Τα πολλά κανάλια, εξασφαλίζουν ποιότητα, αντικειμενικότητα και έσοδα.
Σε προηγούμενο σημείωμά μου, ανέλυσα σκεπτικό ως προς τους κρύφιους σκοπούς και απώτερες σκέψεις του κόμματος που μας κυβερνά, μέσω της υποβάθμισης της παιδείας, με τολμηρό και αρκετά τεκμηριωμένο τρόπο, μια τολμηρή και προωθημένη συμπερασματική σκέψη, την οποία οφείλουν να εξετάσουν τα πολιτικά κόμματα, έστω και αν διαφωνούν, έτσι ώστε να γνωρίζουν που, πως και πότε θα στηρίξουν τον αντιπολιτευτικό τους λόγο, αλλά και να βρίσκονται συνεχώς σε εγρήγορση για την αποτροπή, αν διαπιστωθεί σε κάποιο προχωρημένο στάδιο του σχεδίου αυτού.
Του Νίκου Αναγνωστάτου
Σήμερα θα συμπληρώσω μερικά ακόμη στοιχεία τα οποία τείνουν στον ίδιο κρύφιο και απώτερο αυτό σκοπό των κυβερνώντων να ελέγξουν την κοινή γνώμη.
Ο έλεγχος των ΜΜΕ, είναι ένας ακόμη βασικός πυλώνας ελέγχου της κοινής γνώμης, όπως ακριβώς εφαρμόζεται π.χ. στη Βόρεια Κορέα και εφαρμοζόταν στα πρώην κράτη των Σοβιέτ.
Η πρώτη προσπάθεια έγινε προ έτους, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε ότι τα κανάλια τηλεόρασης θα ήταν μόνο τέσσερα και θα γινόταν πλειοδοτικός διαγωνισμός, ώστε με δικούς τους ανθρώπους, να ανεβάσουμε το τίμημα, μέχρι του σημείου να αποκλείουμε τους ανεπιθύμητους κατά το δυνατό.
Ευτυχώς υπάρχει ακόμη ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και διέσωσε προσωρινά την κατάσταση.
Λέω προσωρινά, διότι η προσπάθεια συνεχίζεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο να περιοριστεί η απόλυτη ελεύθερη τηλεοπτική επιχείρηση, όπως και όσο τεχνικά είναι δυνατή και όπως εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη της Ευρώπης και όχι μόνο.
Η τηλεόραση ως επιχείρηση, δίκαιο και δημοκρατικό είναι να ακολουθείται η ίδρυσή της, με τους κανόνες της ελεύθερης οικονομίας, ως μόνη διαδικασία πληρέστερης ενημέρωσης δια της πολυφωνίας, με τα καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα, τα οποία ωφελούν τόσο τους εργαζόμενους όσο και το κράτος δια των φόρων και της απασχόλησης. Καμία επιχείρηση δεν καταβάλει «λύτρα» ίδρυσης, πέραν του ότι ακολουθούνται οι γενικοί νόμοι και διαδικασίες που ισχύουν για κάθε είδους και μορφή επιχείρησης, όπως π.χ. η κυκλοφορία μιας νέας εφημερίδας.
Με δεδομένο ότι τα μόνα έσοδα των τηλεοπτικών σταθμών είναι οι διαφημίσεις, χωρίς τις οποίες θα πτώχευαν με την ίδρυσή τους. Από τη στιγμή λοιπόν που καταβάλλεται 20% φόρος επί των διαφημίσεων, όπως μέχρι σήμερα, δηλαδή 20% φόρος επί των μικτών εσόδων και όχι επί των κερδών, κάτι που αν ήταν επί των κερδών το ποσοστό αυτό θα υπερέβαινε το 50% με 70%, για να μην σημειώσω ότι τα κέρδη των σταθμών είναι πολύ περιορισμένα αν όχι αρνητικά.
Ασχέτως αν αυτά χρεώνονται στους διαφημιστές, κάτι που συντελεί στο να περιορίζονται οι διαφημίσεις, αυτό δεν αφορά το κράτος, αλλά τον τηλεοπτικό σταθμό, που προσπαθεί να επιβιώσει, ασχέτως των λόγων που διατηρούν το σταθμό τους. Όσο λοιπόν αφορά το κράτος, ο φόρος του 20% επί των μικτών εσόδων, είναι υπεραρκετός και θα πρέπει να περιοριστεί σε αυτό.
Το πρόσχημα, γιατί περί προσχήματος πρόκειται, να παίρνεις ως βάση τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν κατά τον πλειστηριασμό για τους τέσσαρις τηλεοπτικούς σταθμούς προ έτους, είναι τελείως λάθος στη βάση του.
