Του Γ. Λακόπουλου
Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που ο ίδιος δημοσιογράφος ως νεαρός ρεπόρτερ έγινε μάρτυρας ενός περιστατικού στο οποίο ο υπάλληλος Δήμου Αθηναίων έλεγε σε έναν πολίτη » και αυτός του απαντούσε Ήταν η εποχή που η φράση » είχε αντίκρισμα. Η εποχή στην οποία ο αρχισυντάκτης έλεγε στον δημοσιογράφο:
Η σημερινή δημοσιογραφία δεν φοβάται μη χαθεί η ατέλεια χάρτου. Και το κοινό της δεν πιστεύει ότι αυτά που γράφουν οι εφημερίδες είναι αλήθεια. Το αντίθετο. Υποψιάζεται ότι για να τα γράφουν είναι ψέματα. Η κρίση αντιπροσώπευσης πλήττει την ενημέρωση και τα ΜΜΕ, περισσότερο από την πολιτική και τα κόμματα. Όσο δεν πιστεύει ο ψηφοφόρος ότι ο πολιτικός ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα των πολιτών, άλλο τόσο δεν πιστεύει ότι ο δημοσιογράφος ενδιαφέρεται για την ενημέρωση των αναγνωστών.
Η δημοσιογραφία του ιδιοκτήτη
Όχι ότι δεν υπάρχουν δημοσιογράφοι ικανοί να αναζητήσουν την αλήθεια και πρόθυμοι να τη γράψουν. Υπάρχουν- ειδικά στις νεότερες γενιές. Αλλά πού να τη γράψουν; Πόσες εφημερίδες σήμερα ενδιαφέρονται για την αλήθεια και όχι αποκλειστικά τα συμφέροντα του ιδιοκτήτη της; Δεν μιλάμε για το εκδοτικό δικαίωμα στην πολιτική γραμμή. Αλλά για την απόλυτη καθυπόταξη της δημοσιογραφίας στις επιδιώξεις του «αφεντικού» που ακυρώνει τη δημοσιογραφία.
Από όσα τράβηξε η χώρα πολλά θα είχαν αποτραπεί αν υπήρχε απέναντι στην εκάστοτε πολιτική και οικονομική εξουσία στιβαρή δημοσιογραφία. Αν οι δημοσιογράφοι απολογούνταν μόνο στη συνείδησή τους και στον διευθυντή τους και όχι στον κομματικό παράγοντα, ή τον οικονομικό μεγιστάνα. Αν οι εφημερίδες και τα ΜΜΕ διατηρούσαν τη φυσιογνωμία τους απέναντι στο κοινό τους με άξονα την ενημέρωση και την αλήθεια την κριτική και την αποκάλυψη , ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους.
Εφημερίδες πέρασαν από την μια περιοχή του πολιτικού φάσματος στην άλλη, απλώς επειδή άλλαξαν ιδιοκτήτη. Στις ίδιες σελίδες που διάβαζε κανείς κάποτε για τις τις αξίες και τους αγώνες της Δημοκρατικής Παράταξης απέναντι στη Δεξιά, για τους αγώνες της Αριστεράς, για το ανοσιούργημα της Αποστασίας, διαβάζει σήμερα ύμνους για τη Δεξιά και την οικογένεια Μητσοτάκη, υβρεολόγια για την Αριστερά και λιβέλους για τις ιδέες της.
Εφημερίδες που ανέδειξαν το ιμπέριουμ του Ανδρέα Παπανδρέου πρωταγωνιστούν στην αποδόμηση της μνήμης του και την ανάδειξη του Κώστα Μητσοτάκη σε μεγάλο πολιτικό του 20ου αιώνα. Από τον παραδοσιακό παπανδρεϊσμό τους πέρασαν στον νεομητσοτακισμό…
Η εξαχρείωση από τα ταμπλόιντ ως την οθόνη
Μήπως υπάρχει ραδιοτηλεόραση στην οποία η δημοσιογραφική δουλειά να κρίνεται από την αρτιότητά της και όχι από τις επιδιώξεις του καναλάρχη; Τα -καθ υπόδειξη-μονοθεματικά και μονόπλευρα δελτία ειδήσεων και τα στρογγυλά τραπέζια με τους ίδιους – ημέτερους-μαϊντανούς δεν είναι δημοσιογραφία και ενημέρωση. Απορείς αν ο άλλος είναι προσκεκλημένος πολιτικός ή μέλος του προσωπικού που κάνει βάρδια….
Πού να ασκηθεί σήμερα η δημοσιογραφία όταν δεν υπάρχουν αυθεντικά ΜΜΕ;. Σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχουν και αυθεντικοί δημοσιογράφοι. Πολλοί – συνήθως φίρμες -έχουν τη δική τους ατζέντα. Γράφουν και εκφωνούν για να υπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Ιδίως στο χώρο του λεγόμενου πολιτικού ρεπορτάζ- δηλαδή εκεί που κατ’ εξοχήν η δημοσιογραφία συναντάει την πολιτική.
