Στο μέτρο που το κοινό απομακρύνεται από τα παραδοσιακά ΜΜΕ για την πληροφόρησή του, ανοίγει ο διαδικτυακός ασκός του Αιόλου.

Σε προηγούμενες αρθρογραφίες μας υπογραμμίζαμε τις ριζικές αλλαγές που παρατηρούνται στον τρόπο άσκησης της δημοσιογραφίας, στην μετακίνηση του κοινού από την ανάγνωση στην εικόνα και στην πραγματική εισβολή του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) στην πληροφόρηση ή αποπληροφόρηση του κοινού.

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Στο πλαίσιο αυτό επισημαίναμε μία εξαιρετική έρευνα του Μιχάλη Παναγιωτάκη στο τριμηνιαίο περιοδικό Δημοσιογραφία (dimosiografia.com), στην οποία, μεταξύ άλλων, γίνεται λόγος για την σχεδόν πλήρη απαξίωση της ελληνικής δημοσιογραφίας προς όφελος της αντίστοιχης διαδικτυακής –η οποία, όμως, δεν υπακούει σε καμμία ηθική και δεοντολογική αρχή.

Αξίζει έτσι να υπογραμμίσουμε ότι, κατά τον Μιχ. Παναγιωτάκη, στην χώρα μας «η απαξίωση της ηλεκτρονικής και έντυπης δημοσιογραφίας έχει οδηγήσει σε μία πιο «προωθημένη» αποδοχή και θετική αξιολόγηση των ΜΚΔ από ό,τι σε άλλες χώρες.

Έτσι, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο του Φθινοπώρου 2014, η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες στην ΕΕ στις οποίες το Διαδίκτυο διαθέτει μεγαλύτερη αξιοπιστία απ’ ό,τι τα ραδιοτηλεοπτικά Μέσα και οι εφημερίδες.

Επίσης, η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην ΕΕ ως προς την θετική πρόσληψη της αξιοπιστίας των ΜΚΔ.

»Έτσι, παρά το γεγονός ότι και στην Ελλάδα, όπως παντού στην Δύση, η καθημερινή πολιτική ατζέντα κυριαρχείται ακόμα από τις επιλογές των τηλεοπτικών (βασικά) ΜΜΕ, η υποβάθμιση –στην Ελλάδα κατάρρευση– της αξιοπιστίας τους, την δυναμιτίζει και οδηγεί σε αρνητική αντιμετώπισή της.

Η προωθούμενη εκάστοτε ατζέντα προσλαμβάνεται από την πλειονότητα, ιδίως των νέων, όλο και περισσότερο με εξαιρετικό σκεπτικισμό.

»Παρότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί το Διαδίκτυο ακόμα για να εστιάσει την κοινή γνώμη εξίσου μαζικά σε συγκεκριμένα γεγονότα όπως η τηλεόραση, μπορεί να υπονομεύει αποτελεσματικά και ποικιλοτρόπως τις αφηγήσεις των ΜΜΕ ακολουθώντας την κοινωνική διάθεση, που είναι απορριπτική σε μεγάλο βαθμό απέναντί τους.

Αυτό, σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις, είναι μία ελληνική ιδιαιτερότητα, που προκαλεί ένταση της σημασίας των ΜΚΔ και του Διαδικτύου γενικότερα στην ενημέρωση σε σχέση με τις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ ή τις ΗΠΑ.

Έτσι, ενώ η τηλεόραση (κυρίως) καθορίζει ακόμα το τί συζητείται ευρύτερα, δεν ελέγχει πια καθόλου τον τρόπο που συζητιέται, αλλά ούτε και τα επιμέρους θέματα και τα πληροφοριακά αντικείμενα που εξαπλώνονται ατάκτως μέσα από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Δικτύωσης και δρουν σωρευτικά και αποτελεσματικότατα σαν διεκδικητές της προσοχής του χρήστη στο διαδίκτυο σε σχέση με τα προωθούμενα από τα παραδοσιακά ΜΜΕ».

Έχει δημιουργηθεί συνεπώς ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο, με αφετηρία το κυνήγι για την προσέλκυση προσοχής και «επισκεψιμότητας», ο καθένας μπορεί να λέει το κοντό και το μακρύ του χωρίς αντίλογο και, κυρίως, χωρίς καμμιάν απολύτως ευθύνη. Ευδοκιμεί έτσι στην Ελλάδα μία παραδημοσιογραφία ευτελούς ποιότητας, η οποία όχι λίγες φορές συμπληρώνεται και από την ευτέλεια και της επίσημης δημοσιογραφίας.

Στην κατώτερη στάθμη αυτής της παραδημοσιογραφίας είναι η υιοθέτηση αλλά και η εφεύρεση συνωμοσιολογικών και κίτρινων τερατολογιών, φημών και λάσπης, σε συνέχεια της μεγάλης παράδοσης του σκανδαλοθηρικού και κίτρινου Τύπου, αλλά σε κλίμακα και συντονισμό τάξεις μεγέθους μεγαλύτερο από ο,τιδήποτε μπορούσε να παραχθεί από έντυπα.

Παράλληλα με το κερδώο σκέλος, ανάλογες τεχνικές χρησιμοποιούνται και στο κομμάτι της εξυπηρέτησης οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων. Άρα, η ροή της πληροφόρησης μέσα στα ΜΚΔ είναι σε συνεχείς ρήξεις με το πραγματικό. Μάλλον, για την ακρίβεια, σε σχέση υποβολιμιαίας δημιουργικής επανερμηνείας και επαύξησής του…

«Θα μπορούσε κανείς να αντείπει πως, παράλληλα με τις παθολογίες αυτές, έχει δημιουργηθεί ένας ζωτικός και ευρύτατος χώρος δημόσιας συζήτησης. Πως έχει αποδοθεί σε αδρανείς μέχρι τώρα αναγνώστες / τηλεθεατές η δυνατότητα ενεργού παρέμβασης και στην διανομή και στην παραγωγή πληροφορίας.

