Ένα συναρπαστικό και συγκινητικό βιβλίο του Δημήτρη Θεοφάνη, αέρινου έξω δεξιά του Παναθηναϊκού την χρυσή εποχή του συλλόγου (1960-1966)...
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο αγώνας τελείωσε. Ο Παναθηναϊκός, με ένα γκόλ του Ανδρέα Παπαεμμανουήλ και ένα του Βαγγέλη Πανάκη, νίκησε την ΑΕΚ με 2-1 και κατέκτησε το πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα. Το γήπεδο Καραϊσκάκη σείεται κυριολεκτικά. Αυτόν τον αγώνα δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Για πολλούς λόγους. Ο σπουδαιότερος όμως ήταν ότι το ίδιο βράδυ, στο Μοστρού αν θυμάμαι καλά, γνώρισα τον Δημήτρη Θεοφάνη, τον Αν. Παπαεμμανουήλ, τον Σωτ. Αγγελόπουλο, τον Κώστα Λινοξυλά και τον Μίμη Δομάζο. Πέταξα στα σύννεφα. Όπως και ο Δημήτρης (Λώρης) Θεοφάνης, που γράφει στο βιβλίο του:
«Αφού καταφέραμε να μπούμε στο τρελλό πούλμαν της επιστροφής, στην Πειραιώς προς την Αθήνα σιγά-σιγά είχε αρχίσει να σουρουπώνει, να βγαίνει ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι, να στρώνει τον δρόμο με ασημένια χαλιά, να ανάβουν τα φώτα της Αθήνας για την γιορτή. Ο κόσμος και στις δύο πλευρές του δρόμου ζητωκραύγαζε, κούναγε μαντίλια και κομμένα κλαδιά, σαν την Κυριακή των Βαΐων, κι ας ήταν Ιούλιος. Αργά-αργά φτάσαμε στα Σφαγεία. Γυναίκες αλλά και μικρά παιδιά άπλωναν στα μπαλκόνια ό,τι πράσινο είχαν, από τραπεζομάντηλα, πετσέτες, σεντόνια, και τα πιο μεγάλα παιδιά έτρεχαν δίπλα στο πούλμαν ευτυχισμένα από το αποτέλεσμα και που μάς έβλεπαν από τόσο κοντά.
»Πιο πάνω, στην πλατεία Κουμουνδούρου, η ίδια υποδοχή και ό,τι πράσινο υπήρχε κρεμόταν από τα μπαλκόνια και τα παράθυρα. Ανέμιζαν πράσινες σημαίες. Κάποια γυναίκα από ένα σπίτι, από αυτά που έχουν το φως της πόρτας αναμμένο μέρα και νύχτα, κρέμασε δύο κιλότες και ένα κομπιναιζόν, πράσινα. Είχε ακόμα κρεμάσει και ένα σεντόνι άσπρο που έγραφε ανορθόγραφα: “Μόνω για απόψες όσοι πέχτες έπεξαν τους κάνο βίζιτα με τα μισά λεπτά δόρω”.
»Οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού, μέσα σε μία πρωτόγνωρη ευτυχία, πήγαν διπλά ευτυχισμένοι στα σπίτια τους. Δεν άκουγαν την γκρίνια των γυναικών τους, επειδή είχαν κουφαθεί από τις δύο κανονιές του Παπαεμμανουήλ και του Πανάκη. Έτσι, από αυτό το καλοκαίρι του 1960, είχε αρχίσει μία άνοιξη για τον Παναθηναϊκό, φιλάθλους και παίκτες, που κράτησε πέντε χρόνια! Αυτό το καλοκαίρι ήταν από τα πιο όμορφα και, χωρίς σκέψεις, φύγαμε για γαλανές θάλασσες, με όνειρα για την νέα σεζόν και το πρώτο μας ταξίδι, για το Κύπελλο Πρωταθλητριών, όπως το έλεγαν».
Ογδόντα τριών ετών σήμερα και με την επάρατο να τον απειλεί, ο Δημήτρης Θεοφάνης, αέρινος έξω δεξιά του ΠΑΟ εκείνα τα χρόνια, είναι μία πλούσια σε συναισθήματα προσωπικότητα. «Στο βιβλίο μου», λέει, «δεν έγραψα αυτά που θυμόμουν, αλλά αυτά που ήθελα να ξεχάσω. Έγραψα την ζωή ενός ανθρώπου που ξεκίνησε από το τίποτε, δεν έκανε τίποτε και όταν έφυγε δεν άφησε τίποτε».
Δεν ξέρω αν ο Δημήτρης Θεοφάνης έχει δίκιο όταν λέει ότι δεν άφησε τίποτε. Διότι, απλούστατα, πέρα από ποδοσφαιριστής πρώτης γραμμής, στον γραπτό λόγο αποδεικνύεται και λαμπρός συγγραφέας.