Πάντα στον Τύπο υπήρχαν εξαρτήσεις, συμφέροντα, επιδιώξεις κομματικές επιρροές. Αλλά η δημοσιογραφία είχε σε μεγάλο βαθμό αυτονομία και αρτιότητα. Οι δημοσιογράφοι περνούσαν από το σχολείο της πράξης και αυτό τους έμενε. Ήταν, συνήθως, παθιασμένοι με τη δουλειά τους. Κακοπληρωμένοι, αλλά αξιόπιστοι ακόμη και την εποχή των «τραστ». Και πάνω από όλα: κανείς δεν γινόταν πλούσιος γράφοντας σε μια εφημερίδα.
Με την είσοδο των ταμπλόιντ, που αναζητούσαν τον εντυπωσιασμό, οι εφημερίδες πήραν κάποιους από το δρόμο και τους έκαναν δημοσιογράφους. Υπήρξε διευθυντής που μετά από ένα θανατηφόρο τροχαίο δεν έστελνε το συντάκτη στον τόπο του ατυχήματος, αλλά στο σπίτι του θύματος για να του φέρει φωτογραφία της αδελφής του θύματος με … μαγιό – για τη πρώτη σελίδα. Υπάρχει μαρτυρία για φωτορεπόρτερ που… έγδυσε δολοφονημένη νοικοκυρά για να κάνει πιο εντυπωσιακό το έγκλημα.
Ενοικιαζόμεθα…
Κάποιοι από αυτούς στη συνέχεια έγιναν στελέχη στις εφημερίδες και τα λοιπά ΜΜΕ και στην πραγματικότητα έστησαν τη σύγχρονη ελληνική δημοσιογραφία , με βάση την πρακτική, τη νοοτροπία και τις αδίστακτες επιδιώξεις τους. Άλλοι διολίσθησαν στην ευκολία. Ανοίγεις το ραδιόφωνο για να ακούσεις μια εκπομπή και ο παρουσιαστής ξαφνικά σου υποδεικνύει ποιο αυτοκίνητο να αγοράσεις, σε ποια τράπεζα να ανοίξεις λογαριασμό, με ποιο δίκτυο τηλεφωνίας να συνδεθείς, ποιο κρασί, ποιο βούτυρο και ποια σοκολάτα να προτιμήσεις. Δεν είναι τυπική διαφήμιση. Εμφανίζεται ως μέρος της δημοσιογραφικής εργασίας.
Για να πάρει κάποιος εκπομπή πρέπει να φέρει στον ιδιοκτήτη χορηγία και να τη…μοιραστούν. Στην ουσία ο εργοδότης νοικιάζει τις συχνότητες στους…υπαλλήλους του. Και αυτοί ανερυθρίαστα νοικιάζουν τη φωνή και το όνομα τους στην επιχείρηση που διαφημίζεται. Άντε μετά να χρειαστεί να γράψουν γι’ αυτήν…
Σε ένα απολογητικό υπόμνημα προς το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ -που του επέβαλε ποινή γιατί εκφώνησε ένα διαφημιστικό μήνυμα στην τηλεόραση- ο δημοσιογράφος Αντώνης Σρόιτερ κατήγγειλε ότι δεν ασκείται πειθαρχικός έλεγχος στις εξής περιπτώσεις: «. Φωνή βοώ ντος….
Η στράτευση που… συμφέρει
Η …κανονική δημοσιογραφία εκτοπίζεται. Υπάρχουν αξιόλογοι δημοσιογράφοι, καλοί γραφιάδες με ικανότητες στο ρεπορτάζ. Ιδίως νέα παιδιά, με καλές σπουδές και ευρύ περίοδο γνώσεων. Αλλά δεν υπάρχει δημοσιογραφία. Για την ακρίβεια δεν υπάρχουν μέσα ενημέρωσης για να απορροφήσουν το προϊόν εντίμων επαγγελματιών δημοσιογράφων. Με εξαίρεση την αυτοδιαχειριζόμενη » Εφημερίδα των Συντακτών»- την καλύτερη εφημερίδα μαζί με την «Καθημερινή » σήμερα-και το μαχητικό αντιδεξιό «Documento» του Κ. Βαξεβάνη- εφημερίδες και ραδιοτηλεοπτικά μέσα λειτουργούν ως πίνακες ανακοινώσεων των ιδιοκτητών τους – για την αποκλειστική υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Πού να δημοσιευθεί μια είδηση, πού να προβληθεί έναν ρεπορτάζ, να γραφεί μα κριτική όταν όλα πρέπει να εντάσσονται σ’ αυτό το πλαίσιο;
Ποτέ άλλοτε η δημοσιογραφία δεν ήταν τόσο διατεταγμένη γιατί ποτέ άλλοτε οι επιχειρήσεις ΜΜΕ δεν ήταν τόσο ψευδώνυμες. Δεν επιδιώκουν την οικονομική επιβίωσή τους με την προσέλκυση αναγνωστών δια του περιεχομένου τους. Είναι εξ αρχής όργανα συμφερόντων, κομματικής προπαγάνδας, υπεράσπισης ακόμη και της ανομίας. Ποια αλήθεια να υπερασπιστούν; Την αλήθεια της αφαίμαξης του δημοσίου χρήματος και της βουλιμίας για συγκυβέρνηση;
Οι γενιές που είχαν ενστάσεις για τον Λαμπράκη, τη Βλάχου, τους Μπότσηδες, τον Τεγόπουλο, τον Παπαγεωργίου ανατριχιάζουν παρατηρώντας σε ποιων τα χέρια βρίσκονται σήμερα τα ΜΜΕ. Ποιες δράσεις έχουν. Ποια αποστολή αναλαμβάνουν. Και σε ποια θέση έχουν περιέλθει εντός τους οι δημοσιογράφοι- εκτός από μια κάστα ασύδοτων περί τον ιδιοκτήτη που κάνει «δουλειές».
