Σε μια εξαιρετικά έξυπνη και πετυχημένη καμπάνια προ δεκαετιών (πολύ πριν εφευρεθούν οι διαβαθμίσεις των επικοινωνιολόγων και των ατάλαντων, που απλά δεν έχουν το χάρισμα) που σκοπό είχε να πείσει τον κόσμο να συμμετέχει στη διενεργούμενη απογραφή, έμπαινε ως σήμα κατατεθέν το ερώτημα "Ωραίοι είμαστε, αλλά πόσοι είμαστε;". (Να ιδέες για την καμπάνια του εμβολιασμού).
Με τα ζοφερά δημογραφικά δεδομένα για τη χώρα μας το ερώτημα, που είναι επίκαιρο όσο ποτέ, τείνει άμεσα να γίνει "Πόσοι και για πόσο καιρό θα είμαστε;". Δεν αποτελεί μια άσκηση επί χάρτου, μια υπόθεση εργασίας για στατιστικούς σκοπούς και αξιολογήσεις. Είναι η αδήριτη γλώσσα των αριθμών και των τάσεων. Που διαμορφώνει εκ των πραγμάτων πλαίσιο εξελίξεων. Και υποθηκεύει την προοπτική των επόμενων γενεών και τους όρους αυτής ακόμα της επιβίωσής τους.
Εν αρχή είναι ο κίνδυνος αδυναμίας άσκησης και διασφάλισης της εθνικής κυριαρχίας. Όταν δεν έχεις το πληθυσμιακό υπόβαθρο αδυνατείς και άμυνα να προτάξεις, αλλά και προτεραιότητες να αναδείξεις και να προασπίσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν μας, αποτελεί η κατάσταση, που έπρεπε να διαχειριστεί η Ελληνική Πολιτεία, όταν στις αρχές του 20ου αιώνα διπλασιάστηκε η Ελληνική Επικράτεια. Ήταν η έλευση των προσφύγων και η εγκατάστασή τους στη Βόρεια Ελλάδα, που και την ομοιογένεια της χώρας κατοχύρωσε και κατέστησε τις νέες χώρες, οχυρά εθνικού φρονήματος και δεξαμενές παραγωγικότητας και έμψυχου δυναμικού για την πρόοδο και την ασφάλεια της Πατρίδας.
Η ενστικτώδης εξάλλου προσπάθεια επιβίωσης, του ελληνικού στοιχείου σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, των διώξεων, των εξανδραποδισμών, του βίαιου προσηλυτισμού και των βιασμών, ήταν αυτή που ώθησε στη δημιουργία μεγάλων οικογενειών. Όσο υψηλά και ευγενή και αν ήταν -που ήταν- τα ιδεώδη της Ελληνικής διαφώτισης και οι αναφορές στις καταβολές και την αδιάσπαστη πορεία του Ελληνισμού, από τους Δασκάλους του Γένους, τίποτα δε θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς μαθητές. Χωρίς δηλαδή τους ανθρώπινους αγωγούς συνέχισης και διατήρησης της ιστορικής πορείας της Ελλάδας και του Ελληνικού Έθνους. Στην κατεύθυνση αυτή σίγουρα συνετέλεσε η ατόφια αυθεντική και συγκινητική επιλογή των αδούλωτων Ελλήνων, να δίνουν αρχαιοελληνικά ονόματα στα παιδιά τους.
Η σημερινή κατάσταση ουδέν θετικό προοιωνίζεται. Τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και σε συγκριτικά μεγέθη. Δεν μπορούμε παράλληλα να αγνοούμε ότι μορφή του υβριδικού πολέμου, που διεξάγεται από την Τουρκία, είναι και η απόκτηση ισχυρών και ευάριθμων μειονοτήτων στο εξωτερικό. Η Γερμανία και το Βέλγιο, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Όσο για τα εν οίκω και τη συστηματική εργαλειοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας, είναι ένα πρόβλημα δεκαετιών. Που οι αρνητικές του συνέπειες θα επιταθούν με τρόπο γεωμετρικό, όταν συνδυαστούν με την γκετοποίηση αλλόθρησκων και αλλόφυλων πληθυσμών, στη χώρα μας και τη συντελούμενη δημογραφική τους έκρηξη. Το παράδειγμα του Κοσόβου, όπου οι Σέρβοι βρέθηκαν να είναι μικρή μειοψηφία, μέσα στο λίκνο τους, πρέπει να λειτουργεί ως διαρκής υπόμνηση.
Με τούτα και τα άλλα το δημογραφικό δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως πάρεργο, ή περιθωριακή αναφορά, στο κάθε κυβερνητικό σχήμα, με αντίστοιχες συνεπαγωγές σε επίπεδο προσωπικού και πόρων. Και να μην καταγράφεται, από πλευράς προτεραιοτήτων ως μια άλλη θεματική ισοδύναμης σημασίας με την ισότητα των φύλων. Μια θεματική μείζονος σπουδαιότητας, που αφορά όμως τον πολιτισμό και τα θεμελιώδη δικαιώματα των μελών μιας κοινωνίας και όχι την ίδια την επιβίωσή της. Πέρα από τα οικονομικά κίνητρα, που είναι πάντα σημαντικά και χρήσιμα, απαιτείται πλέγμα ρυθμίσεων, για την υποστήριξη της εκπαίδευσης και ανατροφής των νεοσσών της χώρας μας. Από το στάδιο ακόμα των βρεφονηπιακών σταθμών, μέχρι αυτό της μόρφωσης και επιμόρφωσής τους και την εισαγωγή τους στην αγορά εργασίας. Αυτά σε επίπεδο πολύ βασικών. Γιατί ως γνωστό για να μπορέσουμε να βελτιωθούμε πρέπει πρώτα να εξασφαλίσουμε ότι θα υπάρχουμε.