O 37χρονος Άρθουρ Γκρεγκ Σουλτσμπέργκερ είναι ο έκτος κληρονόμος μιας οικογένειας που λατρεύει τη μυρωδιά του χαρτιού, ξέρει τι σημαίνει μελάνι, τυπογραφείο, είδηση... Με την έλευση του Νέου Έτους,ο Άρθουρ κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα ως επικεφαλής των «Νew York Times». «Ποιο τέλος των εφημερίδων; Το χαρτί είναι ακόμα ισχυρό», λέει με πειθώ αντιδρώντας σε όλους όσοι πιστεύουν ότι τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ θα αφανίσουν τον Τύπο. Η οικογένειά του ανέλαβε το νευραλγικό πόστο του εκδότη από το 1896, όταν ο πρόγονός του αγόρασε την εφημερίδα.
Ο 37χρονος εκδότης των NYT είναι και δημοσιογράφος. Είχε την φαεινή ιδέα να αναπτύξει μία αμφίδρομη σχέση με τους αναγνώστες του προκειμένου να τους πείσει ότι η εφημερίδα δεν θα πεθάνει. Όπως ισχυρίζεται,το χαρτί θα επιβιώσει σε αντίθεση με τα όσα διατείνονται οι ειδικοί ότι για τις εφημερίδες έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.
Για τον Άρθουρ, εάν μία εφημερίδα καταφέρει να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των αναγνωστών, έχει ποιότητα στη ενημέρωση και διασταυρωμένες πληροφορίες,τότε δεν θα έχει πρόβλημα επιβίωσης.
Ο 37χρονος Άρθουρ αφουγκράζεται τον παλμό της εποχής και πάει κόντρα στο ρεύμα. Θεωρεί ότι τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ δεν θα αφανίσουν τον Τύπο.
Αφιέρωσε ατελείωτες ώρες για να απαντήσει σε 2.500 ερωτήσεις που του έθεσαν οι αναγνώστες της εφημερίδας: ερωτήσεις που σχετίζονται με τον ρόλο του ως εκδότη,τα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη που ξεφεύγουν στα κείμενα της εφημερίδας,για τη στάση που κράτησε το έντυπο κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ αλλά και για το μέλλον της εφημερίδας και της δημοσιογραφίας γενικότερα.
Ο Άρθουρ ασχολείται από το 2013 περισσότερο με τη στρατηγική της εφημερίδας:«Από τότε συνεργάζομαι με συναδέλφους σε όλη την εταιρεία για να απαντήσω σε ένα ουσιαστικό ερώτημα: Πώς μπορούν οι ΝΥΤ να κρατήσουν τη δημοσιογραφική τους παράδοση, ενώ παράλληλα εξελίσσονται για να ανταποκριθούν στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των αναγνωστών τους και να βρουν νέους τρόπους για να μεταδώσουν τις ιστορίες; Παρά το γεγονός ότι έχουμε σημειώσει μεγάλη πρόοδο τα τελευταία δύο χρόνια, το ερώτημα αυτό παραμένει στο επίκεντρο του νέου ρόλου μου ως εκδότη», όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει στο σημείωμα που προηγείται των απαντήσεών του. Ανάμεσα στα ερωτήματα που του τέθηκαν είναι και αυτά των «fake news» με τα οποία ορισμένα χαρακτήρισαν την εφημερίδα ως προκατειλημμένη.
«Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παραμείνουμε πιστοί στην αποστολή μας να βρούμε και να λέμε τις ιστορίες που έχουν σημασία, χωρίς φόβο. Πιστεύω ότι ο ταχέως αυξανόμενος αριθμός των αναγνωστών και των συνδρομητών μας είναι μια απόδειξη για το ότι οι άνθρωποι όλο και περισσότερο θέλουν ειδήσεις που να μπορούν να εμπιστευτούν. Πιστεύω επίσης ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα για να βοηθήσουμε τους πολίτες να καταλάβουν γιατί πρέπει να εμπιστεύονται τη δημοσιογραφική μας δραστηριότητα και να παρέχουν μεγαλύτερη διαφάνεια στην αναφορά μας» επισημαίνει ο Σουλτσμπέργκερ.
Από το ψαροχώρι στο τιμόνι των «New York Times»
Ο αστυνόμος του Γουέικφιλντ έκλεισε το τηλέφωνο χαμογελαστός. Αναρωτιόταν τι στο καλό γύρευε ο νεαρός ρεπόρτερ της τοπικής εφημερίδας «Providence Journal» που έπαιρνε τηλέφωνο κάθε μέρα σε αυτό το χωριουδάκι του Rhode Island για να μάθει αν υπήρξε κάποιο συμβάν κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Ήξερε ότι ο 24χρονος τότε Αρθουρ Γκρεγκ Σούλτσμπεργκερ ήταν ο γιος του εκδότη των «New York Times», κάτι που πολύ απλά σήμαινε ότι θα μπορούσε να δουλεύει σε μία από τις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου.
