Με βάση όσα είναι γνωστά, είναι σαφές ότι ορισμένοι Κινέζοι αξιωματούχοι έκαναν ένα μεγάλο λάθος στα τέλη Δεκεμβρίου και στις αρχές Ιανουαρίου, όταν προσπάθησαν να αποτρέψουν την αποκάλυψη της επιδημίας του κορωνοϊού στη Γιουχάν, ακόμη και με την επιβολή της σιωπής στους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας, που προσπάθησαν να σημάνουν συναγερμό.
Του Τζιμ Ο’ Νιλ*
Οι ηγέτες της Κίνας θα πρέπει να ζήσουν με αυτά τα λάθη, ακόμη κι αν πέτυχαν στη διαχείριση της κρίσης και στη λήψη επαρκών μέτρων για την αποτροπή ενός μελλοντικού ξεσπάσματος.
Αυτό που είναι λιγότερο ξεκάθαρο είναι γιατί άλλες χώρες πιστεύουν ότι είναι προς το συμφέρον τους να συνεχίσουν να αναφέρονται στα αρχικά σφάλματα της Κίνας, αντί να αναζητούν λύσεις.
Για πολλές κυβερνήσεις να το ονοματίζουν και να κατηγορούν την Κίνα δείχνει να είναι ένα κίνητρο να αποσπάσουν την προσοχή από τη δική τους έλλειψη ετοιμότητας. Εξίσου ανησυχητική είναι η αυξανόμενη κριτική του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, κυρίως από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ (ο οποίος ανέστειλε τη χρηματοδότηση προς αυτόν), ο οποίος έχει επιτεθεί στον ΠΟΥ για υποτιθέμενη αδυναμία του να λογοδοτήσει η κινεζική κυβέρνηση.
Σε μία εποχή που η κορυφαία προτεραιότητα παγκοσμίως θα πρέπει να είναι η οργάνωση μιας ολοκληρωμένης συντονισμένης αντίδρασης στις διπλές κρίσεις υγείας και οικονομίας που ξεδιπλώνονται εξαιτίας του κορονοϊού, αυτό το παιχνίδι κατηγοριών δεν είναι χρήσιμο αλλά επικίνδυνο.
Σε παγκόσμιο επίπεδο και σε επίπεδο χωρών, χρειαζόμαστε απεγνωσμένα να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να επιταχύνουμε την ανάπτυξη ενός ασφαλούς και αποτελεσματικού εμβολίου, ενώ εν τω μεταξύ εντείνουμε τις συλλογικές προσπάθειες για την ανάπτυξη των διαγνωστικών και θεραπευτικών εργαλείων που είναι απαραίτητα για να διατηρήσουμε τον έλεγχο της κρίσης στην υγεία.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος παγκόσμιος οργανισμός υγείας με την ικανότητα να αντιμετωπίσει την πανδημία, ο ΠΟΥ θα παραμείνει στο επίκεντρο της αντίδρασης, είτε σε κάποιους πολιτικούς ηγέτες αρέσει είτε όχι.
Να μην πυροβολούμε τον ΠΟΥ
Έχοντας ασχοληθεί με τον ΠΟΥ σε μικρό βαθμό κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως πρόεδρος της ανεξάρτητης Αναθεώρησης για την Αντιμικροβιακή Αντίσταση (AMR) του Ηνωμένου Βασιλείου, μπορώ να πω ότι είναι παρόμοιος με τους περισσότερους μεγάλους, γραφειοκρατικούς διεθνείς οργανισμούς.
Όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και τα Ηνωμένα Έθνη, δεν είναι ιδιαίτερα δυναμικός και τείνει να σκέπτεται συμβατικά. Αντί να πυροβολούμε αυτούς τους οργανισμούς, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να τους βελτιώσουμε. Στην παρούσα κρίση, πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε τόσο τον ΠΟΥ όσο και το ΔΝΤ να διαδραματίσουν έναν αποτελεσματικό, ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια αντίδραση.
Όπως έχω υποστηρίξει παλαιότερα, το ΔΝΤ θα πρέπει να επεκτείνει το πεδίο των ετήσιων αξιολογήσεών του στο άρθρο IV ώστε να συμπεριλάβει τα εθνικά συστήματα δημόσιας υγείας, δεδομένου ότι αυτά αποτελούν κρίσιμους και καθοριστικούς παράγοντες στην ικανότητα μίας χώρας να αποτρέψει ή τουλάχιστον να διαχειριστεί μία κρίση όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα.
Έθεσα ακόμη και αυτήν την ιδέα στους ίδιους τους αξιωματούχους του ΔΝΤ, μόνο για να μου απαντήσουν ότι τέτοιες αναφορές δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους επειδή δεν διαθέτουν τη σχετική εμπειρογνωμοσύνη.
Αυτή η απάντηση δεν ήταν αρκετά καλή τότε και σίγουρα δεν είναι αρκετά καλή τώρα. Εάν το ΔΝΤ δεν διαθέτει την πείρα για την αξιολόγηση των συστημάτων δημόσιας υγείας, θα πρέπει να την αποκτήσει.
Όπως η κρίση του Covid-19 καθιστά σαφές, δεν υπάρχει καμία χρησιμότητα στη διάκριση μεταξύ της υγείας και της χρηματοδότησης. Οι δύο τομείς πολιτικής είναι βαθιά διασυνδεδεμένοι και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι.
Ανάγκη για διεθνή απάντηση
Στον προβληματισμό για μία διεθνή απάντηση στη σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης της υγείας και της οικονομίας, η προφανής αναλογία είναι η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Όλοι γνωρίζουν ότι η κρίση ξεκίνησε από μία μη βιώσιμη «φούσκα» στις κατοικίες στις ΗΠΑ, η οποία τροφοδοτήθηκε από ξένες αποταμιεύσεις, λόγω της έλλειψης εγχώριων αποταμιεύσεων στις ΗΠΑ.
Όταν η «φούσκα» έσπασε τελικά, πολλές άλλες χώρες υπέστησαν μεγαλύτερη ζημιά από τις ΗΠΑ, όπως ακριβώς η πανδημία του Covid19 έπληξε κάποιες χώρες πολύ πιο σκληρά από ό,τι έπληξε την Κίνα.
Ωστόσο, πολλές χώρες ανά τον κόσμο δεν προσπάθησαν να κατηγορήσουν τις ΗΠΑ ως υπαίτιες μίας μαζικά καταστροφικής «φούσκας» στις κατοικίες, παρόλο που τα σημάδια από την προηγούμενη κρίση εξακολουθούν να είναι ορατά. Αντίθετα, πολλοί εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την επιστροφή της αμερικανικής οικονομίας σε βιώσιμη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, επειδή η ισχυρή οικονομία των ΗΠΑ ωφελεί και τον υπόλοιπο κόσμο.
Διδάγματα για το μέλλον
Επομένως, αντί να εφαρμόζουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά και να διορθώνουμε τα αναμφισβήτητα μεγάλα σφάλματα της Κίνας, θα πρέπει να εξετάσουμε τι μπορεί να μας διδάξει η Κίνα.
Συγκεκριμένα, θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην καλύτερη κατανόηση των τεχνολογιών και των διαγνωστικών τεχνικών που χρησιμοποίησε η Κίνα για να διατηρήσει τον (φαινομενικό) αριθμό θανάτων της τόσο χαμηλά σε σύγκριση με άλλες χώρες και να επανεκκινήσει τμήματα της οικονομίας της σε διάστημα εβδομάδων μετά την κορύφωση του ξεσπάσματος της επιδημίας.
Και για δικούς μας λόγους, θα πρέπει επίσης να εξετάσουμε ποιες πολιτικές θα μπορούσε να υιοθετήσει η Κίνα για να επιστρέψει σε μία πορεία προς ετήσια ανάπτυξη 6%, διότι η κινεζική οικονομία αναπόφευκτα θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια ανάκαμψη.
Εάν το μετα-πανδημικό μοντέλο ανάπτυξης της Κίνας αποβεί λειτουργικό στις προσπάθειες των ηγετών της τα τελευταία χρόνια να αυξήσουν την εγχώρια κατανάλωση και τις εισαγωγές από τον υπόλοιπο κόσμο, όλοι θα είμαστε καλύτερα.
* πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs Asset Management και πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, είναι πρόεδρος του Chatham House
**πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Ναυτεμπορική»