Η μία η μειοψηφική, που θέλει την επάνοδο στο ΠΑΣΟΚ και την εγκατάλειψη του Κινήματος Αλλαγής και η άλλη, η πλειοψηφούσα, που επιμένει στην πορεία της Κεντροαριστεράς με τον νεότευκτο όνομα Κίνημα Αλλαγής.
Του Τάσου Παπαδόπουλου
Την τελευταία δεκαετία το ΠΑΣΟΚ, που ξεκίνησε με την μεγάλη νίκη του Οκτωβρίου του 2009, είδε μια πρωτοφανή συρρίκνωση, που κατέβασε την εκλογική του δύναμη σε μονοψήφια ποσοστά.
Στις τελευταίες πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις, παρά τις αποχωρήσεις από το αρχικό διευρυμένο σχήμα, με Ποτάμι και ΔΗΜ.ΑΡ, το Κίνημα Αλλαγής κατάφερε παρά τις αντίξοες συνθήκες και το πολωτικό περιβάλλον, να πετύχει ένα ποσοστό 8%.
Δυστυχώς στην δεκαετία αυτή, αποχώρησαν πολλά αξιόλογα στελέχη του Κινήματος. Αρκετοί βρέθηκαν εκτός πολιτικής σκηνής, ενώ κάποιοι άλλοι μετακινήθηκαν προς την ΝΔ και τον Σύριζα.
Η απώλεια στελεχών δεν ήταν ό,τι καλύτερο για το Κίνημα Αλλαγής. Κάποιοι αποστασιοποιήθηκαν και δεν επανήλθαν μετά το ενωτικό κάλεσμα του 2017-18. Όσο γι’ αυτούς που αναζήτησαν στέγη στα δύο σημερινά κόμματα εξουσίας, δεν χρειάζεται να προβληματίζουν υπέρμετρα, μια και αυτά συμβαίνουν, όταν κάποιοι επιδιώκουν να προσκολλώνται εκεί που βλέπουν προσδοκία νίκης στις εκλογές.
Η σύγχυση γύρω από το όνομα δεν εξυπηρετεί κανέναν. Το θέμα ΠΑΣΟΚ ή Κίνημα Αλλαγής χρειάζεται να ξεκαθαρίσει, μια και υπάρχουν άλλα σοβαρότερα προβλήματα με τα οποία οφείλει να ασχοληθεί η Κεντροαριστερά.
Χρειάζεται επειγόντως να προσδιορίσει το στίγμα της και να αποβάλλει τα φοβικά σύνδρομα, που κάποιοι επιχειρούν να ενθυλακώσουν στην ενδοχώρα του Κινήματος, που στην πραγματικότητα εξυπηρετούν τους στόχους του Σύριζα, που επιδιώκει πάση θυσία να διεμβολίσει και να απορροφήσει τελικά την Κεντροαριστερά.
Η επιχείρηση διεύρυνσης της βάσης του Σύριζα, με τυμπανοκρουσίες και περιοδείες ανά την Ελλάδα του Α. Τσίπρα, απέτυχε παταγωδώς μια και ελάχιστοι ανταποκρίθηκαν σε αντίθεση με την ισχυρή βάση του Κινήματος Αλλαγής, που επιβεβαιώθηκε με την εκλογή 80 και πλέον Δημάρχων.
Αυτό δείχνει ότι το Κίνημα Αλλαγής παρά την εκλογική συρρίκνωσή του διαθέτει ισχυρή εκλογική βάση, κάτι που δεν συμβαίνει με την Αριστερά, που η υπερδιόγκωσή της, είναι προφανώς θέμα συγκυρίας.
Δεν είναι τυχαία άλλωστε η αδιάλειπτη παρουσία του Α. Τσίπρα στις Συνόδους του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Με δεδομένη την ανυπαρξία της Αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μετά το αποτυχημένο εγχείρημα της αλλαγής του ευρωπαϊκού εκλογικού χάρτη, τώρα βλέπουμε τον Σύριζα να θέλει να βολευτεί στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, που μέχρι πριν λίγο καιρό απαξίωνε και απέρριπτε.
Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο πυρήνας του Σύριζα παραμένει στο 4%.
Ο Τσίπρας με τα ψέματά του πέτυχε να παρασύρει ένα σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης, που πίστεψε τις αυταπάτες του και τον οδήγησε το 2015 στην εξουσία.
Παρά την επιτυχία του 31,5% τον περασμένο Ιούλιο, η αδυναμία άσκησης σοβαρής αντιπολιτευτικής πολιτικής του Σύριζα, μπορεί να οδηγήσει το κόμμα του Τσίπρα στο περιθώριο, αν το Κίνημα Αλλαγής πετύχει να αναλάβει αυτόν το ρόλο.
Που σημαίνει προτάσεις και υπεύθυνη στάση απέναντι στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Την παιδαριώδη αντιπολίτευση του Σύριζα την βλέπουμε καθημερινά.
Την βλέπουμε από τις μαγκιές και τους τραμπουκισμούς του Πολάκη, που αντί να ασχοληθεί ως υπουργός με τα της Υγείας, αναλώθηκε με το κυνήγι μαγισσών των πολιτικών του αντιπάλων, έως τους γραφικούς που ζητούν να ποινικοποιηθεί το ψήσιμο χοιρινού και η κατανάλωση ποτών.
Αντί της εσωστρέφειας, της αμφισβήτησης, της γκρίνιας και των παραφωνιών τύπου Καστανίδη, χρειάζεται επιστράτευση, με σκοπό να αναδειχθεί ένας χώρος, που στο παρελθόν λοιδορήθηκε και πολλαπλώς συκοφαντήθηκε…