Σήμερα, ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος καταγγέλλει ανήσυχος αυτό για το οποίο το 2011 εμφανιζόταν περιχαρής, ότι δηλαδή το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα θα μείωνε το χρέος, ενώ στην πραγματικότητα… αυξήθηκε!

Με έκπληξη διάβασα το σχόλιο  του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργού  κ. Ευάγγελου Βενιζέλου σχετικά με  την επισήμανση του συμβούλου επιχειρήσεων και  πρώην καθηγητή του ColumbiaUniversity κ. Γιώργου Προκοπάκησε πρόσφατο workshop του «Κύκλου Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση» σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας.

Του Δημήτρη Στεργίου*

Συγκεκριμένα, ο κ. Προκοπάκης τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «χτίζουν μαξιλάρι με repos» διαπιστώνοντας άνοδο του χρέους κατά 10,5 δισ. ευρώ και αντίστοιχη άνοδο του εσωτερικού δανεισμού «παρά τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα».

Και ο κ. Βενιζέλος σχολιάζοντας την εύστοχη αυτή επισήμανση του κ. Προκοπάκη  τόνισε ότι «ενώ έχουμε κολοσσιαία υπερ-πλεονάσματα έχουμε προσθήκη χρέους» προσθέτοντας ότι  έχουμε «ένα κάρο ενδείξεις ότι κάτι συμβαίνει» με το ζήτημα του εσωτερικού δανεισμού.

Και θυμήθηκα ότι το 2011, ως υπουργός Οικονομικών ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος συνεχώς, σε κάθε ομιλία του, σε συνεντεύξεις Τύπου, σε δηλώσεις, επαναλάμβανε ότι  το 2013 ο κρατικός προϋπολογισμός θα παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα μετά από πολλά χρόνια και ότι έτσι θα μειωνόταν το δημόσιο χρέος! Θυμήθηκα ότι και τότε, όπως και  όλα τα προηγούμενα χρόνια, συνέβαινε στη χώρα της φαιδράςπορτοκαλέας αυτό που επεσήμαναν οι κ.κ. Προκοπάκης και Βενιζέλος.

Δηλαδή θυμήθηκα ότι  ο κρατικός προϋπολογισμός παρουσίαζε  πρωτογενή πλεονάσματα συνεχώς από το 1991 έως και το 2006, αλλά το δημόσιο χρέος κάλπαζα συνεχώς!  Τα πρωτογενή αυτά πλεονάσματα ήταν  υψηλά μετά το 1994 έως και το 2002 (ρεκόρ σημειώθηκε το 1999: 7,2% του ΑΕΠ)  και ισχνά από το 2004 έως το 2006. Πρωτογενή ελλείμματα είχε η χώρα μας μετά 2007 (αρνητικό ρεκόρ το 2009: -7,2% του ΑΕΠ).

Όλα αυτά και, φυσικά, αυτό που επεσήμαναν οι κ.κ. Προκοπάκης και Βενιζέλος, για το πρωτογενές πλεόνασμα αποτελούν ένα ακόμα παραμύθι που διεκδικεί παγκόσμια ιδιαιτερότητα, αφού στην ελληνική οικονομία έχει κακοποιηθεί ένας ακόμα οικονομικός νόμος και γίνεται τα τελευταία 25 χρόνια το … εντελώς αντίθετο!

Είναι αλήθεια ότι, σε υγιείς οικονομίες, όπως θα έλεγε και ο κ. Προκοπάκης, δηλαδή σε οικονομίες που λειτουργούν χωρίς μακροοικονομικές ανισορροπίες και χρόνιες στρεβλώσεις, η εξασφάλιση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (κρατικά έσοδα μείον κρατικές δαπάνες) συμβάλλει στη δραστική μείωση του δημόσιου χρέους σε απόλυτους αριθμούς και ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Αμ δε! Θυμήθηκα ότι  όλοι στην τότε ελληνική κυβέρνηση μετά την οριστικοποίηση και από την Eurostat του  του πρωτογενούς πλεονάσματος των 1,5 δις. ευρώ το 2013, ήταν περιχαρείς διότι, όπως έλεγαν, όπως και ο κ. Βενιζέλος,  θα συμβάλει στη συρρίκνωση του δημόσιου χρέους την ίδια χρονιά.

Αμ δε! Διότι,  η διαπίστωση ότι ο κρατικός προϋπολογισμός κατέλιπε το 2013 πρωτογενές πλεόνασμα ύστερα από επτά χρόνια, από τα οποία τέσσερα ήταν εφιαλτικά, θα μπορούσε να χαρακτηριζόταν ως ευχάριστη. Ωστόσο, για την ελληνική πραγματικότητα είναι ένα «παραμύθι», όπως ήδη αναφέραμε.

