Ο Φρανσουά Μιτεράν, ήταν ένας μεγάλος πολιτικός τακτικιστής και μέρος αυτής της ικανότητας του το όφειλε στο γεγονός ότι πριν ενταχθεί στο Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, είχε φλερτάρει με τον πεταινισμό και τη γαλλική ακροδεξιά.
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όμως, κατάλαβε ότι για την Γαλλία και την Ευρώπη γενικότερα, είχε σημάνει η ώρα της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία αποτελούσε και σοβαρή ασπίδα απέναντι στον Κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό.
Ωστόσο, ο μεγάλος φόβος του ήταν ότι ειδικά στη γαλλική περίπτωση, ο γκωλισμός, που είχε συγκεντρώσει στους κόλπους του την φιλελεύθερη δεξιά και την κεντρώα αριστερά, σε τελική ανάλυση, ελάχιστα διέφερε από το παραδοσιακό Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο δεχόταν τότε και τις ανηλεείς επιθέσεις του πανίσχυρου Κ.Κ. Γαλλίας.
Επωφελούμενος έτσι από τις πληγές που είχε ανοίξει στη Γαλλία ο πόλεμος στην Αλγερία και η γαλλική ήττα στην Ινδοκίνα, όντας πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, το 1982 αποφάσιζε να ενισχύσει το Εθνικό Μέτωπο του Ζαν-Μαρί Λεπέν, στον δεξιό αντιγκωλικό χώρο, το καλύτερο δείγμα λαϊκιστή, τραμπούκου και καλού ρήτορα πολιτικού.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, ο Φρανσουά Μιτεράν, προώθησε την προβολή του Λεπέν και του Εθνικού Μετώπου στα κρατικά ΜΜΕ, παράλληλα δε, στο όνομα της πολυφωνίας και της δημοκρατίας καθιέρωνε την απλή αναλογική στις βουλευτικές εκλογές του 1982, με αποτέλεσμα το ΕΜ του Λεπέν να βρεθεί με 34 βουλευτές στο Κοινοβούλιο.
Ο δρόμος της γαλλικής ακροδεξιάς είχε ανοίξει σαφώς δε ο Λεπέν αντλούσε ψήφους από τη μη γκωλική δεξιά, η οποία πάντως έφερε βαρέως τον φιλελεύθερο προσανατολισμό του ηττηθέντος από τον Μιτεράν απερχόμενου προέδρου Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν.
Η άνοδος της γαλλικής ακροδεξιάς είχε άμεσο αντίκτυπο και στην τότε Δυτική Γερμανία, στην οποίαν οι αδίστακτοι τρομοκράτες της συμμορίας «Μπάαντερ – Μαϊνχοφ» έστρωναν το κρεββάτι Γερμανών ακροδεξιών τραμπούκων. Με κύρια ιδεολογικά τους «όπλα» τον αντισημιτισμό και την εναντίωση στους μετανάστες, τα ακροδεξιά κόμματα στη Γαλλία και τη Γερμανία, αργότερα δε και στο Βέλγιο, από τη μια πλευρά άρχισαν να χρηματοδοτούνται από τα σοβιετικά ταμεία αποπληροφόρησης, από την άλλη δε από μυστηριώδεις αντισημιτικές οργανώσεις αραβικής εμπνεύσεως.
Επωφιλούμενα δε από την κρίση στην απασχόληση που είχαν προκαλέσει οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979, τα ακροδεξιά μορφώματα, αποκτούσαν όλο και περισσότερους ψηφοφόρους από τις κομμουνιστικές και εν μέρει σοσιαλιστικές παρατάξεις.
Για παράδειγμα, στη Γαλλία, το 30% των ψηφοφόρων του Λεπέν το 2002 ήταν παλαιά μέλη του ΚΚ Γαλλίας. Δεν προκαλεί καμμιά έκπληξη έτσι το γεγονός ότι το λεξιλόγιο και αρκετές προσεγγίσεις του Λεπέν παλαιότερα και της κόρης του σήμερα, ελάχιστα διαφέρουν από την ρητορική της ακροαριστεράς.
Το κωμικό στην περίπτωση αυτή, είναι ότι μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού το 1990 και τη σταδιακή είσοδο της Κίνας στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, όσο η ακροαριστερά διαδήλωνε κατά του νεοφιλελευθερισμού, η ακροδεξιά εισέπραττε οπαδούς και ψηφοφόρους.
Υπενθυμίζουμε έτσι ότι στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2002 οι ακροαριστερές πρωτοβουλίες οδήγησαν τον σοσιαλιστή υποψήφιο Λιονέλ Ζοσπέν σε βαριά ήττα και στο δεύτερο γύρο ο εν ενεργεία Πρόεδρος Ζακ Σιράκ αντιμετώπισε τον Ζαν-Μαρί Λεπέν. Και παρά την θεαματική ήττα του τελευταίου, στη συνείδηση των Γάλλων ψηφοφόρων το Εθνικό Μέτωπο είχε για καλά καθιερωθεί.
Την ίδια εποχή, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δέσποζε στην ιταλική πολιτική ζωή και με τον τρόπο του είχε απολύτως νομιμοποιήσει την ιταλική ακροδεξιά του Φίνι και τη Λέγκα του Βορρά του Ουμπέρτο Μπόσι.
Σήμερα στη ρητορική του φιλορώσου Μπερλουσκόνι θα πρέπει να είναι κανείς πολύ έμπειρος για να κάνει τη διαφορά από το αντίστοιχο ακροαριστερό λεξιλόγιο. Όσο για το τελευταίο, έως ένα βαθμό, με αφορμή την πανδημία Covid-19, το έχει υιοθετήσει και η αμερικανική τραμπική δεξιά, με αποτέλεσμα στα κοινωνικά θέματα δύσκολα να καταλαβαίνει ο ψηφοφόρος ποιός είναι ποιός.
Όμως η κατάσταση άρχισε να ξεκαθαρίζει όταν η ακροαριστερά άρχισε να υποστηρίζει την εισβολή μεταναστών στην Ευρώπη, με την ελπίδα ότι αυτοί θα αποτελούσαν πελατεία της.
Πλην όμως οι εγκέφαλοι της τακτικής αυτής δεν υπολόγισαν ότι η άνοδος της εγκληματικότητας στη Σουηδία κατά 1400%, στη Γαλλία κατά 600% και στην Ιταλία κατά 400%, όχι μόνον δεν ρίχνει τον δήθεν καπιταλισμό, αλλά ενισχύει τα πιο ακραία στοιχεία της δεξιάς.
Όλα τα άλλα έπονται και όσοι δεν το καταλαβαίνουν, ας κάνουν μια βόλτα σε ορισμένα προάστεια γύρω από το Παρίσι, ή στο Μολενμπέκ των Βρυξελλών και θα καταλάβουν χωρίς ειδική ιχνογράφηση.
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις