Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποφασίσει να «βαδίσει προς τας εκλογάς» διακινώντας προς τους πολίτες «ένα κάτι σαν πρόγραμμα» πλέον είναι μια ασφαλής εκτίμηση.
Όλες οι έως τώρα ενδείξεις οδηγούν στην διαπίστωση πως η Κουμουνδούρου, για μερικούς πολύ συγκεκριμένους λόγους, δεν επιθυμεί ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης να καταθέσει στην κοινωνία των πολιτών τις καθαρές απόψεις και προτάσεις της, επέλεξε (ειδικά για τα θέματα αιχμής) να κινηθεί σε θολά νερά, παρουσιάζοντας έναν αχταρμά απόψεων και θέσεων κατάλληλο «δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν».
Ζητήματα καίριας σημασίας για τη χώρα, την υπόσταση της, την ανεξαρτησία της, για την οικονομία και τις επενδύσεις, για τις μεγάλες αλλαγές που κραυγάζει πως έχει ανάγκη είτε δεν αντιμετωπίζονται, είτε σκόπιμα παραμένουν μέσα σε μια «αριστερόστροφη» θολούρα και καταβάλλεται προσπάθεια οι απαντήσεις να είναι «μια στο καρφί και μια στο πέταλο».
Το γεγονός είναι αυταπόδεικτο αν κάποιος επικοινωνήσει τις απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ «για τον φράχτη», για «την οικονομία», για «τις επενδύσεις», για την παιδεία και την εκπαίδευση, για τον δημόσιο τομέα και τη λειτουργία του, για κάθε τομέα απέναντι στην ποιότητα λειτουργίας του οποίου βρέθηκαν οι πολίτες και διατύπωσαν την σαφή εντολή τους «αλλάξτε τα όλα και τώρα».
Στις «δεξιές» απορίες αυτή η κατάσταση επιχειρείται να ερμηνευτεί με μερικές από τις γνωστές «θεωρίες συνομωσίας», με βάση τις οποίες ένας «μέγας και άχαστος ηγέτης» έχει επιλέξει επίτηδες να στείλει το κόμμα στην εκλογική μάχη οπλισμένο με ένα «κάτι σαν πρόγραμμα», εντός του οποίου χωράνε όλοι και τα πάντα και το οποίο έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα και, κυρίως, τάζει στους πάντες τα πάντα, επειδή «κανένας δεν έχασε τάζοντας».
Η θεωρία πάσχει στη βασική της παραδοχή που είναι να υπάρχει ένας «μέγας και κοινά αποδεκτός ηγέτης» που είναι σε θέση να διαμορφώσει και να επιβάλλει μια ανάλογη στάση απέναντι στα εκλογικά διακυβεύματα και βάσιμα εκτιμά πως αυτή η γενικούρα και η λογική «όλοι δικοί μας είμαστε» βολεύει τον ίδιο και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ότι αυτές οι ικανότητες προσωποποιούνται στον κ. Αλέξη Τσίπρα από μόνο του αποδομεί κάθε προσπάθεια να επικρατήσει η συγκεκριμένη θεωρία, το ισχυρό, παραγωγικό και αποδεδειγμένα ικανό αποκλειστικό κέντρο αποφάσεων που προϋποθέτει, απλώς δεν υπάρχει όταν επιχειρείται να ταυτιστεί με τον κ. Τσίπρα. Γνωστοί οι λόγοι!
Πιο κοντά στην αλήθεια των πραγμάτων είναι η εκτίμηση πως αυτός ο προγραμματικός αχταρμάς, που περιλαμβάνει τους πάντες και λέει στον καθένα αυτό που θέλει να ακούσει με την κλασσική λαϊκίστικη συνταγή « οι κακοί καπιταλιστές κι οι καλοί εργαζόμενοι, τους οποίους εμείς εκπροσωπούμε, άρα σε ό,τι λέμε έχουμε δίκιο» απεικονίζει μια κομματική κανονικότητα, η οποία είναι μη ανατρέψιμη εντός του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην ουσία αυτό που εμφανίζεται ως κομματικός σχηματισμός με έδρα την Κουμουνδούρου και διεκδικεί την ψήφο των πολιτών είναι ένα συνονθύλευμα προσωπικών ή ενδοτασικών απόψεων και προτάσεων, με τις οποίες κάθε τάση και κάθε στέλεχος απευθύνεται στο ακροατήριο που βάσιμα πιστεύει ότι το αφορά.
