Παραβιάζει ανοικτές θύρες ο Αλέξης Τσίπρας όταν θέτει στην Αντιπολίτευση το δήθεν αφοπλιστικό ερώτημα: “θέλετε να μειωθεί το χρέος ή όχι”; Ή ακόμα χειρότερα: “είστε με την κυβέρνηση που δίνει μια ‘εθνική μάχη’ ή με τους δανειστές”;
Είναι προφανές πως στην απόγνωση του καταφεύγει για άλλη μια φορά στη γνώριμη τακτική του. Διεγείρει συναισθήματα για να παρακάμπτει τη λογική. Θέτει ψεύτικα ηθικά διλήμματα για να αποφεύγει τα πολιτικά επιχειρήματα. Επιδιώκει το διχασμό.
Όμως αυτή τη φορά ματαιοπονεί. Οι πολίτες τον κατάλαβαν και η πραγματικότητα είναι τόσο αμείλικτη που δεν χωράει κάτω από το χαλί του “ηθικού πλεονεκτήματος” της Αριστεράς. Τώρα κρίνεται η “κυβερνώσα Αριστερά”... Και κρίνεται αποτυχημένη. Διότι το επίδικο δεν είναι αν θέλει κάποιος τη μείωση του χρέους του – ποιος δεν θα την ήθελε. Ούτε φυσικά αν ο κ. Τσίπρας και η παρέα του είναι οι μόνοι πατριώτες και οι πολιτικοί τους αντίπαλοι “γερμανοτσολιάδες”.
Το επίδικο είναι οι λόγοι που το χρέος κατέστη κυρίαρχο στην ατζέντα της κυβέρνησης και οι αρνητικές επιπτώσεις αυτής της στρατηγικής. Κατά τη γνώμη μου, το θέμα του χρέους είναι το ιδανικό άλλοθι ώστε η κυβέρνηση
α. να καλύψει την καταστροφική για την οικονομία και την κοινωνία αποτυχία της πολιτικής της,
β. να κερδίσει πολιτικό χρόνο παραμονής στην εξουσία και
γ. να κρατήσει το τελευταίο οχυρό δήθεν αντίστασης – την ύστατη καταφυγή και πρόσχημα μιας (πιθανής πάντα) πρόωρης ηρωικής εξόδου, πριν την οριστική πολιτική της εξαΰλωση...
Αυτοί και μόνον, είναι οι λόγοι, διότι:
Γενικά, το ύψος του χρέους σε ένα κράτος ή νοικοκυριό γίνεται πρόβλημα από τη στιγμή που εκδηλώνεται αδυναμία αποπληρωμής του. Τότε δηλαδή που το όποιο χρέος παύει να εξυπηρετείται. Εκεί και απαιτείται διπλή παρέμβαση. Αφενός μια αναπροσαρμογή των όρων αποπληρωμής του και αφετέρου (και το κυριότερο) η ανάκτηση της ικανότητας του δανειολήπτη να το αποπληρώσει.
Στην περίπτωση του ελληνικού χρέους αυτά συνέβησαν με το PSI το 2012. Οι τόκοι αποπληρωμής μειώθηκαν από 16 δισ. ετησίως σε 5 δισ., έγινε ονομαστική διαγραφή του 100 δισ. (η μεγαλύτερη που συνέβη ποτέ παγκοσμίως) και ταυτόχρονα άλλαξε το μείγμα οικονομικής πολιτικής το οποίο έδινε έμφαση στις μεταρρυθμίσεις και την ανάπτυξη, ώστε μακροπρόθεσμα η Ελλάδα να ήταν σε θέση και να αυξήσει το ΑΕΠ της και το χρέος της να μειώσει. Με απλά λόγια το χρέος έγινε βιώσιμο – κάτι που αποτυπώνεται σε τέσσερις εκθέσεις του ΔΝΤ. Συγκεκριμένα,
Το Φθινόπωρο του 2014 το ΔΝΤ κατέγραφε το ΑΕΠ της χώρας στα 182 δισ. και το χρέος στα 319 δισ. και υπολόγιζε ότι το 2022 το ΑΕΠ θα έφτανε στα 259 δισ. και το χρέος τα 270 δισ. Δηλαδή υπολόγιζε ότι το 2022 το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφώνονταν στο 105%.
Σήμερα, μετά από δυόμισι χρόνια ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, το ΔΝΤ καταγράφει το ΑΕΠ της χώρας στα 175,5 δισ. (μείωση 6,5 δισ. σε σχέση με το 2014), το χρέος στα 326 (αύξηση 7 δισ. σε σχέση με το 2014) και υπολογίζει ότι το 2022 το ΑΕΠ θα φτάσει 217 δισ. (42 δισ. λιγότερα από την προ διετίας πρόβλεψη του με κυβερνήσεις Σαμαρά-Βενιζέλου) και το χρέος θα ανέβει στα 337 δισ. (δηλαδή 67 δισ. επιπλέον από την προ διετίας πρόβλεψη του και 11 δισ. από όσο είναι σήμερα!). Δηλαδή υπολογίζει ότι το 2022 το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στα 155-170%!