Όταν εκπλειστηριάζεις περιορισμένο αριθμός σταθμών, είναι φυσικό να ανέβουν ψηλά οι προσφορές, ακόμη και χωρίς τους βαλτούς και άλλο σε ένα μεγαλύτερο αριθμό σταθμών. Πέραν λοιπόν του γεγονότος ότι η βάση ορισμού ποσού αδειοδότησης είναι λανθασμένος, όπως πιο πάνω επιχειρηματολόγησα, δεν πρέπει να καταβάλλεται κανένα ποσό για να δοθεί μια άδεια.
Η λειτουργία ενός τηλεοπτικού σταθμού, απαιτεί αρκετά χρήματα υποδομής και τεχνολογικού εξοπλισμού, τα οποία διακινδυνεύονται αν δεν έχει απήχηση στους τηλεθεατές, που εξασφαλίζουν την προσφορά διαφημίσεων.
Επομένως μόνο ως ένα από τα στοιχεία αποτροπής προσέλκυσης ανεξέλεγκτων ενδιαφερομένων θα πρόκειται, διότι η καταβολή τριάντα πέντε εκατομμυρίων ευρώ, ως ποσό εκκίνησης του πλειστηριασμού, έστω και αν το ποσό αυτό είναι το τελικό, είναι απαράδεκτο.
Ένας άλλος τρόπος περιορισμού των τηλεοπτικών σταθμών, είναι η υποχρέωση κάθε t/v σταθμού να έχει 400 εργαζόμενους, ως δήθεν πολιτική απασχόλησης υποθέτω. Σε κανένα κανονικό κράτος δεν επιβάλλεται σε μια επιχείρηση ο αριθμός των εργαζομένων.
Ο εργοδότης είναι εκείνος και κανένας άλλος, που θα κρίνει πόσους, ποιας ειδικότητας και ποιας δυνατότητας θα προσλάβει για να πετύχει η επιχείρησή του.
Το να τον υποχρεώνεις να προσλάβει συγκεκρι-μένο αριθμό εργαζομένων, χωρίς επιχειρηματικό σκεπτικό, ακόμη και χωρίς να προσδιορίζεις τις ειδικότητες, έστω και αν δεν έχεις τα εχέγγυα για κάτι τέτοιο, πρέπει να κρύβει σκοπιμότητες, τουλάχιστον άσχετες με μια τηλεοπτική επιχείρηση και σε κάθε περίπτωση, όχι καλόπιστες.
Πριν λοιπόν να εκτεθούμε στην Ευρώπη ως κράτος μέλος, που με τον έναν ή άλλο τρόπο, θα το πληροφορηθούν, ας εγκαταλείψουν τέτοιου είδους σκεπτικά και επιδιώξεις κι ας αφεθούν οι επίδοξοι τηλεοπτικοί επιχειρηματίες να κάνουν τις δικές τους επιλογές και προσπάθειες.
Και ας έχουν υπόψη τους οι κυβερνώντες μας, ότι όσο περισσότεροι τηλεοπτικοί σταθμοί και αν ανοίξουν, τόσο η ποιότητα θα βελτιωθεί, λόγω του ανταγωνισμού, θα επικρατήσει η αντικειμενικότητα και η σωστή πληροφόρηση, για προσέλκυση τηλεθεατών, αλλά και τα έσοδα του κράτους θα αυξηθούν.
Όλα αυτά θα πρέπει να επιδιώκει μια κυβέρνηση, έστω και αριστερή;
Αν όχι, τότε είναι φαεινότερη ηλίου η κρύφια σκοπιμότητα της κυβέρνησης και έτσι οφείλει να κρούσει πρύμνα πριν εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Σε όλα υπάρχουν όρια, ακόμη και στις παρούσες επιδιώξεις.
Σε μια σωστή διαδικασία αδειοδότησης τηλεοπτικών σταθμών, με αριθμό σταθμών όσους τεχνικά επιτρέπεται, έστω και αν χρειαστεί να μην είναι HD, θα αναγκαστεί να διορθωθεί και η ΕΡΤ, από σκέτο οργανάκι της κυβέρνησης που έχει καταντήσει τώρα, χειρότερη και από την ΑΥΓΗ, άλλως θα την βλέπουν μόνο οι ίδιοι οι παρουσιαστές μεταξύ τους.
Ας αντιληφθεί η κυβέρνηση ότι μια τέτοια επιδίωξη, δεν μπορεί να επιτευχθεί τώρα και καλό είναι να την αναστείλει, πριν την ακυρώσει ξανά το ΣτΕ.
Διότι φαίνεται ότι οι άνθρωποι, προβάλλοντας τους κρύφιους σκοπούς τους τόσο αδέξια, αποκαλύπτουν ότι τους λείπει η εμπειρία διακυβέρνησης και έτσι τα κάνουν θάλασσα, που προσπαθούν να τα καλύψουν με παραδοξολογίες και εκφράσεις εντυπωσιασμού, για να μην τις χαρακτηρίσω λαϊκιστικές και αναληθείς.