Σε επίρρωση της του χαρακτηρισμού του πρωτογενούς πλεονάσματος στην Ελλάδα ως «παραμυθιού»  υπενθυμίζουμε ότι κατά την περίοδο της πρωθυπουργίας του ο Κώστας Σημίτης υπερδιπλασίασε το δημόσιο χρέος της χώρας μας, ενώ, αν είχε αξιοποιηθεί το προκλητικά τότε ευνοϊκό περιβάλλον (υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, υψηλά έσοδα από αποκρατικοποιήσεις και χαμηλό κόστος δανεισμού) και δεν έδινε όλα αυτά για τη λειτουργία και συντήρηση κυρίως ζημιογόνων δημόσιων επιχειρήσεων, θα είχε συρρικνωθεί στο 60% του ΑΕΠ το 2003… Κι όμως, εκτοξεύθηκε τον ίδιο χρόνο στο 107,8% του ΑΕΠ!!! Δηλαδή, ο κ. Σημίτης,  «φούσκωσε» ως  πρωθυπουργός από το 1996 έως το Μάρτιο του 2004, το δημόσιο χρέος, ενώ έπρεπε να το είχε μειώσει δραστικά.

Διότι κατά την περίοδο της πρωθυπουργίας του κ. Σημίτη το ελληνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον ήταν προκλητικά ευνοϊκό για τη μείωση του χρέους. Δηλαδή, όλοι οι παράγοντες που συμβάλλουν στη σημαντική μεταβολή του χρέους ήταν ευνοϊκότατοι, όπως  το  υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, η υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, τα υψηλά σχετικά έσοδα από αποκρατικοποιήσεις  και  το σχετικά χαμηλό κόστος δανεισμού ιδιαίτερα μετά  2001. Συγκεκριμένα»

  1. Το πρωτογενές πλεόνασμα κατά την περίοδο 1996 – 2003 είχε διαμορφωθεί το 1996 έως το 2002 σε υψηλά επίπεδα και κυμαινόταν μεταξύ 2,9% του ΑΕΠ και 7,2% του ΑΕΠ . Μόνο το 2003 το πρωτογενές πλεόνασμα συρρικνώθηκε στο1,4% του ΑΕΠ.
  2. Σε υψηλά επίπεδα ανέρχονταν και οι ρυθμοί αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο, αφού κυμαίνονταν μεταξύ 6,5% και 10,7%!
  3. Το κόστος δανεισμού από το 1996 άρχισε να συρρικνώνεται συνεχώς και από 10,% του ΑΕΠ μειώθηκε σταδιακά στο 5% το 2003.
  4. Τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις ανήλθαν την περίοδο 1096 – 2003 σε 15,4 δις. ευρώ.

Παρά τις προκλητικά αυτές ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, ο κ. Σημίτης ως πρωθυπουργός,  αύξησε στο χρέος κατά 83,1 δις. κατά τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος ή κατά 93,2 δις. ευρώ κατά τις δικές μας εκτιμήσεις, οι οποίες στηρίζονται και στην αναθεώρηση στοιχείων της Eurostatto 2004 και για το χρέος, στο οποίο ενέταξε ποσά κυρίως  για  τις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς.

Έτσι, από 85,6 δις. ευρώ το 1995 το χρέος διαμορφώθηκε  σε 169 δις ευρώ το 2003 ή κατά 97,1%, δηλαδή σχεδόν το διπλασίασε! Με βάση τις εκτιμήσεις μας από τις μεταβολές του χρέους σε απόλυτους αριθμούς κατά την περίοδο 1996 – 2003, το χρέος κατά την περίοδο αυτή αυξήθηκε κατά 93,2 δις. ευρώ ή κατά 108%, δηλαδή υπερδιπλασιάσθηκε.

Πέρα από τη δραματική αυτή εξέλιξη του δημόσιου χρέους σε απόλυτους αριθμούς κατά την πρωθυπουργία του κ. Σημίτη, μηδενική σχεδόν ήταν και η πρόοδος στη διαμόρφωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Όπως προκύπτει από τον πίνακα 1, ο οποίος βασίζεται σε στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, και στον πίνακα 2, ο οποίος στηρίζεται σε εκτιμήσεις μας μετά την προσθήκη στον πίνακα 1 των αναθεωρημένων στοιχείων της Eurostat το 2004 για το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, ο κ. Σημίτης παρέλαβε το 1996 από την προηγούμενη κυβέρνησή του ΠΑΣΟΚ ή από τον εαυτόν του ένα χρέος που το 1995 ήταν  108,7% του ΑΕΠ το 1995  κατά την Τράπεζα της Ελλάδος ή 110,1% κατά άλλα επίσημα στοιχεία και το παρέδωσε  στο 97,4% του ΑΕΠ κατά την Τράπεζα της Ελλάδος.

