Του Αντώνη Κεφαλά
Θεωρώ πως είναι νωρίς για τέτοια συμπεράσματα. Η κατάργηση της παγκοσμιοποίησης θα επιφέρει τέτοια οικονομική δυσπραγία, που μπροστά της η σημερινή κρίση θα φαντάζει διαχειρίσιμη.
Όσο για την δουλειά… κατ’ οίκον αυτό μπορεί να ισχύσει για περιορισμένα επαγγέλματα μόνο. Και ας μην λησμονούμε ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο, η δε ανταλλαγή ζωντανών απόψεων είναι αυτή που συμβάλλει στην πρόοδο.
Θεωρώ, πως τα προβλήματα που έχουμε μπροστά μας είναι διαφορετικής μορφής και για την αντιμετώπισή τους θα απαιτηθούν κρίσιμες παρεμβάσεις/αλλαγές σε τέσσερα επίπεδα.
Το άμεσο πρόβλημα
Το άμεσο πρόβλημα είναι να μην απολυθούν εργαζόμενοι για να μην μειωθεί το εισόδημα (σ’ αυτό, εξάλλου αποσκοπούν τα περισσότερα μέτρα που λαμβάνονται) αλλά για να μην χαθούν πολύτιμοι ανθρώπινοι πόροι –που δεν είναι διόλου σίγουρο πως θα ξαναβρεθούν όταν περάσει η κρίση.
Καμία επιχείρηση δεν θέλει να χάνει τους έμπειρους ανθρώπους που ουσιαστικά την διοικούν και την λειτουργούν.
Παράλληλα, όμως, δεν πρέπει να υποστεί ζημιά ο παραγωγικός ιστός. Σε πολλές χώρες (και πάντως στην δική μας) κυριαρχούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που από την φύση τους τείνουν να είναι οικογενειακές, με μικρά περιθώρια διαθέσιμων χρηματικών πόρων.
Σε αυτό το περιβάλλον, η νομισματική πολιτική έχει την πρωτοκαθεδρία. Η άμεση αντιμετώπιση της κρίσης απαιτεί συντονισμένη δράση κράτους και τραπεζικού συστήματος, ώστε να δοθεί το αναγκαίο περιθώριο να μην κλείσουν οι επιχειρήσεις.
Δίνεται, λοιπόν, ρευστότητα με τεράστια ποσά αλλά συντονισμός με τις τράπεζες δεν υπάρχει.
Χωρίς αμφιβολία, με την γενική διάσωση των επιχειρήσεων θα υπάρξει αύξηση των επισφαλών δανείων. Και οι τράπεζες θα κληθούν μάλιστα να στηρίξουν εταιρείες που είναι ήδη κοντά στο κόκκινο ή και στο κόκκινο. Το κράτος θα πρέπει να δώσει τις απαραίτητες εγγυήσεις – όπως παλιά στην Ελλάδα σε όφελος επιχειρήσεων που έτσι κι αλλιώς δεν σώζονταν!!!
Το τραπεζικό σύστημα, εξάλλου, μπορεί να απαλύνει μέρος του προβλήματος προσφεύγοντας σε μία πιο χαλαρή χρήση του κανονισμού IFRS9. Ο κανονισμός αυτός επιβάλλει στο πιστωτικό ίδρυμα να εγγράψει έστω και μικρή αρχικά πρόβλεψη για ένα δάνειο από την στιγμή που το δίνει.
Σήμερα, η European Banking Authority ήδη συμβουλεύει τις εμπορικές τράπεζες να θεωρήσουν την κρίση ως προσωρινή, να επικεντρωθούν στην μακρόχρονη ικανότητα του δανειζόμενου να αποπληρώσει το δάνειο και στους υπολογισμούς τους να θεωρήσουν την κρατική βοήθεια και την μη άμεση πληρωμή τοκοχρεολυσίων ως μετριασμό (mitigation) και όχι ως αύξηση του ρίσκου.
Η οικονομία αύριο
Επειδή –σε αντίθεση με το 2008 – η κρίση έχει θίξει και την ζήτηση και την παραγωγή, είναι σαφές ότι τα χαμηλά (ακόμη και τα αρνητικά) επιτόκια δεν θα φέρουν τους εργαζόμενους πίσω στα εργοστάσια.
Είναι επίσης σαφές ότι τα κράτη θα βγουν από την κρίση με μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αν τότε γίνει προσπάθεια αυτά να περιοριστούν, κι αν τότε οι τράπεζες βιαστούν να ζητήσουν αποπληρωμές δανείων, τότε η ύφεση θα μεγαλώσει και θα …μονιμοποιηθεί.
Η νομισματική πολιτική να συνεχίσει, λοιπόν, να παίζει τον ρόλο της με την παροχή ρευστότητας και με την πιο χαλαρή εφαρμογή των κανόνων για την επάρκεια κεφαλαίων των εμπορικών τραπεζών. Παράλληλα, όμως, η χαλάρωση που έχει ήδη δοθεί στους δημοσιονομικούς κανόνες θα πρέπει να συνεχιστεί.
Αλλά αυτό δεν επαρκεί. Με την ζήτηση στα τάρταρα, θα χρειαστούν κρατικές επενδύσεις για να ξεκινήσει ξανά η οικονομία – μία καλή δόση κλασσικής Κεϋνσιανής πολιτικής. Προκύπτει, βέβαια, τότε, με τον συνδυασμό της χαλαρής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, το φάσμα του πληθωρισμού.
Η φόβος αυτός μπορεί να αντιμετωπιστεί. Όπως έχω γράψει ξανά, η Ε.Ε. πρέπει να υιοθετήσει την πρακτική να καταρτίζει το κάθε κράτος προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ), αυστηρά «απολυμασμένο» από καταναλωτικές δαπάνες και με στόχο τον εκσυγχρονισμό των υποδομών: από τα λιμάνια και τους δρόμους, μέχρι τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας και τις παροχές γενικά κοινωνικών αγαθών.
Είναι επενδύσεις που θα χρησιμεύσουν και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής – που έρχεται είτε από τους ανθρώπους είτε από την ίδια την φύση. Πάνω απ’ όλα, όμως, για την ουσιαστική επανασύσταση της συστήματος δημόσιας υγείας, με σύγχρονα μέσα και επαρκές και καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Οι μαύροι κύκνοι είναι εδώ.
Η δαπάνη αυτή δεν θα υπολογίζεται στο τακτικό προϋπολογισμό και στο έλλειμμα. Ο ΠΔΕ θα χρηματοδοτείται από την έκδοση ομολόγων με την εγγύηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και αυτά θα αποπληρώνονται από τα έσοδα των επενδύσεων. Αυτή, πιστεύω ότι είναι η μόνη περίπτωση να γίνει αποδεκτό από τις Γερμανία, Ολλανδία και Φιλανδία το αίτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη και των οχτώ άλλων πρωθυπουργών για την έκδοση ευρωομολόγου.
Η κοινωνία αύριο
Οι επιπτώσεις της κρίσης στον κοινωνικό ιστό και στην κοινωνική συνοχή δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Οι σημερινοί πολίτες θα βγουν αύριο από τα σπίτια τους μετά από εγκλεισμό εβδομάδων ή και μηνών, χωρίς ακμαίο ηθικό, με ψυχολογικά προβλήματα, οικογενειακές συγκρούσεις, οικονομική δυσπραγία και έντονη ανασφάλεια.
Θα είναι μία κοινωνία στα…κάγκελα και είναι δύσκολο να προσδιοριστούν οι ατομικές και κοινωνικές αντιδράσεις –που μπορεί να καλύψουν όλο το φάσμα από την απόλυτη ηρεμία και συμμόρφωση μέχρι την απόλυτη παραβατικότητα.
Τεράστια σημασία θα έχει, έτσι, το πόσο γρήγορα θα βγούμε από την κρίση. Η γρήγορα έξοδο θα επιφέρει επιθυμητές διορθώσεις στην παγκοσμιοποίηση – όπως π.χ. την εγκατάλειψη της πολιτικής διατήρησης ελάχιστων αποθεμάτων (Just in time delivery), και της μοναδικής πηγής προμήθειας --πρακτικές που αποδείχθηκαν καταστροφικές στην σημερινή κρίση.
Η καθυστέρηση θα επιφέρει πολλά και έντονα κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα.