Το ΔΝΤ διαπιστώνοντας τη δραματική επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας και τις δυσοίωνες προβλέψεις της για το μέλλον, θεωρεί πλέον (δεν το θεωρούσε πριν από δυόμισι χρόνια) πως το ελληνικό χρέος έπαψε να είναι βιώσιμο.
Και για να συμμετάσχει σε νέο πρόγραμμα θέτει ως όρο τον επαναπροσδιορισμό των όρων αποπληρωμής με ταυτόχρονη έμφαση σε μεταρρυθμίσεις που δεν γίνονται. Η κυβέρνηση από την πλευρά της επικαλείται το ΔΝΤ για να υποστηρίξει την ανάγκη ανακούφισης του χρέους, αποκρύπτει όμως ότι η ανάγκη αυτή προέκυψε εξαιτίας της αποτυχημένης πολιτικής της συνολικά.
Το πρόβλημα τώρα δεν είναι ο ύπουλος τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση προσπαθεί να αποδώσει τις ευθύνες της σε τρίτους και στη δήθεν διαμάχη ΔΝΤ – Ευρωπαίων να συμφωνήσουν ως προς το ελληνικό ζήτημα. Το πρόβλημα είναι η περιπλοκή που έχει δημιουργήσει στους εταίρους η στάση της και η εμφανής δυσκολία τους να λύσουν τον ελληνικό γρίφο – γεγονός που συνεπάγεται απρόβλεπτες εξελίξεις για τη χώρα.
Η δυσκολία έγκειται στο ποιος και αν θα ξαναβάλει λεφτά στη μαύρη τρύπα του ελληνικού ζητήματος, τα οποία αγγίζουν τα 40 δισ. όπως υπολογίζει το ΔΝΤ για την ανακούφιση του χρέους. Και πως οι Ευρωπαίοι θα ξαναβάλουν το χέρι στην τσέπη των φορολογουμένων τους για να δείξουν την αλληλεγγύη τους στην Ελλάδα.
Προφανώς, η Γερμανία δεν επιθυμεί (και πρακτικά μάλλον δεν μπορεί) να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα στην κορύφωση της προεκλογικής περιόδου. Θέλει να το δει μετά τις γερμανικές εκλογές.
Η κυβέρνηση που το γνωρίζει αυτό επιμένει σε λύση τώρα, εκβιάζοντας με αβεβαιότητα στην Ευρωζώνη στην περίπτωση που ο κ. Τσίπρας δεν εφαρμόσει τα μέτρα, δεν κλείσει η αξιολόγηση, δεν καταβληθεί η δόση του καλοκαιριού και η Ελλάδα οδηγηθεί στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Ακόμα όμως και στην περίπτωση που η κυβέρνηση αλλάξει στάση και το πρόγραμμα προχωρήσει απρόσκοπτα, ουδείς σοβαρός προεξοφλεί έξοδο από τα Μνημόνια το 2018. Αντιθέτως, αναμένει νέα μέτρα που θα συνοδεύουν τη νέα χρηματοδότηση (δηλαδή νέο Μνημόνιο) που θα χρειαστεί η Ελλάδα για να καταστεί βιώσιμο το χρέος της.
Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο πολιτικά η κυβέρνηση δεν μπορεί να το σηκώσει και θα αναγκαστεί τότε να προσφύγει σε εκλογές υπό εξαιρετικά δυσμενείς όρους.
Για αυτό και η Αθήνα παίζει τώρα τα ρέστα της με το χαρτί του χρέους. Ποντάρει σε μια γερμανική συγκατάθεση μιας χαλαρής και γενικόλογης έστω δέσμευσης των εταίρων για διευθέτηση του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος (δηλαδή το καλοκαίρι του 2018), ώστε να χρυσώσει κάπως το χάπι του αδιεξόδου της και να διατηρηθεί στην εξουσία.
Σε περίπτωση που κάτι τέτοιο δεν καταστεί δυνατό, ποντάρει εναλλακτικά στο να πείσει την ελληνική γνώμη πως οι κακοί δανειστές τής τράβηξαν το χαλί και η “Τρόικα του εσωτερικού” με την αντεθνική στάση συνέβαλε στην πτώση της και άρα η μόνη επιλογή που της απομένει είναι η ηρωική έξοδος, σε συνθήκες ακραίας πόλωσης και διχασμού.
Είναι σαφές ότι τα ριψοκίνδυνα πονταρίσματα της κυβέρνησης δεν έχουν μόνο υψηλό οικονομικό κόστος, αλλά εγκυμονούν εθνικούς κινδύνους τους οποίους οι πολίτες καλούνται να αντιληφθούν εγκαίρως προτού είναι ήδη αργά.
* Ο Μάξιμος Σενετάκης είναι τ. Βουλευτής ΝΔ Ηρακλείου, ειδικός σύμβουλος του Προέδρου της ΝΔ για θέματα ανάπτυξης Κρήτης