Σύμφωνα όμως με δικές μας εκτιμήσεις που λαμβάνουν υπόψη τις αναθεωρήσεις  της Eurostat  για τα έτη 2000-2003, ο κ. Σημίτης διαμόρφωσε το δημόσιο χρέος στο  109,9% του ΑΕΠ.

Είναι απογοητευτική η διαπίστωση ότι παρά την προκλητική ευνοϊκή συγκυρία, το χρέος υπερδιπλασιάσθηκε σε απόλυτους αριθμούς ή, ύστερα από μερικές σημαντικές αυξήσεις κυρίως το 2000, το 2001 και το 2002, διαμορφώθηκε στα ίδια περίπου επίπεδα με τα αντίστοιχα του 1995 ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα αίτια της κακοδαιμονίας αυτής αναζητούνται στη συμφορά της λειτουργίας και συντήρησης ζημιογόνων δημόσιων επιχειρήσεων, οι οποίες εξανέμιζαν κάθε σχεδόν χρόνο την ευνοϊκή συμβολή των πρωτογενών πλεονασμάτων, του υψηλού ονομαστικού ΑΕΠ, των υψηλών εσόδων από αποκρατικοποιήσεις και το χαμηλό σχετικά κόστος δανεισμού, όπως προκύπτει από στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.

Καταπέλτης η Τράπεζα της Ελλάδος για το «παραμύθι»!

Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε όλες σχεδόν τις εκθέσεις της  δημοσιεύει ανάλυση των μεταβολών του  δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ καθώς και τους παράγοντες που συμβάλλουν στις μεταβολές αυτές, η οποία είναι καταπέλτης για τη σπατάλη και τημ εγκληματική διαχείριση των εθνικών κεφαλαίων.

Συγκεκριμένα, από τον παρατιθέμενο πίνακα της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι  σε όλα τα έτη, με εξαίρεση του 2003, η συμβολή κυρίως της ανάληψη χρέους και άλλων δαπανών δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, η οποία εκφράζεται με τον όρο «προσαρμογή ελλείμματος – χρέους» ήταν πάντοτε θετική, δηλαδή ενίσχυε την αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ ή εξανέμιζε τη μειωτική συμβολή των άλλων παραγόντων που προαναφέρθηκαν.

Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι δαπάνες ή η ανάληψη υποχρεώσεων κυρίως δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών που, ενώ δεν επηρεάζουν το έλλειμμα, αυξάνουν το δημόσιο χρέος, καθώς και τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις, οι οποίες δεν επηρεάζουν το έλλειμμα αλλά μειώνουν (θα πρέπει να μειώνουν κανονικά) το χρέος, το ενίσχυσαν κατά την περίοδο αυτή σωρευτικά κατά …. 33,1 εκατ. μονάδες.

Την ίδια περίοδο οι άλλοι παράγοντες (πρωτογενές πλεόνασμα, ονομαστικό ΑΕΠ και κόστος δανεισμού) συρρίκνωναν το χρέος κατά 35,7 εκατ. μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι, με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το δημόσιο χρέος του 2003 θα έπρεπε να είχε μειωθεί κατά 35,7 εκατ. μονάδες σε σχέση με το αντίστοιχο του 1995 ή να είχε διαμορφωθεί στο 61,7%, που θα ήταν  κοντά στο κριτήριο του Μάαστριχτ (60% του ΑΕΠ)!!!

Επίσης, με βάση δικές μας εκτιμήσεις (Πίνακας 2) οι σωρευτικές δυσμενείς επιδράσεις των αναλήψεων χρεών, υποχρεώσεων και δαπανών κυρίως δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών κατά την ίδια περίοδο ανέρχονται σε  39 εκατ. μονάδες, που σημαίνει, χωρίς τα «βερεσέδια» αυτά, το δημόσιο χρέος του 2003 θα έπρεπε, αν λειτουργούσε σωστά η ελληνική οικονομία, να είχε διαμορφωθεί σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ (60,9% του ΑΕΠ).

Σημειώνεται ότι κατά την περίοδο της πρωθυπουργίας του κ. Σημίτη αποδείχθηκαν συμφορά για την ελληνική οικονομία τα εκλογικά ή προεκλογικά έτη, όπως το 1996, το 2000 και το 2003. Μόνο κατά τα έτη αυτά το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 45 δις. ευρώ!

Πίνακας 1.  Παράγοντες που συμβάλλουν στη μεταβολή του ΑΕΠ*

(σε εκατοστιαίες μονάδες)

*Με βάση στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος

Πίνακας 2. Παράγοντες που συμβάλλουν στη μεταβολή του ΑΕΠ*

(σε εκατοστιαίες μονάδες)

*Mε δικές μας εκτιμήσεις με βάση επεξεργασμένα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, μετά την αναθεώρηση του χρέους για τα έτη 2000, 2001, 2002 και 2003 από την Eurostat

*Πρωην αρχισυντακτης του Οικονομικου Ταχτδρομου και συγγραφεας