Θυμάμαι πριν αρκετά χρόνια, με αφορμή την ετήσια τότε εκδήλωση των Αποφοίτων του Αμερικανικού Κολλεγίου Αθηνών για την Οικονομία, τον διάσημο οικονομολόγο Λέστερ Θόροου να μου λέει ότι «....είναι τεράστιο λάθος των πολιτικών να πιστεύουν ότι μια οικονομία μπορεί να ψεύδεται». Ακόμα χειρότερα, τα λάθη οικονομικής πολιτικής που γίνονται με εμφανή πολιτικά κριτήρια, συνήθως μπαίνουν από την πίσω πόρτα με οδυνηρές συνέπειες. Κυρίως για τους «μη έχοντες και μη κατέχοντες».
Μήπως κάτι τέτοιο συμβαίνει σήμερα με την πρώτη ατμομηχανή της διεθνούς οικονομίας; Αν ναι, ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες και οι επιμέρους επιπτώσεις; Ας δούμε από πιο κατά τα γεγονότα, που ίσως να μιλάνε από μόνα τους.
Την Τρίτη 1η Αυγούστου, ο ειδικός εισαγγελέας Τζακ Σμιθ ανακοίνωσε ένα «καυτό» νέο κατηγορητήριο κατά του πρώην Προέδρου των Η.Π.Α., Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος φέρεται να εξαπέλυσε «μια άνευ προηγουμένου επίθεση στην έδρα της αμερικανικής δημοκρατίας».
Και την ίδια ακριβώς ημέρα, ο οίκος αξιολόγησης Fitch αφαίρεσε από την Αμερική την τιμημένη ετικέτα «ΑΑΑ», επαναλαμβάνοντας μια παρόμοια κίνηση του 2011 από την Standard & Poor's. Αυτό σημαίνει ότι δύο από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης έχουν πλέον υποβαθμίσει τα κρατικά ομόλογα - άσχετα που αυτά υποτίθεται ότι καθορίζουν το «ακίνδυνο» σημείο αναφοράς για την παγκόσμια χρηματοδότηση.
«...Με μια πρώτη ματιά», έγραψαν οι «Financial Times», «...οι δυο αυτές ανακοινώσεις μπορεί να μη φαίνονται συνδεδεμένες - και σίγουρα δεν ήταν συντονισμένες. Αλλά η σύμπτωση είναι συμβολική. Διότι αυτό που συλλογικά σηματοδοτούν είναι ότι η πολιτική οικονομία της Αμερικής οδεύει σε αχαρτογράφητα νερά, με ένα ανησυχητικά ευρύ φάσμα πιθανών αποτελεσμάτων. Οι επενδυτές θα πρέπει να το λάβουν υπόψη τους, ανεξάρτητα από τις απόψεις τους για τη σοφία πίσω από την κίνηση του Σμιθ - ή και της Fitch.
Για να γίνει κατανοητό το γιατί, αξίζει να μελετήσουμε τις λεπτομέρειες της ανακοίνωσης της Fitch. Τις προηγούμενες δεκαετίες, οι οίκοι αξιολόγησης αξιολογούσαν την πιστοληπτική ικανότητα της Αμερικής κυρίως αναλύοντας τα οικονομικά και χρηματοοικονομικά θεμελιώδη μεγέθη της. Διότι, όπως γνωρίζει κάθε σπουδαστής των χρηματοοικονομικών, μια διαφορά μεταξύ των αναδυόμενων αγορών και των ανεπτυγμένων χωρών είναι ότι οι πρώτες θεωρούνται παραδοσιακά πιο επιρρεπείς στον πολιτικό κίνδυνο, ενώ οι ανεπτυγμένες χώρες λιγότερο...».
Στην ανακοίνωση της 1ης Αυγούστου, οι αναλυτές της Fitch ανέφεραν δεόντως κάποια στατιστικά στοιχεία. «Αναμένουμε ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα αυξηθεί στο 6,3% του ΑΕΠ το 2023, από 3,7% το 2022, αντανακλώντας τα κυκλικά ασθενέστερα ομοσπονδιακά έσοδα, τις νέες πρωτοβουλίες δαπανών και την υψηλότερη επιβάρυνση από τόκους», σημείωσαν, προβλέποντας «περαιτέρω διεύρυνση στο 6,9% του ΑΕΠ το 2025».
Φυσικά, όπως ανταπάντησαν θυμωμένα πολλοί οικονομολόγοι, η Αμερική δεν είναι ακριβώς μια «κανονική» χώρα. Εφόσον απολαμβάνει το διάσημο (ή διαβόητο) «παράλογο προνόμιο» να τυπώνει δολάρια, μπορεί πάντα να αποπληρώνει τα χρέη της - αν το επιλέξει.
Ως πότε όμως το προνόμιο αυτό θα αντέξει, αν για παράδειγμα ξεσπάσουν και νέοι πόλεμοι διάρκειας, και διά πληρεξουσίων, , όπως αυτός της Ουκρανίας; Τι θα συμβεί αν η Ινδία, γίνει μια νέα Κίνα από οικονομικής πλευράς;
Από την άλλη πλευρά, στην απόφαση της Fitch, αυτό που αρκετοί επικριτές δεν κατάλαβαν είναι ότι αυτή η υποβάθμιση δεν έχει να κάνει τόσο με τα οικονομικά όσο με την πολιτική - ή τη «διακυβέρνηση», για να χρησιμοποιήσουμε τον ευγενικό ευφημισμό που επανειλημμένα αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης. Διότι, ακόμη και αν η Ουάσινγκτον μπορεί θεωρητικά να πληρώσει τους λογαριασμούς της και να μειώσει το χρέος της, αυτό δεν σημαίνει ότι θα το κάνει κιόλας - ή τουλάχιστον όχι με 100% πιθανότητα. Υπάρχει έτσι ένας νέος κυματισμός του πολιτικού κινδύνου.
Ένα σημάδι αυτού είναι ότι οι μάχες στο Κογκρέσο συνεχίζουν να εκρήγνυνται για το ανώτατο όριο του χρέους. Και ενώ η τελευταία τέτοια αντιπαράθεση επιλύθηκε τον Ιούνιο, οι φωνές - και οι απειλές για «λουκέτο» στην κυβέρνηση - μπορεί να επιστρέψουν αυτό το φθινόπωρο, όταν θα ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό του 2024.
Ας μη μας διαφεύγει ότι η Αμερική του 21ου αιώνα, δεν θα είναι αυτή του 20ου, ούτε από πλευράς ισχύος αλλ’ ούτε και σε οικονομικές επιδόσεις. Κατά συνέπεια οι οποίες αμφισβητήσεις της οικονομικής της ισχύος και φερεγγυότητας , σε μια εποχή γεωπολιτικών ανακατατάξεων κάθε άλλο παρά αμελητέες είναι.