Το Διαδίκτυο δεν έφερε την άνοιξη στην ενημέρωση. Με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις -και πέρα από τα ατομικά ιστολόγια στα οποία κάποιοι δημοσιογράφοι καταθέτουν θαρραλέα τη γνώμη τους – ιντερνετικοί οχετοί πνίγουν κάθε έννοια ενημέρωσης με τη στρατολόγησή τους σε κάθε είδους συμφέροντα και επιδιώξεις-, ενίοτε με λούμπεν και πανάθλια εκφορά λόγου.
Δημοσιογραφία για κάθε χρήση…
Χωρίς υγιείς επιχειρήσεις ΜΜΕ δεν είναι δυνατό να υπάρχει και δημοσιογραφία. «Εχουμε γίνει βαποράκια» θυμοσοφεί ο πολύπειρος Βασίλης Σκουρής. «Δεν είμαι δημοσιογράφος» έλεγε όταν πρωτοεμφανίσθηκαν αυτά τα φαινόμενα ο αείμνηστος Ανδρέας Δεληγιάννης, αρχισυντάκτης στο Βήμα και ένας από τους σημαντικότερους δημοσιογράφους όλων των εποχών.
Υπάρχουν δημοσιογράφοι- εκδότες,- δημοσιογράφοι-επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι -διαφημιστές, δημοσιογράφοι -έμποροι, δημοσιογράφοι ιδιοκτήτες εταιριών, δημοσιογράφοι που θέλουν να γίνουν πολιτικοί και γίνονται. Για να μην πάμε στους αόρατους δημοσιογράφους μυστικοσυμβούλους, τους «ίματζ μέηκερς» τους ενδιάμεσους τους, τους μιζαδόρους. Ή σε όσους επιδεικνύουν σύμβολα του πλούτου που δεν αποκτήθηκε με τον επίσημο μισθό τους. Όλοι είναι πάντα μέλη του επαγγελματικού σωματείου. Το οποίο στο χειρότερο είδος «δημοσιογραφίας» των ημερών επέβαλε ποινή διαγραφής έξι μηνών.
Η δημοσιογραφία -όπως και η πολιτική – είναι πλέον σαν τα τροπικά δάση: τρέφονται από τη σήψη τους. Νέα παιδιά με σπουδαία βιογραφικά και αγνές προθέσεις προσπαθούν να μπουν στο επάγγελμα – ίσως παρακινούμενα από τη λάμψη των λίγων -και πέφτουν στα χειρότερα χέρια, ειδικά όταν πρέπει να έλθουν σε επαφή με την πολιτική.
Η απόλυτη κατάντια της δημοσιογραφίας… «Είναι εύκολο να το υποψιάζεσαι, δύσκολο να το λες ανοικτά και δυσκολότερο να το αποδείξεις» έγραφε πρόσφατα το δημοσιογραφικό site Harddog για τα μυστικά κονδύλια στο χώρο των αθλητικών δημοσιογράφων. Τι να πει κανείς για όσα ακούγονται στην πολιτική και οικονομική δημοσιογραφία….
Δεν είναι σωστό να καίγονται και τα χλωρά μαζί με τα ξερά, να πλήττονται οι ακέραιοι επαγγελματίες δημοσιογράφοι με γενικεύσεις … Αλλά δεν έγινε τυχαία κακόφημο επάγγελμα η δημοσιογραφία…
ΥΓ: Σ’ αυτό το τοξικό περιβάλλον προκύπτει ένα ερώτημα: αξίζει τον κόπο η σημερινή δημοσιογραφία; Έχει νόημα να γράφει κάποιος όταν δεν υπάρχει τίποτε να υπερασπιστεί;
Πηγή: anoixtoparathyro.gr