Είναι η γυναίκα που κουβάλησε στις πλάτες της, όχι μόνο μια βαριά παράδοση αλλά και μια αιωνόβια ζωή. Τη ζωή και τον ένδοξο πολιτισμό όλης της Ηπείρου.
Της Κατερίνα Σχισμένου*
Γεννημένη και μεγαλωμένη στις πιο δύσκολες συνθήκες, επιβίωσε και επιβιώνει με το χαμόγελο της πιο λαμπρής μέρας και του πιο μεγαλειώδους τοπίου γιατί μ’ αυτό έχει ζυμωθεί, σ’ αυτό εκπέμπει και δίνει υψηλά μαθήματα ήθους και αξιοπρέπειας.
Κάπως έτσι συναντήσαμε την Λαμπρινή Λιάπη από την Μεγαλόχαρη Άρτας, και συγκεκριμένα το συνοικισμό Άγιος Γεώργιος, ν΄ ακολουθεί κάθε Σάββατο την ίδια διαδρομή, μία ώρα πηγαίνοντας και μια ώρα επιστρέφοντας από το σπίτι της με προορισμό; Το μοναδικής ομορφιάς και ξεχωριστής ιστορίας μοναστήρι της Γεννήσεως της Θεοτόκου στην Κοιλάδα του Αχελώου, προκειμένου να ανάψει τα καντήλια και κεριά, ν΄ ανοίξει την εκκλησία, να προσευχηθεί.
Γιατί το κάνει; Το κάνει για την Παναγιά και θα το κάνει όσο μπορεί. 86 ετών ζει μόνη της μέσα από την έννοια της αυτάρκειας και της αυτονομίας σε μια εποχή όπου η κρίση μας δείχνει πού να στραφούμε και από πού και τι να διδαχθούμε.
Εργασία από το πρωί έως το βράδυ, έχοντας παιδιά να μεγαλώσουν και ν΄ αναστήσουν, ζαλικωμένες και από ένα βρέφος, να περπατάνε σε ατραπούς που μόνο αυτές γνώριζαν ως τεράστια εσωτερική συνέπεια.
Οι εργασίες τους απίστευτες πολλές, μιας και έπρεπε να φροντίσουν για την αυτάρκεια του οίκου τους. Ξυπνώντας από τα χαράματα, με ελάχιστο ύπνο, άναβαν τη φωτιά στο τζάκι, να ετοιμάσουν τα παιδιά, πάντοτε θα έβρισκαν να ταΐσουν τα παιδιά τους, τα ζωντανά τους, γιατί είχαν και έχουν την κοσμική σοφία. Στη διάρκεια της ημέρας είχαν τη ρόκα σαν ταυτόχρονη ενασχόληση, γιατί έπρεπε να μην κρυώνει κανένας και όλα τα υφαντά τους ήταν χειροποίητα, έργα τέχνης και υψηλής αισθητικής. Γιατί το μάτι με την ομορφιά του τοπίου όπου μεγάλωσε και η ψυχή αυτήν αποτύπωσε.
Γεωργικές εργασίες, βοσκή των ζώων, άρμεγμα, κούρεμα, παρασκευή γαλακτοκομικών προϊόντων μέσα στις βασικές καθημερινές της ασχολίες. Μετέφερε νερό από την πηγή, έκοβε και κουβαλούσε ξύλα, πήγαινε το αλεύρι στο μύλο, το μετέφερε στο σπίτι, το αποθήκευε, το μοίραζε όμως και στην φτωχή γειτόνισσα, τη χήρα και το ορφανό, γιατί είχε και η ψυχή της τεράστια έκταση για τον Άνθρωπο. Κι έτσι μεγάλωσε και τα παιδιά της.
Η ψυχική και σωματική της δύναμη ήταν ανεξάντλητη μιας και φορτωνόταν σχεδόν τόσο βαριά, όσο και ένα ζώο και μάλιστα οι αποστάσεις που έπρεπε να διανύσει ήταν πολλές φορές εξαιρετικά μεγάλες. Στο τζάκι θα καθόταν, εάν υπήρχε θέση, την τελευταία της μπουκιά θα την έδινε εκεί που έπρεπε και ήταν ανάγκη. Ποτέ δεν κράτησε κάτι για τον εαυτό της παρά μόνο την πίστη της και το κουράγιο της να συνεχίζει...κάθε μέρα.
Άντρες να λείπουν για μήνες μιας και εργάζονταν σε άλλες περιοχές, έπρεπε να επιβιώσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Βαριοί χειμώνες, δύσκολα καλοκαίρια και το χαμόγελο πάντοτε εκεί, στα χείλη τους, όπως μας φώτισε το χαμόγελο της Λαμπρινής Λιάπη ένα ανοιξιάτικο πρωινό ανοίγοντας την εκκλησία για να εκτελέσει το ύψιστο χρέος της.
Αιωνόβιες ζωές και μεγάλες πορείες μέσα στο δύσκολο τόπο και δικό τους χρόνο που αποκτούσε μια άλλη διάσταση. Αυτόν της προσφοράς. Οι αφανείς στυλοβάτες και ηρωίδες αυτού του τόπου και φορείς αυτής της ένδοξης ιστορίας που δεν ξέρω, αν σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου μπορεί ν΄ αποτυπωθεί τόσο σκληρά αλλά και ταυτόχρονα τόσο λαμπρά.
Οι ελεύθεροι άνθρωποι ελεύθερα σκέπτονται και ακόμη περισσότερο, ελεύθερα πράττουν. Δεν ξέρω, αν μπορούν αυτά τα βλέμματα και τα χέρια να εκπέμψουν αλλού τόσο πολύ και τόσο λαμπρό φως και ελευθερία. Γυναίκα και γεννιέσαι και είσαι και γίνεσαι. Και ξέρεις κάθε στιγμή να ζεις με μια βαριά κληρονομιά που φέρει όχι το πρόσωπό σου, αλλά το φύλο και η δοξασμένη καταγωγή σου χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι τις περισσότερες φορές.
Γυναίκες της Ηπείρου που έχτισαν γεφύρια, διέσχισαν βουνά, έκαναν τη νύχτα μέσα, έσκαψαν τον σκληρό τόπο που άνθισε, καρποφόρησε έθρεψε γενιές και γενιές, ύφανε κιλίμια και υφαντά απίστευτης ομορφιάς και αισθητικής χωρίς καν ένα μάθημα τέχνης και αυτογνωσίας. Γυναίκες ενός τόπου δοξασμένου, που όμως ποτέ δεν δοξάστηκαν, δεν ζήτησαν, δεν απαίτησαν το παραμικρό.
Γυναίκες που πολέμησαν και έδωσαν κάθε μάχη χωρίς κανένα βραβείο ή έπαινο. Γυναίκες ηρωίδες, γυναίκες της καρδιάς και της δικής μας μνήμης, γιατί είναι οι γιαγιάδες μας και οι μητέρες μας, γιατί είναι οι δική μας κληρονομιά και αξία, γιατί είναι η δική μας προσωπική και τοπική ιστορία, αυτή της Κοιλάδας του Αχελώου, της Ηπείρου ολόκληρης.
*Φιλόλογος
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις