Η ιστορική αποτυχία, παγκοσμίως, της κεντρικά πλήρως προγραμματισμένης οικονομίας και των «κοινωνικοποιήσεων» (ή εθνικοποιήσεων ή κρατικοποιήσεων) δεν έχει περιορίσει τις πιέσεις για περισσότερο κράτος, έχει απλώς αλλάξει την κατεύθυνσή τους. Η επέκταση του κρατισμού παίρνει τώρα τη μορφή ολοένα περισσότερων προγραμμάτων «πρόνοιας» καθώς και περισσότερων ρυθμίσεων. 

Του Κώστα Χριστίδη*

Ο σοσιαλισμός, διανοητικά χρεωκοπημένος μετά από ένα και πλέον αιώνα κατάρρευσης των επιχειρημάτων του για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, επιδιώκει τώρα την κοινωνικοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγής – συνήθως στο όνομα καταπολέμησης κάποιων ανισοτήτων, ανεξαρτήτως εάν οι τελευταίες είναι δικαιολογημένες  (π.χ. ως αποτέλεσμα περισσότερης εργασίας, καινοτομίας, ταλέντου) ή αδικαιολόγητες.

Οι αντιλήψεις αυτές στηρίζονται στα έμφυτα σε όλους μας συναισθήματα φιλαλληλίας, ευσπλαχνίας, αυθόρμητης συνδρομής προς τους συνανθρώπους μας που υποφέρουν. Οι στόχοι (μπορεί να) είναι ευγενείς, τα αποτελέσματα απογοητευτικά. Η αποτυχία οφείλεται στη χρήση λανθασμένων μέσων για την επίτευξη επιθυμητών στόχων.

Στη χώρα μας η πιο ξεκάθαρη αποτυχία του λεγόμενου «κοινωνικού» κράτους αφορά στο ασφαλιστικό σύστημα. Μετά από δεκαετίες υπερβολικών ή χαριστικών παροχών απροκάλυπτα πελατειακού χαρακτήρα, που σε χιλιάδες περιπτώσεων έπαιρναν τον χαρακτήρα απάτης του κοινού ποινικού δικαίου, οι σημερινοί συνταξιούχοι (και πολλοί που απεβίωσαν την τελευταία δεκαπενταετία) υπέστησαν διαδοχικές περικοπές των συντάξεών τους, που σε ορισμένες περιπτώσεις άγγιξαν συνολικά το 50%(!). 

Σήμερα, υπό την επίδραση και των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων, υπάρχει σοβαρή ανησυχία εάν το συνταξιοδοτικό σύστημα θα μπορέσει να επιβιώσει σε βάθος ολίγων δεκαετιών – εάν δεν μεταρρυθμιστεί εγκαίρως και εκ βάθρων προς τη σωστή κατεύθυνση.

Ανάλογα προβλήματα παρατηρούνται και σε όλους τους άλλους τομείς του κοινωνικού κράτους, π.χ. υγείας, παιδείας, κ.λπ., όπου παρέχονται υπηρεσίες σε ανεπαρκή ποσότητα, χαμηλή ποιότητα και κάθε άλλο παρά «δωρεάν» (πώς , άλλωστε, θα ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο;), ιδίως εάν αναλογισθεί κανείς αφ’ ενός το ύψος των καταβαλλόμενων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών αλλά και, ταυτόχρονα, το κόστος που πληρώνει κανείς σε «φακελάκια», φροντιστήρια, «γρηγορόσημα» κ.ο.κ. 

Οι μόνοι προφανώς ωφελημένοι από το καθεστώς αυτό είναι οι διαχειριστές του συστήματος, ιδιαίτερα τα υψηλόβαθμα στελέχη της κρατικής νομενκλατούρας και οι συνδικαλιστές του δημόσιου τομέα (τα «ρετιρέ», κατά την παλαιά έκφραση του Ανδρέα Παπανδρέου).

Η οικονομική αναποτελεσματικότητα του κράτους πρόνοιας μπορεί να εξηγηθεί βάσει της ανάλυσης των κινήτρων των υπηρετούντων στο δημόσιο τομέα. Όταν κάποιος διαχειρίζεται χρήματα δικά του για κάποιον ατομικό του σκοπό, έχει προφανώς κίνητρα να διαχειρισθεί τα χρήματα αυτά κατά τον οικονομικά επωφελέστερο τόπο. 