Ο κ. Τσίπρας ανέχεται αυτή τη Βαβυλωνία επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, είναι, σε εκλογικό mood ένας Πρόεδρος περιορισμένης ευθύνης, αναγκασμένος να ισορροπεί ανάμεσα σε αντιτιθέμενες πολλές φορές απόψεις και να παρατηρεί σκληρούς εσωκομματικούς ανταγωνισμούς για τις καρέκλες, καθώς η απλή αναλογική δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα ευνοήσει «τα βαριά ονόματα» να εκλεγούν απέναντι στις κατευθυνόμενες από τις ομάδες και τις τάσεις του κόμματος σταυροδοσίες.
Για κάθε Μουζάλα που δεν θέλει με τίποτε την επέκταση του φράχτη και διακινεί παραμυθίες χριστιανικής αγάπης και καλοσύνης ως πολιτική άποψη, υπάρχει ένας Αποστολάκης που δέχεται την αναγκαιότητα του φράχτη, «παρέα με διάφορες άλλες ενέργειες», τις οποίες δεν τις λέει επειδή η νυν κυβέρνηση τις έχει ήδη δρομολογήσει και δεν θέλει να φανεί γραφικός.
Απέναντι σε κάθε πραγματιστή Τσακαλώτο, που παραμένει υπέρ των πλειστηριασμών και υπέρ της τακτικής αντιμετώπισης του πληθωρισμού με βάση τα παγκοσμίως παραδεκτά εργαλεία (επιτόκια) υπάρχει ένας Δραγασάκης που περιφέρει κάτι αριστερόστροφες δοξασίες για την αύξηση της φορολογίας όσων «έχουν» ( ποιοι είναι αυτοί είναι πασίγνωστο από την πρώτη θητεία του) και μια Τζάκρη που απειλεί τις εταιρείες ενέργειας με «πλαφόν στα κέρδη» και τις τράπεζες με μια «κρατικοποιημένη Εθνική Τράπεζα» (ποιος θα την κρατικοποιήσει και πως είναι κρατικό μυστικό μόνο η Τζάκρη με τα Christian Louboutin το γνωρίζει).
Αυτή η χαώδης διαφορά απόψεων εξαπλώνεται σε κάθε κρίσιμο για την σημερινή συγκυρία θέμα και περιλαμβάνει όλες τις ουσιαστικές πολιτικές που θα κρίνουν την επόμενη μέρα της χώρας στις συνθήκες της τεχνητής νοημοσύνης, μέσα στις οποίες καλείται να ανταγωνιστεί και να επιβιώσει.
Πιστεύουν βάσιμα στην Κουμουνδούρου πως αυτή η προγραμματική απιθανότητα θα τους προσφέρει μεγαλύτερες εκλογικές δυνατότητες, τους διευκολύνει να απευθύνονται σε ευρύτερα ακροατήρια και να ικανοποιούν, υποσχόμενοι τα πάντα, περισσότερες προσδοκίες, ενώ την ίδια ώρα περιγράφουν ευκρινώς τι πρόκειται να γίνει «στην πλατεία» μετά τις εκλογές.
Δεν είναι κάποιο κομματικό αστείο, ούτε ένα προϊόν του ιστορικού χαβαλέ, με τον οποίο η κινηματική αριστερά αντιμετώπιζε πάντα την εκλογική διαδικασία. Είναι, δυστυχώς, η εικόνα ενός κομματικού καφενείου που διεκδικεί την ψήφο των πολιτών για να κυβερνήσει, στο οποίο κανένας δεν συνδέεται με κανένα με οποιονδήποτε άλλο δεσμό πλην της καρέκλας και της νομής.