Η οικονομία όλο και πιο πολύπλοκη γίνεται και ο χαρακτήρας της στον αναπτυγμένο κόσμο είναι περισσότερο χρηματοοικονομικός παρά παραγωγικός. Την ίδια στιγμή, οι επαναλαμβανόμενες τραπεζικές και γενικότερα χρηματοοικονομικές κρίσεις (1997, 2000, 2007, 2012, 2023), δημιουργούν τεράστια ερωτήματα για το είδος της οικονομίας που διαμορφώνεται για το άμεσο και πιο μακρινό μέλλον.
Ένα άλλο σοβαρό ερώτημα είναι αυτό της πηγής από την οποίαν τροφοδοτούνται οι χρηματοοικονομικές κρίσεις και σε ποιο βαθμό αυτές οφείλονται στην ελεύθερη αγορά και την παγκοσμιοποίηση ή σε μια απίθανη έκρηξη της κρατικής παρέμβασης στη διεθνή οικονομία.
Ένα άλλο όχι ήσσονος σημασίας ερώτημα είναι αυτό του ρόλου του χρήματος και κατά πόσον το τελευταίο δημιουργεί αξία.
Στο πεδίο αυτό συγκρούονται δυο σχολές οικονομικής σκέψης. Η πρώτη είναι η νεοκλασσική, που θεωρείται σύμμαχος της ελεύθερης οικονομίας και η δεύτερη είναι η «ρυθμιστική»,με σημαντικό εκπρόσωπό της τον Γάλλο οικονομολόγο και ομότιμο καθηγητή Μισέλ Αλιεττά, Σύμβουλος του CEPΙΙ (Κέντρο Έρευνας και Εμπειρογνωμοσύνης για την Παγκόσμια Οικονομία) και συγγραφέας πολλών βιβλίων για το θέμα, ο Michel Aglietta εξηγεί γιατί το χρήμα είναι πολιτικό πριν γίνει οικονομικό και υπό αυτή την έννοια η εμπιστοσύνη στο νόμισμα είναι απαραίτητο στοιχείο κοινωνικής συνοχής.
Στο σημείο αυτό όμως, η κατάσταση απέχει πολύ από το να είναι ιδανική.
«…Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι ο καπιταλισμός, τονίζει ο καθηγητής M.Aglietta, που το 2016 έγραψε το περίφημο βιβλίο για τα “5.000 χρόνια του χρήματος και των χρεών”, ως σύστημα σε διαρκή κίνηση, παρά τα όσα υποστηρίζουν οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι είναι ασταθές….».
Στο μέτρο δε που σήμερα ειδικά ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες, η λειτουργία της οικονομίας μπορεί πάντα να επηρεάζεται από εξωγενή σοκ. Οπότε, προτού η οικονομία προσαρμοσθεί σε αυτά τα σοκ – τα οποία δεν μπορεί να προβλέψει, αφού εξ ορισμού της είναι ξένα -, θα περάσει μια φάση αταξίας με διαταραχή των τιμών και, συνεπώς, των συμπεριφορών.
Αν, αντιθέτως, υιοθετήσει κανείς – όπως και προτείνω – μια ιστορική προσέγγιση των χρηματοπιστωτικών διεργασιών, βλέπει ότι οι κρίσεις αποτελούν ενδογενές στοιχείο του χρηματοπιστωτικού κύκλου και, συνεπώς, ότι είναι φαινόμενο εγγενές της λειτουργίας του συστήματος! Όπως κατέδειξε λαμπρά ο μεγαλύτερος Βρετανός οικονομολόγος, ο Τζων Μαίυναρντ Κέυνς (1883-1946), οφείλουμε να αντικαταστήσουμε την υπόθεση μιας «αποτελεσματικής αγοράς» με την υπόθεση της «χρηματοπιστωτικής αστάθειας». Υπάρχουν, πράγματι, δύο παράγοντες που εξηγούν μια τέτοια δομική χρηματοπιστωτική αστάθεια. Πρώτον, οι τιμές των χρηματοπιστωτικών στοιχείων ενεργητικού – των άξιων, δηλαδή, που συνυπολογίζονται στη διαμόρφωση των περιουσιών – δεν διαμορφώνονται στις αγορές με τον ίδιο τρόπο που διαμορφώνονται οι τιμές στις αγορές των κοινών αγαθών. Δεύτερον, το χρήμα αποτελεί δημόσιο αγαθό. Συνεπώς, οι συμπεριφορές έναντι του νομίσματος μπορεί να είναι συμπεριφορές συλλογικές και, ενδεχομένως, συμπεριφορές βίαιες. Το νόμισμα διαδραματίζει καίριο ρόλο στις κρίσεις. Πράγματι, η απόδοση αξίας στα χρηματοπιστωτικά στοιχεία ενεργητικού προϋποθέτει τη μετατροπή τους σε χρήμα – και η χρηματοπιστωτική κρίση δημιουργεί σπάνι ρευστότητας.
Σε μια κανονική αγορά, όταν οι τιμές αυξάνονται, οι καταναλωτές για ένα διάστημα συνεχίζουν να ακολουθούν. Τότε οι τιμές συνεχίζουν να ανεβαίνουν. Όμως, μετά έναν ορισμένο χρόνο, οι ίδιοι αυτοί καταναλωτές αντιδρούν περιορίζοντας τις αγορές τους, πράγμα που φέρνει υποχώρηση των τιμών. Εξαρτάται η ζήτηση από παράγοντες εξωγενείς ως προς την προσφορά: την επιθυμία, την ανάγκη, τη χρησιμότητα – αλλά και τον κορεσμό από αγαθά, ο οποίος τελικά περιορίζει την κατανάλωση. Πρόκειται για την κλασική θεωρία προσφοράς και ζήτησης, που τις θέλει ανεξάρτητες τη μία από την άλλη.
Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και, στον κόσμο των χρηματοπιστωτικών στοιχείων ενεργητικού, ούτε σ’ εκείνον του πιστωτικού συστήματος.
Αποτελούν, τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία ενεργητικού, στοιχεία προσδιορισμού της αξίας του πλούτου. Όταν, λοιπόν, οι τιμές τους ανεβαίνουν, η ζήτηση αυξάνεται! Κατά τρόπο παράδοξο, αυτή η δημιουργία αξίας δημιουργεί συνολικά και ζήτηση. Δεν υπάρχει κορεσμός από τον αφηρημένο πλουτισμό, τον πλουτισμό κατά καθαρή αξία. Οι άνθρωποι τον φαντάζονται και τον θέλουν απεριόριστο (τα υπέρογκα εισοδήματα των ανώτατων στελεχών δείχνουν αυτό ακριβώς το φαινόμενο: ποτέ δεν τους φτάνουν!). Στην κυρίως καπιταλιστική λογική, η τιμή των στοιχείων ενεργητικού αποτελεί συνάρτηση των προσδοκιών που δημιουργούνται για περαιτέρω αύξηση τους – οπότε, όμως, συνεχίζουν να προσελκύουν όλο και περισσότερους αγοραστές. Πρόκειται λοιπόν για μια ανησυχητική λειτουργία.
Από τη δική τους πλευρά, οι χορηγούμενες πιστώσεις συνδέονται άμεσα με την αγορά των στοιχείων ενεργητικού. Αν αυτή η τελευταία λειτουργούσε με βάση μόνο την εκάστοτε διαθέσιμη αποταμίευση, θα έφερε μέσα της το όριό της. Προκειμένου να αποκτήσουν στοιχεία ενεργητικού, οι αγοραστές χρειαζόταν να διαθέσουν την αποταμίευση τους: έρχεται όμως μια στιγμή που οι τιμές φθάνουν να είναι υπερβολικά υψηλές για τις δυνατότητες των αποταμιευτών, πράγμα που κανονικά θα οδηγούσε σε περιορισμό της ζήτησής τους, συνεπώς σε πτώση των τιμών των στοιχείων ενεργητικού (όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα συνήθη αγαθά). Αυτό όμως δεν συμβαίνει στη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Και τούτο, επειδή η απόκτηση των στοιχείων ενεργητικού γίνεται με πίστωση.
Αυτός ακριβώς ό συσχετισμός των χορηγούμενων πιστώσεων με τις τιμές των στοιχείων ενεργητικού έχει ουσιώδη σημασία. Είναι καίριος για την κατανόηση της πορείας των χρηματοπιστωτικών κύκλων. Εξηγεί τόσο τη φάση εκδήλωσης της κρίσης, όσο και τις φάσεις ευφορίας και ξέφρενου ενθουσιασμού που προηγούνται. Όσο πιο έντονη είναι η πιστοδότηση, τόσο οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού απογειώνονται – αλλά και τόσο περισσότεροι είναι οι αγοραστές που μπαίνουν στον πειρασμό να δανειστούν, καθώς μπορούν να χρησιμοποιήσουν για εγγύηση του δανεισμού τους τα όλο και ακριβότερα στοιχεία ενεργητικού που διαθέτουν.
Με την παραπάνω ανάλυση, χωρίς να διαφωνεί πλήρως ο Γάλλος Καθηγητής Χρηματοοικονομίας Πασκάλ Σαλέν, συγγραφέας επίσης του βιβλίου «Η αλήθεια για το νόμισμα», επισημαίνει ότι την αστάθεια που επικαλείται ο Μ.Αλιεττά, μεταξύ άλλων την τροφοδοτούν και οι κεντρικοί τραπεζίτες, με την εκτύπωση πληθωριστικοί χρήματος. Χρήμα εξάλλου που χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους πολιτικούς και την κρατική εξουσία.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι κρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη με προφανώς διαφορετικές αιτίες: 1987 (junk bonds και κρίση αποταμίευσης και δανείων), 2000 (φούσκα διαδικτύου), 2008 (πίστωση υψηλού κινδύνου), 2023 (έλλειψη εμπιστοσύνης).
Αυτές οι κρίσεις είναι παρόμοιες ως προς τις συνέπειές τους επειδή οδηγούν σε:
- όλο και μεγαλύτερη αύξηση της προσφοράς χρήματος που δεν σχετίζεται με την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας,
- όλο και περισσότερα χρέη,
- Όλο και περισσότερες ρυθμίσεις.
Είναι σαφές λοιπόν ότι το παγκόσμιο σύστημα μετατρέπεται σε «οικονομία χρέους» η οποία καταργεί την παραγωγή και βέβαια πλήττει την αποταμίευση.
Όλες αυτές οι κρίσεις έτσι, είναι το προϊόν ενός συστήματος που αντί να υπάρχει εμπιστοσύνη προς το χρήμα, ο καθένας βλέπει τη δανειοληπτική ικανότητα να αντικαθιστά την αντίστοιχη αποταμιευτική. Και από την κατάσταση αυτή μύρια έπονται…