Θα υπάρξουν, όμως, και οικονομικές επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Μία καθυστερημένη έξοδος θα θίξει την παγκοσμιοποίηση καίρια – καθώς θα ενισχύσει τον οικονομικό και τον πολιτικό εθνικισμό και θα μας επιστρέψει στην εποχή ίσως και του μεσοπολέμου του 20ου αιώνα. Οι κυβερνήσεις οφείλουν να δώσουν σκληρή μάχη για την γρήγορη έξοδο και από την ιατρική και από την οικονομική κρίση. Τα μέτρα που αναφέραμε πιο πάνω συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η κρίση της δημοκρατίας και του καπιταλισμού
Η δημοκρατία και ο καπιταλισμός άνθησαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διότι έφεραν μεγάλη οικονομική ευημερία σε συνδυασμό με κοινωνική ασφάλεια, μειωμένη εισοδηματική ανισότητα, αυξημένα ατομικά δικαιώματα, διάχυση πολιτισμικών πρωτοτύπων και γεωπολιτική ισχύ.
Η εικόνα άλλαξε από περίπου το 1980 και μετά – με την εμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού, την σφικτή νομισματική πολιτική και τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες. Η κατάσταση, δε, χειροτέρεψε από την μεγάλη ταχύτητα της τεχνολογικής προόδου -- όπου και η artificial intelligence—και την εμφάνιση νέων συστημάτων και νέας ηθικής εργασίας.
Οι πολίτες της Ευρώπης και των ΗΠΑ ζουν, έτσι, την μεγάλη υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους (συμπεριλαμβανόμενου και του συστήματος δημόσιας υγείας), χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλή ανεργία, έντονη εισοδηματική ανισότητα – οπότε και υψηλό αίσθημα ανασφάλειας. Στις ΗΠΑ το 1970 το 1% του πληθυσμού με το ανώτερο κατά κεφαλήν εισόδημα κατείχε το 8% του εθνικού εισοδήματος. Το 2018 αυτό είχε αυξηθεί στο 20%. Η απάντηση του καπιταλισμού -καζίνο ήταν αντί να αυξήσει τα εισοδήματα να αυξήσει τα δάνεια!
Ταυτόχρονα, ήρθε και η άνοδος του κρατικού ή αυταρχικού καπιταλισμού. Το 1990 οι χώρες που το Freedom House χαρακτήριζε ως «μη ελεύθερες» παρήγαν το 12% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 2018 η συμμετοχή τους είχε αυξηθεί στο 33%.
Οι υποσχέσεις του δημοκρατικού καπιταλισμού φάνταζαν φρούδες. Το αντίπαλο δέος έδειχνε να έχει ξεπεράσει τα προβλήματα που οδήγησαν στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΔΔ) και να συνδυάζει με επιτυχία τον καπιταλισμό με τον αυταρχισμό.
Οι εξελίξεις δεν είναι μονοσήμαντες ούτε νομοτελειακές. Τα αυταρχικά κράτη στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην εκμετάλλευση φυσικών πόρων (Ρωσία) ή σε πιστωτικές φούσκες (Κίνα). Θα ήταν μεγάλο λάθος, όμως, για τι δυτικές δημοκρατίες να στηριχτούν στην θεωρία του ώριμου φρούτου: στην κατάρρευση του αυταρχικού καπιταλισμού από τις δικές του εσωτερικές αντιφάσεις.
Το πρόβλημα είναι σήμερα, στο κατώφλι της Δύσης—με την άνοδο των ακροδεξιών, την διάσπαση της κοινωνικής συνοχής – όπου η μετανάστευση παίζει μεγάλο ρόλο—και την τεχνολογική πρόοδο μαζί με τον κορωνοϊό να αυξάνουν σε επικίνδυνα κοινωνικά και πολιτικά επίπεδα την ανασφάλεια και το αίσθημα της απόγνωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, η επαναφορά της Ευρώπης και των ΗΠΑ, του Καναδά και της Αυστραλίας στους δρόμους της γρήγορης ανάπτυξης με ουσιαστική ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και με στοχευμένες πολιτικές μείωσης της εισοδηματικής ανισότητας, δεν είναι πλέον θέμα οικονομικό αλλά θέμα βαθύτατα πολιτικό, θέμα επιβίωσης της δημοκρατίας.
Αυτή η διάσταση επαναφέρει στο προσκήνιο, την αναγκαιότητα να ξεφύγουμε από τον ζουρλομανδύα της αυστηρής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, να περιορίσουμε ουσιαστικά --και όχι τυπικά όπως έγινε μετά την κρίση του 2008-- τις πρακτικές του καπιταλισμού-καζίνο και να στραφούμε ξανά στις επενδύσεις που δημιουργούν πραγματικό και όχι λογιστικό πλούτο.
Αν εκδοθούν ευρωομόλογα, σ’ αυτό πρέπει να αποβλέπουν.