Όταν διαχειρίζεται χρήματα δικά του για λογαριασμό άλλων ατόμων, το αποτέλεσμα είναι συνήθως λιγότερο ικανοποιητικό, γιατί η χρήση των χρημάτων γίνεται χωρίς απόλυτη γνώση των αναγκών και των επιθυμιών των άλλων. Όταν κάποιος διαχειρίζεται χρήματα τρίτων για δικό του σκοπό, το κίνητρο για οικονομία είναι ακόμη μικρότερο. 

Τέλος, όταν κάποιος διαχειρίζεται χρήματα τρίτων για λογαριασμό κάποιων άλλων (τέταρτων), το κίνητρο για οικονομική και αποδοτική χρήση των χρημάτων αυτών είναι μικρότερο από ό,τι σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις.

Στο δημόσιο τομέα, και μάλιστα στο κράτος πρόνοιας, οι δημόσιοι υπάλληλοι – με καθεστώς μονιμότητας και χωρίς να συνδέεται η βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξή τους με αξιολόγηση της απόδοσής τους – διαχειρίζονται χρήματα τρίτων, των φορολογουμένων, για λογαριασμό κάποιων άλλων. Το κίνητρο για οικονομία είναι εξαιρετικά μειωμένο. 

Ταυτόχρονα, παρατηρείται υπερκατανάλωση, όπου αυτό είναι δυνατόν, από πλευράς των χρηστών των δημόσιων κοινωνικών παροχών. Αν όλοι γνωρίζουν ότι, σε τελευταία ανάλυση, το όποιο κόστος των αποφάσεων για τη ζωή τους θα μετακυλιστεί σε άλλους, τότε θα είναι λιγότερο προσεκτικοί για τις αποφάσεις τους από όσο πρέπει, θα καταναλώνουν τις δήθεν δωρεάν παρεχόμενες προνοιακές υπηρεσίες σε υπερβάλλουσες ποσότητες και θα τείνουν να αναλαμβάνουν μεγαλύτερους κινδύνους. Πρόκειται για το λεγόμενο πρόβλημα του ηθικού κινδύνου (moral hazard).

Είναι προφανές ότι στις περισσότερες χώρες του κόσμου και κατ’ εξοχήν στην Ελλάδα το κράτος πρόνοιας έχει επείγουσα ανάγκη αναμόρφωσης. Τα τεράστια ποσά που συγκεντρώνονται για τον ευγενή σκοπό της ανακούφισης των φτωχότερων συνανθρώπων μας δεν πρέπει να διοχετεύονται σε απαράδεκτα υψηλό ποσοστό διοικητικών δαπανών, όπως συμβαίνει σήμερα, προς όφελος μιας αδηφάγου γραφειοκρατίας, ούτε να κατευθύνονται σε εύπορα άτομα ή οικογένειες, π.χ. επίδομα ενοικίου σε μέλη μιας βαθύπλουτης οικογένειας (συνέβη προ ετών με υπουργικό ζεύγος της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που αναγκάσθηκε να παραιτηθεί).

Η αναμόρφωση πρέπει να γίνει με τον ανακαθορισμό, πρώτον, των προνοιακών παροχών, δεύτερον, των δικαιούχων και, τρίτον και κυριότερο, του τρόπου εκπλήρωσης των παροχών στους δικαιούχους. 

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος, με προφανές δημοσιονομικό όφελος, είναι η παροχή ενός σταθερά διευρυνόμενου ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, το οποίο θα ενσωματώνει σταδιακά διάφορα καταργούμενα επιδόματα και άλλες παροχές προνοιακού χαρακτήρα. 

Επίσης, με την παροχή επιταγών ή κουπονιών (vouchers) σταθερού ποσού, που οι δικαιούχοι θα μπορούν να προσκομίζουν σε δημόσιους ή ιδιωτικούς παρόχους για να λαμβάνουν αντίστοιχες υπηρεσίες, όπως συμβαίνει σήμερα, για παράδειγμα, με τους βρεφονηπιακούς σταθμούς.

Πρόκειται για σημαντικές, άξιες του ονόματός τους μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, αν μελετηθούν και υλοποιηθούν σωστά και έγκαιρα, θα συμβάλουν θεαματικά στην αύξηση της γενικής ευημερίας.

* Ο Κώστας Χριστίδης είναι Νομικός και Οικονομολόγος