Γι’ αυτό αδυνατούσε να καταλάβει με ποια λογική ο νεαρός επέλεξε για πρώτη του δουλειά μια μικρή τοπική εφημερίδα στην επαρχία του New Providence, μετά από υπόδειξη της καθηγήτριάς του Τρέισι Μπρέτον στο Πανεπιστήμιο Brown.
H Μπρέτον, κάτοχος βραβείου Πούλιτζερ για ρεπορτάζ της στην «Providence Journal» πίεζε τον Αρθουρ που δεν είχε πειστεί ακόμα να ξεκινήσει την καριέρα του σε ένα ψαροχώρι.
«Εχω την αίσθηση από το διάστημα που δούλεψα μαζί σου ότι θα σου αρέσει, οπότε τι χάνεις να δοκιμάσεις; Κάν’ το και αν δεν σου αρέσει, μπορείς πάντα να κάνεις κάτι άλλο», του είχε πει η δημοσιογράφος.
Ο Αρθουρ το έκανε και γρήγορα διαπίστωσε ότι του άρεσαν -για την ακρίβεια, παθιάστηκε- η μικρή εφημερίδα και τα ρεπορτάζ που έκανε για δύο χρόνια παρόλο που θα μπορούσε να ήταν όπου αλλού επιθυμούσε.
Οταν έφυγε πήγε για δύο χρόνια συντάκτης στην «Oregonian» του Πόρτλαντ, ενώ για ένα φεγγάρι πέρασε και από το Κάνσας, προτού τελικά ενσωματωθεί, το 2009, στους «New York Times».
Από την περασμένη Δευτέρα είναι και επισήμως πλέον ο εκδότης μιας από τις ιστορικότερες εφημερίδες των ΗΠΑ μετά την απόφαση του πατέρα του να αποχωρήσει έπειτα από 25 χρόνια θητείας, παραδίδοντας τη σκυτάλη στον 37χρονο Αρθουρ.
Σε έναν παθιασμένο με τη δουλειά νεαρό και φανατικό vegan που όταν πήγε για δουλειά στο Κάνσας, μια πόλη που θεωρείται η Μέκκα του κρέατος, έμεινε μιάμιση μέρα νηστικός μέχρι να βρει ένα κινέζικο εστιατόριο για να φάει τόφου!
Ο διάδοχος που κέρδισε όλους τους διεκδικητές
Στις 14 Δεκεμβρίου όλοι οι εργαζόμενοι στον όμιλο των «New York Times έλαβαν» ένα mail από τον Αρθουρ Σούλτσμπεργκερ τζούνιορ, πατέρα του νέου εκδότη, στο οποίο τους ανακοίνωνε τη νέα σελίδα που ανοίγει για μία από τις πιο επιδραστικές εφημερίδες των ΗΠΑ.
«Αυτό δεν είναι ένα αντίο», έλεγε μεταξύ άλλων, «όμως μπαίνοντας στη νέα χρονιά το μεγάλο πλοίο που είναι οι “Times” θα έχει για καπετάνιο τον Αρθουρ Γκρεγκ».
«Είμαι υπέρμαχος του πρωταθλητισμού που κάνει αυτός ο όμιλος και θα συνεχίσω να το πράττω ως εκδότης» υπογράμμισε ο διάδοχος στη μιντιακή αυτοκρατορία των Οτς - Σούλτσμπεργκερ.
Παρότι νεωτεριστής, δεν προανήγγειλε μεγάλες αλλαγές το ερχόμενο διάστημα, έστω και αν κάποιοι πιστεύουν το αντίθετο, ειδικά όταν σημειώνονται τέτοιες αλλαγές σε έναν εκδοτικό κολοσσό.
Ο πατέρας του θα εξακολουθήσει να είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, έχοντας οδηγήσει τον όμιλο στη νέα ψηφιακή εποχή.
Εβγαλε την online έκδοση της εφημερίδας το 1996 και 15 χρόνια αργότερα εισήγαγε την ηλεκτρονική πληρωμή ή συνδρομή ρισκάροντας να χάσει χιλιάδες αναγνώστες.
Ο πατέρας του πάντως αποδείχθηκε πολύ διορατικός.
Με την διαφημιστική πίτα στα έντυπα ΜΜΕ των ΗΠΑ να συρρικνώνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, οι «New York Times» επικεντρώθηκαν στην αύξηση των συνδρομητών τους και στη συνεχή ανανέωση και επέκταση της ψηφιακής τους πλατφόρμας.
Ολα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η εφημερίδα έχει 3.500.000 συνδρομητές -οι 2.500.000 είναι μόνο για την ηλεκτρονική της έκδοση- και είναι από τις ελάχιστες που προσλαμβάνουν δημοσιογράφους σε μια περίοδο όπου τα αμερικάνικα ΜΜΕ ζορίζονται πολύ.
Ο νεαρός Αρθουρ ξεκίνησε να εργάζεται στην εφημερίδα το 2009, αρχικά στη Νέα Υόρκη και κατόπιν στο Κάνσας, ως υπεύθυνος του γραφείου των NYT στην πόλη.
Οι μετοχές του ανέβηκαν κατακόρυφα χάρη στο Innovation Report, μια έκθεση για μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, η οποία διέρρευσε κάποια στιγμή και μέχρι σήμερα θεωρείται πρότυπο για τον χώρο των ΜΜΕ.
Στην κούρσα της διαδοχής για την ιδιαίτερα απαιτητική θέση του εκδότη της ιστορικής εφημερίδας ο Aρθουρ δεν έπαιζε μόνος του, αφού υπήρχαν άλλοι δύο υποψήφιοι, ο 37χρονος Σαμ Ντόλνικ και ο Ντέιβιντ Πέρπιτς, αμφότεροι ξαδέρφια του που δουλεύουν για χρόνια σε σημαντικές θέσεις στους «Times», ωστόσο ο υιός Σούλτσμπεργκερ είχε κάτι παραπάνω: ήταν δημοσιογράφος, είχε ηγετικές ικανότητες και έβλεπε μπροστά.
Εν αντιθέσει με τον πατέρα του είναι πιο κλειστός χαρακτήρας και αποφεύγει να μιλάει πολύ, μετρώντας κυριολεκτικά κάθε κουβέντα του.
«Δεν μεγάλωσα φιλοδοξώντας να γίνω εκδότης των “New York Times”» δήλωσε πριν από λίγες ημέρες στο έγκριτο «New Yorker» συμπληρώνοντας με νόημα: «Εχοντας, όμως, περάσει τα τελευταία 8 χρόνια της ζωής μου εδώ και κατανοώντας πόσο σημαντική είναι η δουλειά που παράγεται κάθε μέρα, δεν μπορώ να φανταστώ έναν πιο ικανοποιητικό ή ανταποδοτικό τρόπο για τη ζωή μου».
Από τον Μπους στον Τραμπ
Στο γραφείο του Αρθουρ Γκρεγκ Σούλτσμπεργκερ ένα από τα ελάχιστα διακοσμητικά στοιχεία είναι μια κορνίζα με το ρεπορτάζ του για έναν υπέργηρο -ήταν 103 ετών όταν τον συνάντησε-δικαστή του Κάνσας.
Με αραιά μαλλιά και παρουσιαστικό που παραπέμπει περισσότερο σε τεχνοκράτη παρά σε δημοσιογράφο, ο 37χρονος εκδότης μιας από τις πιο ισχυρές εφημερίδες των ΗΠΑ ξέρει πολύ καλά πώς να χειρίζεται δύσκολες καταστάσεις.
Τα τελευταία χρόνια, ως αναπληρωτής εκδότης, ενημερωνόταν για όλα όσα αφορούσαν τον όμιλο έχοντας πρωτίστως αποδείξει ότι μπορούσε να σταθεί στα πόδια του.
Γεννημένος στην Ουάσινγκτον, ο Αρθουρ μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια όπου η οικονομική επιφάνεια ήταν δεδομένη, τα μέλη της όμως δεν τη φώναζαν ποτέ.
Πήγε σε ένα από τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία του Μανχάταν, όπου φοιτούν παιδιά της υψηλής κοινωνίας, και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Brown με δίπλωμα στις Πολιτικές Επιστήμες.
Η αγάπη του για τη δημοσιογραφία τον οδήγησε αρχικά στο ψαροχώρι του Γουέικφιλντ, εν αντιθέσει με τον πατέρα του ο οποίος ανδρώθηκε δημοσιογραφικά στους NYT.
Ο τελευταίος θήτευσε ως ανταποκριτής της εφημερίδας στην Ουάσινγκτον, αλλά και ως νυχτερινός υπεύθυνος Παραγωγής στα περίφημα πιεστήρια της 43ης Οδού.
Επί των ημερών του πατέρα του άλλωστε, την άνοιξη του 2003, έσκασε και το Σκάνδαλο Τζέισον Μπλερ που ταρακούνησε για τα καλά τον όμιλο όταν έγινε γνωστό ότι ο συγκεκριμένος ρεπόρτερ των «New York Times» κατασκεύαζε ή έκλεβε από άλλα Μέσα τις ιστορίες του.
Ο Αρθουρ Οτς Σούλτσμπεργκερ διέταξε εσωτερικό έλεγχο και η εφημερίδα απολογήθηκε στους αναγνώστες της με ένα κείμενο 7.239 λέξεων στην πρώτη σελίδα της.
Κατάφερε όμως να κρατήσει το φύλλο κάτω από τον έλεγχο των δύο οικογενειών -Οτς και Σούλτσμπεργερ- την περίοδο της ύφεσης την ίδια στιγμή που δεκάδες εφημερίδες άλλαξαν ιδιοκτησιακό καθεστώς.
Τώρα ο υιός Σούλτσμπεργερ καλείται να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις και έναν πλανητάρχη που μισεί τους «New York Times», όπως και πολλά άλλα ΜΜΕ.
Η εφημερίδα που τα έβαλε με τον Νίξον
Οταν ο Αντολφ Οτς πλήρωσε το 1896 75.000 δολάρια για να αγοράσει τους «New York Times» η εφημερίδα πουλούσε μόλις 9.000 φύλλα και κάθε μέρα που κυκλοφορούσε ζημίωνε τον εκδότη της κατά 1.000 δολάρια.
Ο νέος εκδότης ήταν και αυτός που εμπνεύστηκε το μότο της, το περίφημο πλέον «Ειδήσεις που αξίζει να τυπωθούν», το οποίο φιγουράρει έκτοτε σε ένα μικρό τετράγωνο, πάνω αριστερά στην πρώτη σελίδα.
Μέσα σε λίγους μήνες η εφημερίδα άρχισε να ανακάμπτει και σταδιακά να επεκτείνεται τις επόμενες δεκαετίες ανοίγοντας γραφεία σε σημαντικές πόλεις της Αμερικής.
Το 1971 η αποκάλυψη των μυστικών εγγράφων του Πενταγώνου για την ανάμειξη των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ προκάλεσε σεισμό σε ολόκληρη τη χώρα.
Ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον έγινε έξαλλος, ειδικά όταν οι NYT απέρριψαν κάθε πρόταση συνδιαλλαγής προκειμένου να σταματήσουν να αποκαλύπτουν τα περίφημα Pentagon Papers.
Oπως έγινε γνωστό αργότερα, σε μια συνάντηση Νίξον - Κίσινγκερ για το καυτό θέμα, ο τότε πλανητάρχης είπε στον σύμβουλό του για θέματα Εθνικής Ασφάλειας: «Οι άνθρωποι που έκαναν κάτι τέτοιο θα έπρεπε να καούν στην πυρά».
Τελικά κάηκε ο ίδιος πολιτικά με το σκάνδαλο «Watergate», αφού ο πόλεμος που άνοιξε αρχικά μες τους «New York Times» και ακολούθως με τη «Washington Post», τον άφησε ηττημένο μετά από αρκετές δίκες οι οποίες δικαίωσαν τις δύο εφημερίδες.
Το στρατηγείο της εφημερίδας είναι ένας εντυπωσιακός ουρανοξύστης σχεδιασμένος από τον Ρέντσο Πιάνο στην 8η Λεωφόρο, στην καρδιά του Μανχάταν.
Ο όμιλος απασχολεί σήμερα πάνω από 1.450 δημοσιογράφους, διαθέτει 6 γραφεία στην περιοχή της Νέας Υόρκης, 14 σε άλλες πόλεις των ΗΠΑ και 29 σε διάφορες χώρες του κόσμου.
Η εφημερίδα έχει κερδίσει μέχρι σήμερα 122 βραβεία Πούλιτζερ -τα περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη- και από τον Σεπτέμβριο του 2016 είναι η πρώτη εφημερίδα σε κυκλοφορία στις ΗΠΑ, με 3.500.000 συνδρομητές της έντυπης και της ηλεκτρονικής της έκδοσης.
Ο 37χρονος νέος εκδότης της φιλοδοξεί μέχρι το 2020 να διπλασιάσει τους συνδρομητές της ηλεκτρονικής έκδοσης της εφημερίδας, σε μία μόνο από τις πολλές προκλήσεις που έχει μπροστά του.
Μένει να φανεί κατά πόσο ένας Σούλτσμπεργερ είναι καλύτερος από άλλον... Σούλτσμπεργκερ!
Πηγή: protothema.gr