη Αρχή.

Όσον αφορά στην αναγνώριση τίτλων σπουδών και επαγγελματικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στην αλλοδαπή ή από ιδρύματα της αλλοδαπής (άρθρο 50), για το οποίο έγινε τόσος ντόρος από την Αντιπολίτευση, αξίζει να σημειωθεί ότι η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, στην Έκθεσή της, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να αναγνωρίζουν τις επαγγελματικές ικανότητες, τις οποίες πιστοποιεί τίτλος σπουδών που έχει αποκτηθεί σε άλλο κράτος-μέλος, απορρέει ευθέως από το Ευρωπαϊκό δίκαιο και ειδικότερα στις διατάξεις που προστατεύουν την ελευθέρια κυκλοφορίας των εργαζομένων και την ελευθερία εγκατάστασης.

Για την αποκατάσταση της αλήθειας, ο ΣΥΡΙΖΑ που εν έτη 2020 είναι τόσο αντίθετος με αυτή τη ρύθμιση προφανώς ξεχνάει ότι στα χρόνια της διακυβέρνησης του, εφάρμοσε κανονικά την Ευρωπαϊκή Οδηγία, αναγνωρίζοντας ως όφειλε το δικαίωμα στους κατόχους τίτλων σπουδών και επαγγελματικών δικαιωμάτων, που έχουν αποκτηθεί στο εξωτερικό ή από κάποιο ίδρυμα που συνεργάζεται με το εξωτερικό, να συμμετέχουν κανονικά στις προκηρύξεις του ΑΣΕΠ.

Συμβαίνει το εξής παράδοξο δηλαδή, διαφωνούν με το νέο νόμο, ο οποίος αποτελείται από όσα έκαναν τα τελευταία 4 χρόνια οι ίδιοι σύμφωνα με την οδηγία του Ευρωπαϊκού δικαίου.

Παράλληλα άλλες διατάξεις του νόμου 4653/2020 αφορούν στο Κρατικό Πιστοποιητικό Πληροφορικής το οποίο θα αποκτάται κατόπιν εξετάσεων, στην Αυτονομία των σχολείων ως προς την οργάνωση των μαθητικών εκδρομών, με αποτέλεσμα οι σχολικές εκδρομές να είναι απλά θέμα του σχολείου με ευχέρεια να πραγματοποιούνται περισσότερες της μιας  ημερήσιων σχολικών εκπαιδευτικών εκδρομών, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από την εξέλιξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας και την ανάγκη εμπλουτισμού των εκπαιδευτικών δράσεων, προς αναβάθμιση του προσφερόμενου εκπαιδευτικού έργου και τέλος στην Προστασία της πολύτεκνης οικογένειας, με την ένταξη των πολύτεκνων εκπαιδευτικών σε ειδικές κατηγορίες, οπότε και θα μετατίθενται κατά προτεραιότητα και από περιοχή σε περιοχή, αλλά και εντός της ίδιας περιοχής.

*Τομεάρχης Παιδείας και Διά Βίου Μάθησης ΟΝΝΕΔ