Σε έναν ώριμο πολιτικά κόσμο, οι εκλογές των ηγεσιών αφορούν τα μέλη των κομμάτων, είτε μέσω ενός καταλόγου μελών είτε μέσα από μια αντιπροσωπευτική διαδικασία και την εκλογή της ηγεσίας από συνέδριο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως υπάρχουν δυο υποψηφιότητες, όπου προσδιορίζουν τις κυρίαρχες πολιτικές απόψεις που έχουν αναπτυχθεί και «συγκρουστεί» στις κομματικές διαδικασίες.
Στο ΚΙΝΑΛ (δυστυχώς και στη ΝΔ) έχει επιλεγεί η διαδικασία της «πλήρως ανοιχτής» εκλογής από την κοινωνία- κοινώς οποίος «είδε φως και μπήκε» μπορεί να ψηφίσει. Αυτό μειώνει τα στοιχεία της πολιτικής αντιπαράθεσης και ενισχύει άλλες, λιγότερο πολιτικές πλευρές: εμπλοκή άλλων κομμάτων, συμφερόντων, ελεγχόμενων ομάδων και κινητοποιήσιμων μηχανισμών.
Σε αυτό το καθεστώς λοιπόν είναι επόμενο να εμφανιστούν περισσότερες υποψηφιότητες, μιας και η όποια κορυφαία αντίθεση μπορεί να κρύβεται πίσω από τις προβαλλόμενες προσωπικές επιλογές. Έξι λοιπόν αντί για δυο. Επιλογή όμως πρέπει να γίνει έτσι κι αλλιώς. Με ένα μείγμα πολιτικών, προσωπικών και λογικών κριτηρίων, ο καθένας μας κάνει την επιλογή του.
Προσωπικά ξεκινάω «αφαιρώντας» υποψηφιότητες. Πρώτη «αποχώρηση» ο Χάρης Καστανίδης. Έχοντας πολιτική άποψη και συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές στο παρελθόν, αλληθωρίζοντας πάντα προς τα «αριστερά» δεν θα μπορούσε να αποτελεί την προτίμηση μου.
Επόμενη αποχώρηση ο Παύλος Χρηστίδης. Ένας εξαίρετος νέος πολιτικός με λαμπρές προοπτικές για το μέλλον. Όμως μια υποψηφιότητα «ως μη όφειλε» που δεν δίνει ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα και δεν μπορεί να λειτουργήσει δυναμικά.
Τρίτη αποχώρηση, ο Γιώργος Παπανδρέου. Ένας σημαντικός πολιτικός άνδρας, με ξεκάθαρες θέσεις και με πολιτική τοποθέτηση στον προοδευτικό χώρο. Οι λόγοι που τον απορρίπτω είναι δυο. Ο Παπανδρέου δεν είναι άγραφο βιβλίο. Έχει διατελέσει αρχηγός του χώρου και πρωθυπουργός. Η πρακτική του στη διαχείριση προσώπων και πολιτικών, τόσο στο κόμμα όσο και στην κυβέρνηση, ήταν αρκετά μακριά από την «επαγγελλόμενη» δημοκρατία και ανοιχτή λειτουργία. Δεύτερον, ο Παπανδρέου παραιτήθηκε από πρωθυπουργός, αποχώρησε και διέσπασε το κόμμα του και η όποια επανεκλογή του εμφανίζεται από τους φανατικούς οπαδούς του ως «δικαίωση». Ο χώρος δεν έχει ανάγκη ούτε υποχρέωση να προσφέρει προσωπική δικαίωση σε κανέναν.
Από τους τρεις που απομένουν, βγάζω έξω τον Παύλο Γερουλάνο. Αν και οι απόψεις του δείχνουν να βρίσκονται σε μια -κατ’ εμέ- θετική κατεύθυνση, είναι μια προσωπικότητα που δεν με έχει πείσει για την αφοσίωση του στην υπόθεση της πολιτικής, κινείται με εξάρσεις και υφέσεις στην παρουσία του και δεν έχει αυτή τη στιγμή μια σημαντική πολιτική ιδιότητα.
Φτάνω λοιπόν σε ένα δύσκολο δίλημμα. Μεταξύ Ανδρουλάκη και Λοβέρδου.
Δίλημμα που αντιμετώπισαν και πολλοί παλιοί φίλοι και συνοδοιπόροι των πολιτικών «μαχών» του 1996 και που σήμερα στρατεύονται είτε στον ένα είτε στον άλλο. Δίλημμα, που οφείλω να πω, σε ένα σοβαρό πλαίσιο διαδικασιών, δεν θα έπρεπε να έχουμε μπει, και οι δυο τους να έχουν βρει την σωστότερη λύση ώστε ενωμένη η προοδευτική άποψη να κινηθεί προς το μέλλον. Δεν το έκαναν. Άρα πρέπει να το κάνουμε εμείς
Ο Νίκος έρχεται με δυναμική, με σύνθημα την ανανέωση, με «ευρωπαϊκό» αέρα και σύγχρονη σκέψη. Όμως την ίδια στιγμή, στρογγυλεύει τις προτάσεις του, αρνείται τις συγκρούσεις και επιμένει σε μιαν επίπλαστη ενότητα αντί της ξεκάθαρης πολιτικής άποψης. Ο Νίκος είχε την ευκαιρία, ως εκφραστής του 40% στην προηγούμενη εκλογή, να αποτελέσει τον βασικό πόλο εσωκομματικής αντιπολίτευσης, εκφράζοντας διαρκώς μια ξεκάθαρη άποψη. Δεν το έκανε. Ακόμα και τον Ιούλιο του 2019 που είχε την επιλογή να είναι υποψήφιος σε μια μεγάλη περιφέρεια και να καταστεί ηγετική προσωπικότητα στο κοινοβούλιο, επέλεξε να μείνει στις Βρυξέλλες, μακριά από τις οποίες συγκρούσεις μπορεί να γεννούσαν οι επιλογές της μακαρίτισσας προέδρου Γεννηματα.
Αντίθετα ο Ανδρέας Λοβέρδος ήταν εδώ. Εκφράζοντας συχνά διαφορετική άποψη. Συγκρουόμενος με επιλογές. Αρνούμενος κατηγορηματικά κάθε λοξή μάτια προς το ΣΥΡΙΖΑ και την ψεύτο-προοδευτική συμμαχία. Προτάσσοντας την άποψη της σύγχρονης προοδευτικής πρότασης που στέκεται πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος. Ταυτόχρονα, ο Λοβέρδος είναι βουλευτής ήδη. Μπορεί αύριο να αντιπαρατεθεί σε κάθε επίπεδο, χωρίς εκπροσώπους ή αντ’ αυτού, με την κυβέρνηση ή το ΣΥΡΙΖΑ. Ανάμεσα λοιπόν στους δυο, εκτιμώ πως ο χώρος χρειάζεται μια ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία και έναν ξεκάθαρο πολιτικό λόγο χωρίς στρογγυλέματα. Χρειάζεται τον Ανδρέα Λοβέρδο.