Τον πρωτογνώρισα πριν 40 χρόνια ακριβώς. Μαζί με δύο-τρεις άλλους τότε συναδέλφους μας είχε καλέσει για να μας δείξει πώς η τότε Τράπεζα Πίστεως θα έμπαινε στην εποχή του σταδιακού αυτοματισμού με την είσοδο στα καταστήματά της Αυτόματων Τραπεζικών Μηχανημάτων (ΑΤΜ). Και στη συζήτηση επάνω μας εξήγησε ποιο το μέλλον του τραπεζικού συστήματος και γιατί η χώρα έπρεπε να αποκτήσει ευέλικτες και ισχυρές τράπεζες. Η ανάλυση του ήταν εντυπωσιακή και έδειχνε άνθρωπο που παρακολουθεί από κοντά το παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι.
Μετά τη συζήτηση τον ρώτησα αν θα ήθελε να δώσει μια συνέντευξη στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο». Χαμογέλασε και μου απάντησε: «μα την έδωσα ήδη με αυτά που είπα…». Κατάλαβα ότι είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο των έργων και όχι των λόγων.
Τρία χρόνια αργότερα, τον ξανασυνάντησα στη Βενετία, όπου μας είχε προσκαλέσει μαζί με τον συνάδελφο Αντώνη Κεφαλά σε μια σημαντική εκδήλωση της ασφαλιστικής εταιρίας Generali, η οποία συνεργαζόταν με τον ελληνικό τραπεζικό όμιλο. Το βράδυ μας προσκάλεσε σ’ ένα όμορφο εστιατόριο όπου για πρώτη φορά δοκίμασα ένα έξοχο Brunello di Montalcino. Ήταν το κάτι άλλο. Βοήθησε δε την συζήτησή μας με τον Γιάννη Κωστόπουλο, που με εντυπωσιακό τρόπο μας εξήγησε πώς η πραγματική οικονομία έδινε τη θέση της στην χρηματοοικονομία, γεγονός ανατρεπτικό, που θα συνεπαγόταν μεγάλες μεταρρυθμίσεις και στην Ελλάδα. Ποιος θα τις κάνει όμως και πώς, ήταν το ερώτημα μου. «Ο Ανδρέας μπορεί, αλλά έχω την αίσθηση ότι δεν θέλει», ήταν η απάντησή του. Και με την ευκαιρία αυτή, μας απεκάλυψε ότι ετοίμαζε μια έκθεση πάνω στα θέματα αυτά, την οποίαν θα έδινε στους Ανδρέα Παπανδρέου, Κώστα Σημίτη, Θόδωρο Καρατζά και Χρήστο Λαμπράκη.
Έβλεπε μπροστά και μακρυά έτσι, ο Γιάννης Κωστόπουλος και οι περισσότερες προγνώσεις του για την ελληνική και διεθνή οικονομία επαληθεύτηκαν. Είναι ξεκάθαρο πως ήταν διορατικός. Χάρισμα που του το αναγνώριζαν και οι άσπονδοι φίλοι του, που βρίσκονταν σε αντίστοιχες διοικητικές θέσεις στον ανταγωνισμό. Κάθε χρόνο έδινε μια συνέντευξη στον έντυπο τύπο και μέσα από τις γραμμές των λόγων του έβλεπε η αγορά τις τάσεις είτε επρόκειτο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είτε για την πορεία του τραπεζικού συστήματος.
Πίστευε στις εξαγορές και το είχε εκφράσει με τη διαχρονική ατάκα «η αγορά χωρά 2,5 τράπεζες» Όχι όμως όταν απειλούσαν με κρατικοποίηση την τράπεζα μέσα στην οποία μεγάλωσε. Γι' αυτό σε αρκετές περιπτώσεις δεν έβαλε στο τέλος την υπογραφή του, με πιο εμβληματική περίπτωση τις ατέρμονες συζητήσεις με τον Θεόδωρο Καρατζά. Τα τελευταία χρόνια, μετά τη σάρωση των μνημονίων αποσύρθηκε ουσιαστικά και μετοχικά από την τράπεζα. Έδωσε τη σκυτάλη στη νέα γενιά, χωρίς άγχος και αισθήματα στέρησης. Εξάλλου, ήταν και φαινόταν πάντα αυτάρκης, χαρακτηριστικό μιας αστικής φιγούρας που από νωρίς έχει μεγαλώσει διαφορετικά: με πολυτέλεια εκφρασμένη με ήρεμο και ευγενή τρόπο, χωρίς το άγχος της διαφήμισής της.
Τα τελευταία χρόνια, αραιά και πού μου τηλεφωνούσε για να σχολιάσει άρθρα μου στην «Εστία». Και συμφωνούσαμε στο ότι η κρίση στην Ελλάδα ήταν αμιγώς κρατική και όχι τραπεζική, όπως σε άλλες χώρες. Με πιο απλά λόγια, στη χώρα μας, για την κρίση δεν έφταιγε το τραπεζικό σύστημα, αλλά το δημόσιο και ο υπερβολικός δανεισμός του. Για την εξυπηρέτηση ενός σπάταλου πελατειακού κράτους.
Παρ’ όλα αυτά, ο Γιάννης Κωστόπουλος πίστευε στο ανθρώπινο δυναμικό αυτής της χώρας και αυτό το είχε αποδείξει στην πολιτική προσωπικού και αμοιβών που εφαρμόζει ο Όμιλος του.