Πέθανε στο νοσοκομείο Ερρίκος Ντυνάν, όπου νοσηλευόταν μετά από αιφνίδιο πρόβλημα υγείας ο δημοσιογράφος, Νίκος Νικολάου. Ο εκλιπών, στα 47 χρόνια της καριέρας του, εργάστηκε σε μεγάλες εφημερίδες και ταύτισε το όνομά του με την οικονομική δημοσιογραφία.
Ήταν ο πρώτος δημοσιογράφος ο οποίος καθιέρωσε το πολιτικοοικονομικό ρεπορτάζ.
Μεταξύ άλλων, διετέλεσε διευθυντής της «Καθημερινής», της οποίας ήταν στέλεχος από την εποχή της Ελένης Βλάχου, ενώ είχε κεντρικό ρόλο στη διάσωση της εφημερίδας την περίοδο Κοσκωτά, με την μεταβίβασή της στον Αριστείδη Αλαφούζο, με τον οποίο συνδέθηκαν με μακρά φιλία. Ανέλαβε τη διεύθυνση της Καθημερινής το 1989 και προχώρησε σε καινοτομίες και στον εκσυγχρονισμό της εικόνας του φύλλου.
Εκτός των άλλων, ήταν ο δημοσιογράφος ο οποίος ανέδειξε τον Θέμο Αναστασιάδη, τον οποίο πήρε από οικονομικό συντάκτη, τον έκανε πολιτικό και έπειτα του ανέθεσε να γράφει στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας τη στήλη «Όσα παίρνει ο άνεμος» όπου και υπέγραφε με το ψευδώνυμο Όφις. Η στήλη δημιούργησε ξεχωριστή δημοσιογραφική σχολή.
Επί της διευθύνσεως Νικολάου, η «Καθημερινή» ξεκίνησε το οικονομικό της ένθετο, το οποίο κυριάρχησε στην αγορά και οδήγησε και τον υπόλοιπο Τύπο να καθιερώσει ανάλογες εκδόσεις. Επιπλέον, υπήρξε επί σειρά ετών στέλεχος του «Βήματος», του οποίου διεύθυνε την οικονομική έκδοση. Είχε εργαστεί, επίσης, ως οικονομικός συντάκτης στη «Ναυτεμπορική», το «Εξπρές», την «Αυγή» και πολλές άλλες εφημερίδες. Επίσης, διετέλεσε διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου μετά τον Γιάννη Μαρίνο.
Ήταν ανοικτό πνεύμα, οπαδός της ελεύθερης οικονομίας και στη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του ανέδειξε πολλούς δημοσιογράφους. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και αναγνώρισης από τους συναδέλφους του, λόγω των γνώσεών του, της εμπειρίας και του υψηλού επαγγελματισμού που τον διέκρινε και γι’ αυτό τον αποκαλούσαν και ως «πρύτανη του οικονομικού ρεπορτάζ».
Είχε γεννηθεί το 1931 στη Χαλκίδα, σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Ήταν εξόριστος από το ’51 μέχρι το ’55 στον Άη Στράτη και ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα την 1.09.1955 στην «Αυγή» και εργάστηκε παράλληλα στη «Ναυτεμπορική» και την «Εξπρές».
Εργάστηκε στην «Καθημερινή» μεταξύ 1974-1990, αναλαμβάνοντας τη θέση του διευθυντή της το 1989. Μεταξύ 1990-2004 εργάστηκε στο «Βήμα», όπου διετέλεσε αναπληρωτής διευθυντής, για να επιστρέψει το 2005 στην «Καθημερινή».
«Πρόσωπα της Οικονομίας»: Το βιβλίο του Νίκου Νικολάου
Ο Νίκος Νικολάου είχε γράψει το βιβλίο «Πρόσωπα της Οικονομίας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Για την παρουσίαση του βιβλίου του η «Καθημερινή» είχε γράψει:
«''Το πρώτο ουίσκι στη ζωή μου το ήπια τον Ιανουάριο του 1956 σε ένα πλουσιόσπιτο, στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας Ομήρου 18''. Ετσι ξεκινά το βιβλίο του ο δημοσιογράφος Νίκος Νικολάου για να μας διηγηθεί το πώς γνώρισε τον Γιώργο Καρτάλη και να περιγράψει τη συμβολή του στην οικονομία και την πολιτική. Ο Καρτάλης είναι ένας μόνο από τους δεκάδες πρωταγωνιστές της οικονομικής και πολιτικής ιστορίας του τόπου που έζησε από κοντά ο έμπειρος και καταξιωμένος δημοσιογράφος Νίκος Νικολάου κατά την 50ετή του σταδιοδρομία.
Στο βιβλίο «Πρόσωπα της Οικονομίας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, ο Ν. Νικολάου αποκαλύπτει γεγονότα και συμπεριφορές πολιτικών προσώπων που πείθουν τον αναγνώστη ότι η ελληνική οικονομία σκόνταψε τις τελευταίες δεκαετίες στα ίδια εμπόδια που αντιμετωπίζει και σήμερα. Και ακόμη ότι οι δυσκολίες που φράζουν το δρόμο μας έχουν έναν διαχρονικό και διακομματικό χαρακτήρα, αφού ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε η Νέα Δημοκραία ως κυβερνήσεις κατάφεραν να νικήσουν τις δυνάμεις της αδράνειας, είτε αυτές εκφράζονταν από τους κομματικούς μηχανισμούς και τις πελατειακές σχέσεις, είτε εκπροσωπούνταν από τις γνωστές συντεχνίες που με τα προνόμιά τους κρατούν αιχμάλωτες τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου.
Η πρόοδος
Ετσι, στις τρεις και πλέον δεκαετίες από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, η οικονομία της χώρας προόδευσε και το κατά κεφαλήν εισόδημα υπερδιπλασιάστηκε και έφτασε τα 25.000 ευρώ. Η επεκτατική, όμως, αυτή ανάπτυξη δεν άλλαξε τις καθυστερημένες δομές της οικονομίας και δεν έλυσε τα διαρθρωτικά της προβλήματα, με αποτέλεσμα ο υψηλός πληθωρισμός, η ανεργία και τα διπλά ελλείμματα του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να αποτελούν μόνιμη απειλή και τελικά να οδηγούν σε ανατροπές κυβερνήσεων.
Οπως προκύπτει από τις μαρτυρίες αυτού του βιβλίου, το πολιτικό σύστημα της χώρας, με την αδυναμία του να εκσυγχρονίσει την οικονομία, επιβεβαίωσε την υποταγή του στον λαϊκισμό και την αιχμαλωσία του από τις συντεχνίες, κομματικές και συνδικαλιστικές.
Μέσα από τα «Πρόσωπα της Οικονομίας» ξεκινά την παρουσίαση των πρωταγωνιστών από τότε που ήταν μόλις πέντε μηνών δημοσιογράφος και εργαζόταν στην Αυγή, το 1956.
Τα «Πρόσωπα της Οικονομίας» περιγράφουν το περιβάλλον που οδήγησε την Ενωση Κέντρου το 1963 σε πολιτική παροχών. «Η πολιτική παροχών κατέστη δυνατή γιατί η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου βρήκε το κρυφό απόθεμα που είχε αφήσει ο Καραμανλής», σημειώνει στο βιβλίο, παραθέτοντας συνέντευξη του τότε υπουργού Οικονομικών, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος το αναγνωρίζει.
