Το πραξικόπημα των προηγούμενων ημερών στον Νίγηρα, ήταν κρίκος στην αλυσίδα των ανατροπών στην πολύπαθη Αφρικανική Ήπειρο. Και υπήρξε συνέχεια. Μια νέα επέμβαση του στρατού έγινε τα τελευταία εικοσιτετράωρα στην Γκαμπόν. Μια μικρή Αφρικανική χώρα στα Δυτικά της Ηπείρου. Η οποία μεν δεν μπορεί να ενταχθείς στο ‘σύμπλεγμα΄ των χωρών, που συγκροτούν το λεγόμενο Σαχέλ, ούτε να καταταγεί στην ευρύτερη σφαίρα επιρροής του, αλλά έχει μια χαρακτηριστική ομοιότητα. Είναι Γαλλόφωνη και πρώην Γαλλική αποικία. Απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1960, την ίδια δηλαδή χρονιά όπως ο Νίγηρας, χωρίς αυτό να σηματοδοτούσε και τον απογαλακτισμό της, από την πρώην αποικιοκρατική δύναμη. Ενδεχομένως εξάλλου, μια τέτοια προοπτική να μην ήταν και άμεσα εφικτή, δεδομένης της ανυπαρξίας των απαραίτητων για τον σκοπό αυτό υποδομών αλλά και επαρκούς πολιτικού και τεχνοκρατικού προσωπικού.
Η κατ’ αρχήν υπονόμευση της Γαλλικής επιρροής σε μια ακόμα χώρα, είναι εύλογο να προκαλεί προβληματισμό ως προς τις εξελίξεις, αλλά και τη Γαλλική αντίδραση. Η Γαλλία είναι η δεύτερη οικονομία της Ένωσης, η ισχυρότερη στρατιωτικά χώρα, η μοναδική με πυρηνικό οπλοστάσιο, κατέχουσα μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και μια πραγματική πολιτισμική υπερδύναμη.
Ο περιορισμός του κύκλου επιρροής της, σε μια περιοχή και σε μια Ήπειρο, όπως η Αφρικανική, δεν αντανακλά μόνο στο κύρος της, που αφεαυτού αποτελεί παράμετρο επιβεβαίωσης και διεκδίκησης γεωπολιτικής ισχύος. Υπονομεύει και την αδιατάρακτη και κατά κανόνα συμφέρουσα προμήθειά της σε πολύτιμες πρώτες ύλες και ορυκτά, που είναι εξαιρετικά σημαντικά για τη βιομηχανία της και την οικονομία της. Δεν μπορεί εξάλλου να λησμονηθεί, πως η επίκληση της ‘ανυπαρξίας ζωτικού χώρου΄, ιδίως από τη Γερμανία, με κατεξοχήν σημείο αναφοράς τη διανομή της Αφρικής ως αποικιών, ήταν που σε μεγάλο βαθμό οδήγησε σε παγκόσμια σύρραξη. Ο περιορισμός των δυνατοτήτων για την προμήθεια πρώτων υλών και ενέργειας, εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη, περιορίζει τον παραγόμενο πλούτο, συντηρεί την κοινωνική δυσανεξία, επιτείνει τις συγκρούσεις, ευνοεί την ανάπτυξη τυχοδιοκτικών τάσεων και δημαγωγικών πρακτικών, υπονομεύει την πολιτική εξουσία και οδηγεί στην ανατροπή της. Είναι μια εξέλιξη ιστορικά επαναλαμβανόμενη, που κάθε ισχυρή πολιτική δύναμη, έχει υπόψη της, ως προϋπόθεση επιβίωσης, να αποτρέψει.
Η σύγκρουση των άτυπων σφαιρών επιρροής στην Αφρικανική Ήπειρο, έχει μάλιστα πρόσφατα κατηγορηθεί ως, μεταξύ των άλλων, υπεύθυνη για την πρόκληση ανθρωπιστικών καταστροφών και ειδικότερα της γενοκτονίας στη Ρουάντα. Η Αφρικανική αυτή χώρα, που με τη σειρά της απέκτησε την ανεξαρτησία της από το Βέλγιο το 1962, βίωσε τη γενοκτονία της μειοψηφούσας εθνοτικής της ομάδας, των Τούτσι, από την πλειοψηφούσα τους Χούτου, οι οποίοι στράφηκαν και κατά των μετριοπαθών Χούτου. Ως αποτέλεσμα πάνω από 500.000-κατά άλλες πηγές έφτασαν τις 800.000- Τούτσι και μετριοπαθείς Χούτου, σφαγιάσθηκαν το 1994. Οι πληγέντες Τούτσι, που είναι κατεξοχήν Αγγλόφωνοι, κατηγορούν μέχρι και σήμερα τη Γαλλία, ότι δεν έπραξε τα δέοντα για να αποτρέψει ή σε κάθε περίπτωση να περιορίσει την έκταση της σφαγής, μέσω της επιρροής που είχε και μπορούσε να ασκήσει στους Γαλλόφωνους Χούτου.
Αλλά και στην περίπτωση του Νίγηρα, καταγράφεται μια αρχική διάσταση προσέγγισης από πλευράς των μεγάλων Δυτικών Δυνάμεων. Έτσι ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες, επιχειρούν να διατηρήσουν διαύλους επικοινωνίας με το στρατιωτικό καθεστώς, η Γαλλία φέρεται να επιθυμεί την υιοθέτηση σκληρής πολιτικής για την απομάκρυνση των πραξικοπηματιών και αντιμετωπίζει με καχυποψία, κάθε διαφορετική κίνηση, που θα μπορούσε να εκληφθεί ως έμμεση νομιμοποίησή τους. Κι όλα αυτά ενώ η Κίνα έχει εδραιωμένη παρουσία και η Ρωσία, ιδίως μέσω της Βάγκνερ ενισχύει την επιρροή της. Εξελίξεις που εκ των πραγμάτων ενισχύουν τις μεταναστευτικές ροές. Και όλοι ξέρουμε οι ροές αυτές που καταλήγουν.