«Και ο Δαίμονας του λέει: δώσε μου μιαν απόδειξη. Δείξε πως είσαι ακόμη αυτός που πίστεψες πως είσαι»
Paul Valery, «Monsieur Teste»
Στη σιωπή του σώματος, δώρο για όσους έχουν μάθει τελικά να ακούν, ψιθυρίζει η εσωτερική μας πυξίδα. Στη μέση ηλικία ο αριθμός των προσφιλών ή απλά γνωστών αναχωρούντων μεγαλώνει συνεχώς. Επιταγή εξερεύνησης των ορίων. Να μάθω, να δω, να δοκιμάσω, να προλάβω πριν αναχωρήσω. Ως πού;
Είναι μια δίψα διαφορετική από την αντίστοιχη της νεότητας, προνόμιο των όσων δεν έχουν ήδη παραιτηθεί. Πολλά έχουν συμβεί: ασθένειες του σώματος και της ψυχής έχουν καταπονήσει ή συνεχίζουν να καταπονούν ένα σώμα που αμετάκλητα φθίνει. Η όραση αδυνατίζει, τα κόκαλα γίνονται πιο εύθραυστα, οι αντοχές μειώνονται. Όμως η δίψα, αυτή των σκυλιών του Comte de Lautréamont, δεν έχει ηλικία. H mère mer την επισημαίνει αλλά ταυτόχρονα γνωρίζει πως αδυνατεί να την κατευνάσει.
Η πυξίδα της μέσης ηλικίας δείχνει το βορρά, κοντά στους πόλους. Το αρκτικό τοπίο είναι σκληρό για όσους δεν αναγνωρίζουν την ομορφιά της ερήμωσης. Το καλοκαίρι δεν υπάρχει σκοτάδι για να ανακουφίζει από την ημέρα και η διαυγής ατμόσφαιρα επιτρέπει στο μάτι να διακρίνει λεπτομέρειες στο βάθος του ορίζοντα μη ορατές υπό κανονικές συνθήκες. Το κρύο είναι όσο χρειάζεται για να διατηρεί τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Η ζέστη του Νότου κοιμίζει, όμως ο Βορράς αφυπνίζει.
Ταξιδεύοντας φτάνεις κάποτε στα όρια, έτσι σκέφτεσαι, για να αναρωτηθείς αμέσως μετά: είναι αυτά; Είναι υπαρκτά; Διαδρομή για ταξιδιώτη που αρκείται στα απαραίτητα. Να είσαι ελαφρύς για να ισορροπείς σε τόσο τραχύ έδαφος. Ελάχιστα φυτρώνουν ανάμεσα στις πέτρες και στο χώμα που σύντομα θα καλυφθούν από το χιόνι. Είναι όμως επαρκή, για την αντίληψη που έχει ακονισθεί.
Το πλοίο, ναυπηγημένο με τη τεχνική του Charles Cros, θα αφεθεί στο νερό.
«Για μια ζωντανή υλική φαντασία, για μια φαντασία που ξέρει να εισπράττει την υλική οικειότητα του κόσμου, οι μεγάλες ουσίες της φύσης, το νερό, η νύχτα, ο λουσμένος στον ήλιο αέρας, είναι ήδη ουσίες “υψηλής γεύσης”. Δεν έχουν ανάγκη από τη γραφικότητα των μπαχαρικών» όπως παρατηρεί ο Gaston Bachelard (L’Eau et les Rêves). Το αρκτικό τοπίο δεν έχει μπαχαρικά, είναι για ουρανίσκους εξασκημένους στην υψηλή γεύση την οποία απολαμβάνεις όταν ξέρεις να αφεθείς. Στη μέση ηλικία το τολμάς, έχοντας ξεπεράσει τους ψεύτικους ηρωισμούς της νεότητας.
Το πλοίο οδηγεί στο τοπίο που επιτρέπει μια σύντομη θέαση σε αυτό που θα επέλθει. «Ονειρεύομαστε πριν στοχαστούμε» σημειώνει ο Bachelard, προσθέτοντας πως «πριν γίνει συνειδητό θέαμα, κάθε τοπίο είναι μια ονειρική εμπειρία. Δεν κοιτάμε με αισθητικό πάθος παρά μόνο τα τοπία που είδαμε προηγουμένως στ’ όνειρό μας». Όταν το πλοίο σταματά στον παγετώνα το εξασκημένο μάτι διακρίνει στο τοπίο που φιλοξενεί λιγοστά και ιδιαίτερα ανθεκτικά είδη ζωής, τα σημάδια των τάφων που υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν. Είναι που πλησιάζοντας στους πόλους γίνεται όλο και πιο κατανοητή η σπειροειδής ροή του χρόνου.
«Το πέρασμα αδύνατο να το δεις, επειδή περνάει από το οράν στο μη οράν αφού πέρασε από το οράν στο οράν» σημειώνεται στο τελευταίο κεφάλαιο του “Monsieur Teste”, για να προστεθεί η φράση που αμέσως καθησυχάζει για τη φαινομενικά τρομακτική αδυναμία όρασης του περάσματος: “Το οράν δεν είναι το υπάρχειν, το οράν ενέχει το υπάρχειν”. Δεν θα ξαναπεράσεις από το ίδιο σημείο, όμως μπορείς να ξαναζήσεις το πέρασμα του ίδιου σημείου. Εφόσον το κατέχεις μπορείς και να το ορίσεις, είναι πλέον μέρος σου. Στη μέση ηλικία οφείλεις (στον εαυτό σου) να γνωρίζεις πως δεν υπάρχει δύναμη μεγαλύτερη από αυτή της απόφασης.
«Και τίποτα στο οπτικό πεδίο δεν αφήνει να συμπεράνουμε πως το βλέπει το μάτι», καταγράφει ο Ludwig Wittgenstein, φτάνοντας στο συμπέρασμα που τόσο μπορεί να παρηγορήσει: «Δεν υπάρχει καμιά τάξη a priori στα πράγματα».
Το πλοίο θα επιστρέψει και ταυτόχρονα θα παραμείνει στο σημείο όρασης, ενώ η αντίληψη θα προχωρήσει, λίγο πιο πέρα όμως. Η προσέγγιση του πόλου των επιθυμιών προϋποθέτει την εγκατάλειψη των όσων βαραίνουν αλλά και των όσων διευκολύνουν. Ώρα να εγκαταλείψουμε το πλοίο γιατί αρχίζει να κολλάει στους πάγους. Θα βαδίσουμε με εφόδια τα οποία θα εγκαταλείπουμε σιγά-σιγά, καθώς το βάρος τους θα γίνεται όλο και πιο αισθητό.
Πόσο ωραίο, στο φθινόπωρο του σώματος να έρχεται η άνοιξη της ψυχής.