Αν και αυτό είναι εν μέρει αλήθεια, τόσο το ιδιωτικοποιημένο περιβάλλον των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης και το ιδεολογικό πλαίσιο των συμφραζομένων τους, όσο και η παραμένουσα ασυμμετρία ισχύος της πληροφόρησης, αλλά και της δυνατότητας διαφημιστικής προώθησης περιεχομένου που δίνουν οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, δρουν στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση», γράφει ο Μιχ. Παναγιωτάκης.

Και μια και κάναμε λόγο για τους μηχανισμούς διεκδίκησης «επισκεψιμότητας», θα πρέπει να τονίσουμε ότι αυτοί οι μηχανισμοί διαμορφώνουν ένα μέρος της διαδικτυακής δημοσιογραφικής πρακτικής αλλά και την μεθοδολογία του διαδικτυακού περιεχομένου προς εμπορική αξιοποίηση. Μία από τις βασικές στρατηγικές αύξησης της επισκεψιμότητας ενός ιστοχώρου είναι α) Να πείσει/προκαλέσει τους χρήστες των ΜΚΔ να αναπαραγάγουν/αναρτήσουν μία είδησή του και β) Να πείσει όσους την δουν να την αξιολογήσουν θετικά και να κάνουν «κλικ» σε αυτήν.

Σε αυτό το πλαίσιο, για οικονομικούς λόγους, ένα κυρίαρχο μοντέλο παραγωγής περιεχομένου ξεκινά από τον τίτλο και φτάνει μόνο μέχρι την περιγραφή. Στα πιο ευτελή από τα «ενημερωτικά σάϊτ» υψηλότερης επισκεψιμότητας («ενημερωτικά μπλογκ» είχε καθιερωθεί εσφαλμένα να ονομάζονται) η ερεθιστικότητα του τίτλου παραβαίνει κάθε δεοντολογική αρχή.

Άλλες φορές ανακυκλώνονται ή παραποιούνται φωτογραφίες, βίντεο ή ειδήσεις παρελθόντων μηνών ή ετών. Άλλες φορές ο τίτλος δεν προκύπτει από το περιεχόμενο. Πιο συχνά ακόμα ο τίτλος είναι διατυπωμένος έτσι ώστε να γαργαλάει την περιέργεια του χρήστη με διάφορα τρικ κ.ο.κ.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πολλές αλχημείες γίνονται και με τους αριθμούς της επισκεψιμότητας, για την φερεγγυότητα των οποίων δεν υπάρχει σήμερα κανένας σοβαρός έλεγχος.

Με αφετηρία λοιπόν πλαστές επισκεψιμότητες και πλαστούς χρόνους παραμονής στους ιστοχώρους, επιδιώκεται από διάφορους σαλτιμπάγκους ο εντυπωσιασμός και η παραπλάνηση των διαφημιζομένων, αλλά και πολιτικών που «διψούν» για προβολή.

Αν συμβεί δε ο διαφημιζόμενος να μην εντυπωσιαστεί, τότε κινητοποιούνται και άλλες μαφιόζικου τύπου πρακτικές, στις οποίες κυριαρχεί η κατασυκοφάντηση και βεβαίως η συνειδητή ψευδολογία.

Στο επίπεδο αυτό πρέπει να πούμε ότι άπαξ και κάτι κυκλοφορήσει στο Διαδίκτυο και μοιραστεί στα social media, είναι αδύνατον να αποσυρθεί και δυνητικά θα κυκλοφορεί κατά κύματα αέναα, χωρίς δυνατότητα διόρθωσης, ακόμα και αν αποδειχθεί περίτρανα το αβάσιμό του, παρά μόνον για το πολύ μικρό κομμάτι εκείνων που και διαβάζουν τα σχόλια των άλλων και καταλαβαίνουν τί σημαίνει τεκμηρίωση.

Οι δυνατότητες ατέρμονης παραπληροφόρησης, απάτης, λασπολογίας, δυσφήμισης και συκοφαντίας –ή προώθησης, διαφήμισης και αγιογράφησης βέβαια– που προσφέρουν τα ΜΚΔ, με την αρωγή συνήθως ιστοχώρων αμφίβολης καθαρότητας και δημοσιογραφικής δεοντολογίας (αλλά όχι μόνο τέτοιων), που αναπαράγουν ό,τι θεαματική ράδιο-αρβύλα περνάει από τα αυτιά τους ή που απλά την επινοούν, είναι πρωτοφανείς στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού.

Στα ΜΚΔ, με μετανεωτερικότατο τρόπο, η μυθοπλασία και η είδηση, η ιδεολογική επινόηση και η τεκμηριωμένη ιστοριογραφία, η κακόβουλη ψευδολογία και το λεπτομερές ρεπορτάζ, η επιστημονική άποψη, οι «τσαρλατανισμοί» είναι όντως επικοινωνιακά ισοδύναμα, πρακτικά.

Υπάρχει έτσι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα ηθικής και οικονομικής τάξεως για την έντιμη και υπεύθυνη δημοσιογραφία, αλλά και για τους διαφημιζόμενους-θύματα απάτης και άλλων τινων.

Η δε λύση, ή μάλλον η αντιμετώπιση, του προβλήματος δεν πρόκειται να είναι ποτέ αποτελεσματική αν δεν προωθηθεί στα σχολεία της χώρας ο ψηφιακός αλφαβητισμός.

Και αν κάποιοι δεν σταματήσουν, έστω και άθελά τους, να χρηματοδοτούν τερατολογίες.