«Είναι δύσκολο να μιλήσει κάποιος για την ζωή του χωρίς να υποκύψει στην ματαιοδοξία της εικόνας και της (ύστερης) φήμης του. Πολύ δε περισσότερο όταν πρόκειται για ποδοσφαιριστή πρώτης γραμμής που, στην ακμή της καριέρας του, άκουσε την μισή φίλαθλη Ελλάδα να τον αποθεώνει και να τον επευφημεί (μια και μιλάμε για Παναθηναϊκούς), αλλά και άκουσε από τους ίδιους τακτικούς υμνητές, σχολιαστές και αναλυτές της κερκίδας της Λεωφόρου, το εξίσου τελετουργικό Παίξε μπάλα, ρε μαλάκα!
»Να το πούμε εκ των προτέρων: Πρώτη φορά γράφεται τέτοιο βιβλίο που δεν έχει όμοιό του στα βιβλία και τα λευκώματα που βγήκαν στην δημοσιότητα από ποδοσφαιριστές. Ο Θεοφάνης ξεστρατίζει από τους αξιακούς προσανατολισμούς και τα ήθη που διαμόρφωσαν την συμβατική εικόνα για το ποδόσφαιρο, τους πρωταγωνιστές του και “την ομάδα μας”.
Δεν γράφει μία ωραιοποιητική ανάμνηση (ή πρόταση επαναφοράς) των δομών, των αξιών και της ηθικής του ένδοξου ερασιτεχνισμού ή μισοερασιτεχνισμού (τότε που το παιχνίδι γινόταν για την δόξα της φανέλλας), ούτε μία αναμενόμενη κριτική των ασθενειών του αναπόφευκτου σημερινού επαγγελματισμού στο ποδόσφαιρο.
»Με λογοτεχνικές αξιώσεις, ο συγγραφέας βολοδέρνει πάνω στην γραμμή “πόλεμος, ποδόσφαιρο, σκέψεις, συναισθήματα”, αναποδογυρίζοντας στο τραπέζι την μεγάλη αγάπη για την ομάδα του σαν ένα κουτί με παραμελημένα, ξεχασμένα θέματα: τις μορφές σύγκρουσης (ακόμα και της ψυχροπολεμικής για την εποχή του), όπως αυτές πλέκονται με τις σύνθετες μορφές αλληλεξάρτησης, συνεργασίας και συγκρότησης “της ομάδας μας”, και της “ομάδας των άλλων”.
Η αφήγηση της νοηματοδότησης των κύκλων της δικής του ζωής και της εσωτερίκευσης της δικής του ταυτότητας φωτίζει, εν παραλλήλω, τις αντισυμβατικές όψεις των σχέσεων που χτίζονται στις ομάδες μεγάλης εμβέλειας, όπως οι ποδοσφαιρικές. Αναδεικνύει τα αισθήματα που εκλύουν (ευχαρίστησης για την νίκη, θλίψης και πόνου για την ήττα) και την κυμαινόμενη μείξη παθών, έλλογης και άλογης συμπεριφοράς –πάντως, σταθερά ανθρώπινης– που εμπεριέχουν ως σύνθετες ολότητες.
Γράφει για κρίσιμους αγώνες, ξεδιπλώνει μια σειρά από σπαρταριστά επεισόδια πίσω από τους προβολείς των γηπέδων με πρωταγωνιστές επιφανείς ποδοσφαιριστές, αντιπάλους, προπονητές, διαιτητές, παράγοντες, ανοίγοντας έναν κόσμο, τον κόσμο του ποδοσφαίρου, μάλλον αιρετικό: του ταξιδιού, του έρωτα, της παρέας, της αθώας νεανικής αλητείας, του χρήματος, της μαγείας (λευκής και μαύρης) της ζωής, αλλά και του θανάτου».
Αυτά αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο επιμελητής του βιβλίου, Θανάσης Βασιλείου (εκδόσεις Gutenberg) και ιχνογραφεί περίφημα τον συγγραφέα και τον πλούσιο κόσμο του. Το ίδιο κάνουν και οι Αριστείδης Καμάρας και Αντώνης Αντωνιάδης, επίσης κορυφαίοι παίκτες του Παναθηναϊκού, που έζησαν από κοντά τον Δημήτρη Θεοφάνη.
Τον παίκτη που ο αξέχαστος Λάκης Πετρόπουλος αποκάλεσε «Λώρη» γιατί ήθελε να τον παρομοιάσει με τον θρυλικό Σταν Λώρελ, τον «Λιγνό» του σινεμά. Όντως, ο Θεοφάνης ήταν λεπτός, αλλά μεγάλος στο Γήπεδο Αλεξάνδρας, στο οποίο κάποια χρόνια σύχναζαν σχεδόν κάθε μέρα…