Του Αντώνη Κεφαλά
Το όνειρο κράτησε για 30 χρόνια – χονδρικά από το 1945 έως το 1975. Ο στασιμοπληθωρισμός έφερε την πρωτοκαθεδρία της νομισματικής σε βάρος της δημοσιονομικής πολιτικής, η ανάπτυξη ανακόπηκε και το κοινωνικό κράτος άρχισε να υποχωρεί. Το χειρότερο: οι μνήμες του Πολέμου άρχισαν να φθίνουν.
Μπροστά στην πρόκληση αυτή, οι ηγεσίες της Ε.Ε. επέλεξαν να απαντήσουν με τρεις τρόπους: την φιλελευθεροποίηση της οικονομίας από τα περισσότερα κρατικά δεσμά που είχαν απομείνει (ως κληρονομιά από τον Πόλεμο), την εμβάθυνση της νομισματικής ένωσης και την διεύρυνση—όπου αυτή ενισχύθηκε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης – οπότε και την δημιουργία νέων ευρωπαϊκών «συνόρων» στο πλαίσιο της νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας.
Επικίνδυνες επιπτώσεις
Και οι τρεις αυτές αποφάσεις είχαν μακρόχρονες και επικίνδυνες επιπτώσεις. Συγκεκριμένα:
· Η σχεδόν πλήρης απελευθέρωση της οικονομίας από τον κρατικό παρεμβατισμό συνέπεσε με εξελίξεις στην τεχνολογία (από την εφαρμογή αλγόριθμων στις χρηματιστηριακές συναλλαγές μέχρι την υιοθέτηση νέου ηθικού συστήματος εργασίας και την άνοδο της ανεργίας), συνέβη χωρίς να έχουν αποκτήσει πλήρη ανεξαρτησία και οντότητα οι εποπτικοί θεσμοί και τελικά οδήγησε στον καπιταλισμό-καζίνο, γεγονός που λειτούργησε να βάρος της πραγματικής οικονομίας.
· Η εμβάθυνση της νομισματικής ένωσης δημιούργησε την ψευδαίσθηση πως πίσω από το ευρώ υπάρχει κεντρική τράπεζα με αρμοδιότητα και ισχύ αντίστοιχες αυτών των κεντρικών τραπεζών των ΗΠΑ, του ΗΒ και του Καναδά, με αποτέλεσμα σε περίοδο κρίσης άλλο να είναι π.χ. το γερμανικό ευρώ, άλλο το γαλλικό και άλλο το ελληνικό.
Ταυτόχρονα, για να λειτουργήσει αυτή η ατελής νομισματική ένωση, θυσιάστηκε στον βωμό της τυφλής γερμανικής δοξασίας, η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί η δημοσιονομική πολιτική ως όπλο στην μάχη για την ανάπτυξη.
· Η διεύρυνση της Ε.Ε. έγινε με πολιτικά κριτήρια –όπου τα οικονομικά συνειδητά υποβαθμίστηκαν –με αποτέλεσμα σήμερα να επικρατεί απόλυτη κακοφωνία στην λεγόμενη Ε.Ε. – κακοφωνία στο μεταναστευτικό, στις σχέσεις με την Τουρκία, στο θέμα της Λιβύης, στην λειτουργία των θεσμών –και δη της δικαιοσύνη--, στη συνεννόηση με τις ΗΠΑ. Ουσιαστικά η Ε.Ε. δεν έχει ούτε κοινή οικονομική πολιτική, ούτε κοινή αμυντική πολιτική, ούτε κοινή εξωτερική πολιτική. Ούτε καν κοινή πολιτική βούληση – για να μην αναφερθούμε στην έλλειψη ηγεσίας.
Μία τελευταία ευκαιρία
Τόσο η κρίση του κορωνοϊού όσο κι αυτή του μεταναστευτικού προσφέρουν μοναδική ευκαιρία για να σταματήσει ο κατήφορος προς ένα τέλος όπου η Ευρώπη μπορεί να υπάρχει στα χαρτιά αλλά απλά δεν θα έχει σημασία—relevance.
Ο κορωνοϊός ήδη έφερε και θα φέρει μεγάλη οικονομική καταστροφή. Μέχρι σήμερα, η αντίδραση των θεσμών –και ιδιαίτερα της ΕΚΤ—είναι στην καλύτερη περίπτωση ανεπαρκής και στην χειρότερη λαθεμένη. Ουσιαστικά επιδιώκεται να αντιμετωπιστεί η έλλειψη ρευστότητας, με την λογική πως μετά τα πράγματα θα επανέλθουν στην προ της κρίσης κατάσταση.
Παραβλέπεται έτσι το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία ήταν ήδη υπέρ-φορτωμένη με ρευστότητα, ότι η εκτίμηση ρίσκου είχε πάρει την κατιούσα και η εικόνα θύμιζε όλο και περισσότερο το 2008. Στο τέλος του 2009, αφού δηλαδή είχε προηγηθεί το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής στην κρίση, το χρέος των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων ήταν περίπου $50 τρις.
Δέκα χρόνια είχε εκτιναχτεί κατά 50% στα $75 τρις. με το παγκόσμιο ΑΕΠ στα $185-188 τρις.
Μόνιμη στροφή στην δημοσιονομική πολιτική
Στη βάση αυτή, προκειμένου να έχει στέρεα αποτελέσματα η οικονομική ενίσχυση που δίνεται σήμερα λόγω του cov19, θα πρέπει απαραίτητα να συμπληρωθεί με διετή κατάργηση του δημοσιονομικού πλαφόν –έτσι ώστε η κάθε χώρα να αντιμετωπίσει όχι μόνο την κρίση υγείας αλλά και να μπορέσει στην συνέχεια να στηρίξει την στροφή στην πραγματική οικονομία.
Η ώρα της αλήθειας για την Ευρώπη επιβάλει τώρα να έρθει ξανά στο προσκήνιο η δημοσιονομική πολιτική—και μάλιστα όχι σε προσωρινή βάση όπως συζητείται αλλά μόνιμα. Πρέπει η Ε.Ε. να ξεφύγει από την παγίδα της ρευστότητας (liquidity trap) που τόσο διορατικά είχε προβλέψει ο Keynes και να χρησιμοποιήσει ξανά την δημοσιονομική πολιτική για να φέρει ανάπτυξη και να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος. Διαφορετικά, η συνεχιζόμενη αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας θα καταστρέψει το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Σύγκρουση πολιτισμών
Το μεταναστευτικό λαθεμένα αντιμετωπίζεται πρωταρχικά ως θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν είναι μόνο αυτό. Οι πράξεις της Τουρκίας αποδεικνύουν πως είναι πρωταρχικά θέμα σύγκρουσης πολιτισμών – και όχι μόνο ιδεολογίας ή οικονομικών.
Η χρήση ανθρώπων ως πολιορκητικό κριό, η ανερυθρίαστη διασπορά ψεμάτων, η παραχάραξη της ιστορίας, η πλήρης αδιαφορία για τις επιπτώσεις της αναθεωρητικής πολιτικής της, ο απολυταρχισμός , δεν αποτελούν πλέον μέρος του ηθικού κώδικας της Δύσης.
Παράλληλα, Τουρκία (που υποτίθεται πως αποτελεί παράδειγμα του κοσμικού Ισλάμ) και το ευρύτερο Ισλάμ δεν έχουν την κοινή εμπειρία και κληρονομιά της
Αναγέννησης, του Προτεσταντισμού (Reformation), της Γαλλικής Επανάστασης, της Βιομηχανικής Επανάστασης, της προσωπικής ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων.
Το μεταναστευτικό δεν θα λυθεί ποτέ αν δεν αντιμετωπιστεί με αναφορά σ’ αυτήν την διαφορά. Όσο το βλέπουμε ως ένα πρόβλημα της Συμμετοχικής Κοινωνίας (Inclusive Society) τόσο θα οδηγεί σε κοινωνικές αντιπαραθέσεις, πολιτικό διχασμό και πολεμικές συγκρούσεις.
Μπορεί αύριο η Ευρώπη να υιοθετήσει την αρχή της αναλογικής κατανομής βαρών. Την επομένη, το πρόβλημα θα εμφανιστεί ξανά στο προσκήνιο, πάντα διχαστικό και πάντα συγκρουσιακό.
Για την …αριστερά, αυτό θα αποτελεί ανάθεμα αλλά, όπως αναφέρει σε άρθρο του ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στην Καθημερινή «φανταστείτε να ήταν υπουργός κορωνοϊού ο Πολλάκης… φανταστείτε να ήταν ακόμη περιφερειάρχης η κ. Δούρου,… φανταστείτε να κυκλοφορούσε ακόμη ελεύθερος στο Μαξίμου ως σύμβουλος στρατηγικού σχεδιασμού ο Καρανίκας…».
Η σημερινή κυβέρνηση οφείλει να απαλλαγεί από τα παραδοσιακά ενοχικά σύνδρομα της δεξιάς απέναντι στην αριστερά, να εκμεταλλευτεί τη νέα συγκυρία που δημιούργησε η Τουρκία και να πιέσει για μια ριζικά διαφορετικά μεταναστευτική πολιτική.
Με άλλα λόγια, η Ευρώπη μπορεί να συνεισφέρει στην διαχείριση μίας ανθρωπιστικής κρίσης για την οποία φέρει ελάχιστη ευθύνη μόνο με συντεταγμένο τρόπο – δηλαδή με συγκεκριμένες ποσοστώσεις και ποιοτικά κριτήρια χορήγησης ασύλου και με τον όρο της πολιτιστικής αφομοίωσης – όπως επιχειρεί να κάνει η Αυστραλία.
Για την Ευρώπη έφτασε η στιγμή της αλήθειας: ή θα αποφασίσει την ουσιαστική ενοποίηση της και την κοινή πολιτική απέναντι στην πολιτιστική πρόκληση, ή θα οδηγηθεί στην ουσιαστική ανυπαρξία.