Η Ολυμπιακή
Το βιβλίο ανατρέπει σε πολλά σημεία την ιστορία όπως την γνωρίζουμε. Για παράδειγμα, το 1974, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν ήθελε να κρατικοποιήσει την Ολυμπιακή. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν αυτός που την εγκατέλειψε, γιατί έκρινε ότι ήταν ασύμφορη με τα τεράστια έξοδα μισθοδοσίας του προσωπικού, ιδιαίτερα των πιλότων, και προπαντός με τον δεκαπλασιασμό του κόστους καυσίμων λόγω της πρώτης ενεργειακής κρίσης (το 1973). Ο Ν. Νικολάου θυμάται ένα απόγευμα των αρχών του Δεκέμβρη του 1974 να μπαίνει συνοφρυωμένος στο γραφείο του υπουργού Συντονισμού ο Αριστοτέλης Ωνάσης και να φεύγει ύστερα από μία ώρα πιο σκοτεινιασμένος. «Βέβαιος ότι θα έβγαζα μια μεγάλη είδηση, περίμενα υπομονετικά μέχρι να βγει από το γραφείο ο Παπαληγούρας για να περπατήσει νευρικά πάνω κάτω στο μεγάλο διάδρομο καπνίζοντας την πίπα του. Τότε απετόλμησα την προβοκατόρικη ερώτηση: «Θα κρατικοποιήσετε την Ολυμπιακή, κύριε υπουργέ;» Η απάντηση ήρθε κοφτή και θυμωμένη: Εγώ να την κρατικοποιήσω; Ανόητος είμαι; Αυτός ήρθε και μου την πέταξε κατάμουτρα, λες και ήταν σκουπίδι»!
Ακολουθούν με λεπτομέρειες οι μέρες που έζησε ως δημοσιογράφος τη «βεντέτα» Καραμανλή-Παπαληγούρα με τον Ανδρεάδη. Γράφει για το πώς γνώρισε τον Μποδοσάκη και περιγράφει το μεράκι του για τη βιομηχανία, αλλά και το σαράκι της πολιτικής.
Ενα σημαντικό κεφάλαιο στο βιβλίο αναφέρεται στον καθηγητή Ζολώτα και τον τρόπο με τον οποίο απογείωσε την ελληνική οικονομία στην περίοδο 1956-1965.
Καραμανλής και ΕΟΚ
Λειτουργώντας ως χρονομηχανή, το βιβλίο μάς μεταφέρει και στις ημέρες που ο Καραμανλής άσκησε σημαντικές πολιτικές πιέσεις για να επιτύχει την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
Οι πρωταγωνιστές στο βιβλίο είναι πολλοί: Ο Γιάννης Μπούτος που άλλαξε κόμμα αλλά όχι αρχές, ο Μιχάλης Σάλλας που από καθηγητής έγινε τραπεζίτης, ο Στέφανος Μάνος που ως υπουργός αψήφησε το πολιτικό κόστος, ο Δημήτρης Χαλκιάς που απελευθέρωσε το τραπεζικό σύστημα ως κεντρικός τραπεζίτης, ο επαρχιώτης δικηγόρος Αλέκος Παπαδόπουλος που σταθεροποίησε την οικονομία, ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης και τα μυστικά της εμπορικής διπλωματίας, ο Γεράσιμος Αρσένης, ο Μανόλης Δρεττάκης, ο Δημήτρης Κουλουριάνος, ο Τάκης Ρουμελιώτης, ο Παρασκευάς Αυγερινός, ο Ευάγγελος Κουλουμπής κ.ά. Ως καλύτερο μάνατζερ – πολιτικό αναδεικνύει τον Γεώργιο Ράλλη. «Θέλω να εξομολογηθώ ότι ένας υπουργός που με εντυπωσίασε όχι μόνο για το ήθος και την ευγένειά του, αλλά κυρίως για την απλότητα και αποτελεσματικότητα της δουλειάς του ήταν ο Γεώργιος Ράλλης».
Το βιβλίο κλείνει με το «αουτσάιντερ» Γιάννο Παπαντωνίου που ανέλαβε την εντολή του Ανδρέα για την ένταξη στην ΟΝΕ και με το πώς ο Σημίτης ηττήθη κατά κράτος από τους συνδικαλιστές».
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις