«Όταν ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή» είχε πει εμβληματικά ο Β. Ουγκό. Φαντάζομαι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει όταν ανοίγει μια βιβλιοθήκη. Ακόμα περισσότερο αν αυτή η βιβλιοθήκη είναι πανεπιστημιακή. Αυτό που δεν απάντησε ο Ουγκό είναι το τι γίνεται όταν γκρεμίζεται ένα σχολείο ή μια βιβλιοθήκη. Ή -ακόμα χειρότερα- όταν κάποιοι δεν αφήνουν να χτιστεί μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη. Αλλά που να τα φανταστεί αυτά κανείς…

Αυτό που ούτε ο Ουγκό αλλά ούτε και κανείς άλλος δεν θα μπορούσε κυρίως να φανταστεί είναι πως σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα με εδραιωμένη κοινοβουλευτική δημοκρατία, η κατάληψη ενός πανεπιστημιακού χώρου και η καταστροφή μιας υπό ανέγερση βιβλιοθήκης, όχι απλά μπορεί να μην θεωρείται από όλους αδίκημα, αλλά ότι κόμματα της αντιπολίτευσης θα κατηγορούσαν την κυβέρνηση για την καταστολή και σύλληψη των δραστών.

Από που όμως προκύπτει αυτή η ανοχή μεγάλου μέρους της κοινωνίας (ή τουλάχιστον μεγάλου μέρους του πολιτικού κόσμου) απέναντι στην ανομία εντός και περί των πανεπιστημίων; Και γιατί, εν τέλει, τα ελληνικά πανεπιστήμια παρουσιάζουν τόσο σημαντικά διαφορετική εικόνα σε θέματα τάξης, εικόνας και καθαριότητας, συγκρινόμενα με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά;

Μια εύκολη απάντηση θα αναζητούσε τα αίτια στη γενική διαφοροποίηση της Ελλάδας από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, σε θέματα καθημερινότητας και κοινωνικής συμπεριφοράς. Στη διαπιστωμένη έλλειψη παιδείας σε πολλά ζητήματα. Στην έλλειψη πολιτικού και συνδικαλιστικού πολιτισμού. Όμως αυτή ίσως να ήταν μια επιφανειακή θεώρηση.

Ο πανεπιστημιακός χώρος και ειδικά το φοιτητικό κίνημα, «αγιοποιήθηκαν» με αφορμή την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι επόμενες γενιές φοιτητών (αλλά και πανεπιστημιακών) έζησαν και ζουν υπό το βάρος αυτής της «παρακαταθήκης». Ένα βάρος όμως, που δεν άντεξαν και δεν αντέχουν.

Η πρώτη μεταπολιτευτική περίοδος σημαδεύτηκε από έντονη πολιτικοποίηση του ελληνικού πανεπιστημίου. Κάτι το γενικότερο κλίμα επιστροφής στην πολιτική μετά από 7 χρόνια, κάτι η παραμονή και ανακύκλωση στο φοιτητικό και νεολαιίστικο χώρο των στελεχών που συμμετείχαν στις φοιτητικές εξεγέρσεις του 1973-74, κάτι η καθυστερημένη επίδραση διεθνών γεγονότων όπως ο Μάης του 68, κάτι κάποιες λανθασμένες προσπάθειες αναμόρφωσης του πανεπιστημίου (πχ Ν815) και το ενδιαφέρον της πλειοψηφίας των φοιτητών και των πολιτικών νεολαίων έφυγε από τα πανεπιστημιακά πράγματα και στράφηκε σε γενικότερες πολιτικές αναζητήσεις και αντιπαραθέσεις.

Ελάχιστη σημασία είχε το επίπεδο των σπουδών φτάνει να μην ήταν υποχρεωτικές οι παρακολουθήσεις, αδιάφορη η ποιότητα των συγγραμμάτων, φτάνει να ήταν δωρεάν για όλους, καμία συζήτηση για την επαγγελματική αποκατάσταση, φτάνει να είχαν όλοι τα ίδια απεριόριστα επαγγελματικά δικαιώματα. Στο τέλος-τέλος, πιο σημαντική ήταν η κατάσταση στη Νικαράγουα και τις άλλες χώρες της λατινικής Αμερικής από την εικόνα των σχολών ή την κατάσταση των εργαστηρίων.

Ένα ακόμα αρνητικό «κληροδότημα» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στο μεταπολιτευτικό πανεπιστήμιο ήταν η αποδοχή εξωπανεπιστημιακών παραγόντων (κυρίως της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς) ως στοιχείων που έπρεπε να απολαύσουν την ασυλία του πανεπιστημιακού περιβάλλοντος. Έτσι εργάτες, άεργοι, άνεργοι, περαστικοί και κάθε είδους περιθωριακοί και άσχετοι με το πανεπιστήμιο άνθρωποι, άρχισαν να βλέπουν το χώρο των ως στέγη αρχικά των πολιτικών προβληματισμών τους και αναζητήσεων και -σιγά σιγά- των ακτιβιστικών και σταδιακά εξελισσόμενων ως παραβατικών και εξτρεμιστικών συμπεριφορών τους.

Όλη αυτή η μεταπολιτευτική πολιτική έξαρση, άρχισε να εκφυλίζεται μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 και μετά την ψήφιση του νόμου 1268 το 1982, ο εκφυλισμός εξελίχθηκε σε παρακμή. Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις (και κυρίως της αριστεράς) αδυνατούσαν (ή αδιαφορούσαν) στο να αξιοποιήσουν την αυξημένη συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση του πανεπιστημίου. Η συμμετοχή στη διοίκηση προϋπέθετε θέσεις, γνώση και σοβαρότητα.

Όμως, ακόμα περισσότερο, προϋπέθετε στροφή του ενδιαφέροντος στα εκπαιδευτικά-πανεπιστημιακά πράγματα μια ατζέντα τελείως διαφορετική και άγνωστη για τους μαχητές του «σοσιαλισμού», τους «ανατροπείς της κοινωνικής τάξης» και τους αντιπάλους κάθε κατεστημένου. Αποτέλεσμα η αποχή από τους χώρους «συνδιοίκησης» και η δημιουργία ενός παράλληλου πια χώρου πολιτικής δραστηριοποίησης πέρα από τις τυπικότητες των καταστατικών διαδικασιών των φοιτητικών συλλόγων: μαζώξεις, επιτροπές αγώνα, καταλήψεις, στέκια προβληματισμού και κάθε τι άλλο ψευδεπίγραφα «αντικομφορμιστικό» γέμισαν τους πανεπιστημιακούς χώρους.

Με αφορμή δε, πολιτικές εντάσεις στη γενικότερη πραγματικότητα, οι πανεπιστημιακοί χώροι (ειδικά αυτοί στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης) εξελίχθηκαν αρχικά σε εφαλτήρια αντιεξουσιαστικών επιθέσεων και στη συνέχεια σε χώρο κάλυψης κάθε είδους έκνομης δραστηριότητας, από παράνομο εμπόριο μέχρι διακίνηση ναρκωτικών.

Και αν οι παρατάξεις, τα κόμματα και ο χώρος της αριστεράς έχουν την ευθύνη του φυσικού αυτουργού για όλη αυτήν την κατάσταση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έχουν ευθύνη, αν όχι ηθικού αυτουργού, αλλά σίγουρα κάποιου που συνειδητά ανέχθηκε και «νομιμοποίησε» τον εκφυλισμό των πανεπιστημίων. Το μεν ΠΑΣΟΚ και η νεολαία του από το άγχος μην και τα γκρουπουσκουλα των αριστεριστών και οι νοσταλγοί του Στάλιν τους χαρακτηρίσουν «δεξιούς». Η δε ΝΔ και η Δ.Α.Π, παραδομένες στη ναρκισσιστική ευφορία της «πρώτης θέσης» στο ετήσιο πανηγύρι των φοιτητικών εκλογών, δεν έκαναν το παραμικρό είτε σε κυβερνητικό, είτε σε πανεπιστημιακό επίπεδο για να ανατρέψουν αυτήν την κατάσταση.

Θύματα της όλης κατάστασης, η συνεχώς αυξανόμενη πλειοψηφία φοιτητών και καθηγητών, που προσπαθεί σε ένα λούμπεν και αναχρονιστικό περιβάλλον να διασώσει τον ακαδημαϊκό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα των πανεπιστημίων, αν όχι σε συλλογικό, τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο. Κι όταν κάποιο μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας αγανακτεί από αυτή την δικτατορία των ολίγων και προσπαθεί να αντιδράσει, θέλοντας το ελληνικό πανεπιστήμιο να γίνει εφάμιλλο των ευρωπαϊκών, όπως δικαιούται, πέφτει θύμα εκφοβισμού και φραστικής αλλά και φυσικής βίας.

Όμως ο κόμπος έχει φτάσει εδώ και καιρό στο χτένι. Ή θα λυθεί (ή κοπεί) ο κόμπος ή θα σπάσει το χτένι.

Η σημερινή κυβέρνηση εκλέχθηκε με σημαία την αποκατάσταση της τάξης και της νομιμότητας στα πανεπιστήμια. Νομοθέτησε γρήγορα την ίδρυση ενός αστυνομικού σώματος που θα συνέβαλλε στο σκοπό αυτό, αλλά σήμερα, τρία χρόνια μετά, δεν έχει συμβεί το παραμικρό, επαναλαμβάνοντας την επίδειξη ανοχής που τόσα χρόνια επιλέγει ως συμπεριφορά ο πολιτικός της χώρος. Το δε ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, στη προσπάθεια προσέλκυσης κάθε λογής χαμένων ψηφοφόρων, ξαναστέκεται με «ίσες αποστάσεις» απέναντι στο πρόβλημα, καταδικάζοντας το βιασμό και όχι το βιαστή. Την ίδια στάση, δυστυχώς, κρατάνε και αρκετοί πανεπιστημιακοί, όπως φάνηκε και από την πρόσφατη ανακοίνωση του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Έχει φτάσει η στιγμή, που όλοι εμείς, είτε με ενεργή, είτε με ιστορική σχέση με το πανεπιστήμιο, αλλά και κάθε ενεργός πολίτης, οφείλουμε να περάσουμε από το στάδιο της απαθούς θεώρησης της πραγματικότητας, στο στάδιο της έκφρασης θέσης, των παραινέσεων, της ενεργούς υποστήριξης κάθε προσπάθειας που θα εκριζώσει την ανομία και την περιθωριοποίηση του πανεπιστημίου.

Τον πανεπιστήμιο είναι ένας χώρος ελεύθερης διακίνησης ιδεών, παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης. Για να λειτουργήσει ως τέτοιο πρέπει να λειτουργεί με διαφάνεια, με κανόνες, με τάξη, με σεβασμό. Αλλιώς γίνεται ένας χώρος διακίνησης μίσους, ένας χώρος παραγωγής και αναπαραγωγής βίας.

Ένα τέτοιο πανεπιστήμιο δεν μας αξίζει.