Ένα από τα σοβαρά μειονεκτήματα της σοσιαλδημοκρατίας, στο ιδεολογικό κυρίως επίπεδο, είναι η αδυναμία της να καταλάβει από ποιο σημείο και μετά οι αναδιανεμητικές πολιτικές που εφαρμόζει γίνονται αντιπαραγωγικές και τελικά αντικοινωνικές. Στο πλαίσιο αυτό, όχι λίγες φορές, η σοσιαλδημοκρατία δαιμονοποιεί τις αγορές και το βάρος τους στην άσκηση οικονομικής πολιτικής όταν η τελευταία είναι το προϊόν της αποκαλούμενης «υπεροχής της πολιτικής».
Ο γνωστός Γάλλος καθηγητής πολιτικής οικονομίας Τομά Πικεττύ στο περίφημο βιβλίο του «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», έχει υποστηρίξει για παράδειγμα, ότι το κεφάλαιο ακολουθεί τους δικούς του νόμους και κανόνες, τους οποίους οι δημοκρατικές κυβερνήσεις δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν. Ο Βόλφγκανγκ Στρεκ ισχυρίζεται ομοίως cm ο καπιταλισμός αναπόφευκτα ανατρέπει τη δημοκρατία. Είναι, όπως το θέτει, μια «ουτοπική» φαντασίωση να υποθέσουμε ότι μπορούν να συμφιλιωθούν. Ο Claus Offe συμφωνεί, υποστηρίζοντας ότι σήμερα «οι αγορές καθορίζουν την πολιτική ατζέντα» και «οι πολίτες έχουν χάσει την ικανότητά τους να επηρεάζουν την κυβέρνηση».
Αλλά αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι λάθος; Ας υποθέσουμε ότι η δημοκρατία είναι τόσο «υπεύθυνη» τώρα όσο ήταν κατά τη μεταπολεμική εποχή; Ας υποθέσουμε ότι η τρέχουσα οικονομική μας τάξη δεν ήταν αποτέλεσμα της ακατάλυτης δυναμικής του καπιταλισμού ή των αγορών, αλλά μάλλον συνέπεια σκόπιμων πολιτικών αποφάσεων που λαμβάνονται από δημοκρατικές κυβερνήσεις; Και ας υποθέσουμε ότι οι σημαντικότεροι οδηγοί και δικαιούχοι αυτών των αποφάσεων δεν είναι «ασύδοτες» εταιρείες, αλλά άνθρωποι που σε μεγάλο βαθμό ξέρουν τι κάνουν.
Μια τέτοια εναλλακτική αφήγηση μπορεί να αντληθεί από ένα προκλητικό νέο βιβλίο δύο γνωστών και ισχυρών πολιτικών οικονομολόγων, του Torben Ιversen και του David Soskice, με τίτλο «Δημοκρατία και Ευημερία. Επανεφεύροντας τον καπιταλισμό μέσα από έναν ταραχώδη αιώνα». Σύμφωνα με αυτούς, η ιστορία των τελευταίων δεκαετιών είναι σαφώς απότοκος πολιτικών επιλογών και δράσεων και λιγότερο «τυφλής» λειτουργίας της αγοράς. Υποστηρίζουν έτσι με ιστορικά και σοβαρά τεκμήρια, ότι η εμφάνιση νέων τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών στα τέλη του 20ου αιώνα κατέστησε δυνατή αλλά όχι αναπόφευκτη μια νέα οικονομική τάξη.
Για να μετασχηματιστεί ο καπιταλισμός, ήταν απαραίτητες μαζικές μεταρρυθμίσεις. Για παράδειγμα, σε σύγκριση με τις παραδοσιακές βιομηχανικές αρχές, όπως λ.χ. αυτήν του φορντισμού, στην εποχή μας έχουν σημειωθεί σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές, άσχετες με κυρίαρχες ιδεολογίες του παρελθόντος. Οι σύγχρονες οικονομίες που βασίζονται στη γνώση απαιτούν συνεχή καινοτομία και ανάληψη κινδύνων, καθώς και ένα εξαιρετικά μορφωμένο και ευέλικτο εργατικό δυναμικό. Και αυτά, με τη σειρά τους, απαιτούν κυβερνητικές πολιτικές που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό, προωθούν νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και επεκτείνουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνεπάγονται μαζικές κανονιστικές και θεσμικές αλλαγές και, ως εκ τούτου, μπορούν να επιτευχθούν μόνο από κράτη με υψηλά επίπεδα ικανότητας και νομιμότητας, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η μετάβαση στις οικονομίες που βασίζονται στη γνώση συνέβη πρωτίστως στο δυτικό κόσμο και έχει αναπτυχθεί σε υψηλό επίπεδο σε προηγμένες δημοκρατίες. Κατά τους δύο συγγραφείς, που είναι πεπεισμένοι σοσιαλδημοκρατές, οι χώρες μεσαίου εισοδήματος, με αδύναμα και συχνά αντιδημοκρατικά κράτη, γενικά δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν τέτοιες μεταρρυθμίσεις. Και δικτατορίες όπως η Σοβιετική Ένωση, «οι οποίες αναμφισβήτητα είχαν την κεντρική επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη πληροφορικής στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 για να εξελιχθούν σε οικονομία της γνώσης», δυσκολεύονται επίσης να το πράξουν, καθώς οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις θα απαιτούσαν από τους ηγέτες να παραιτηθούν από τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο.
Με τη διαπίστωσή τους αυτή, οι Ιversen και Soskice, επιβεβαιώνουν αυτό που αρκετά χρόνια πριν είχε γράψει ο Καρλ Πολάνυ «Στον Μεγάλο Μετασχηματισμό»: ότι ακριβώς η μετάβαση στον καπιταλισμό, ήτοι στον βιομηχανικό κυρίως τρόπο παραγωγής και συσσώρευσης κεφαλαίου, δεν ήταν αποτέλεσμα της ακατάλυτης επέκτασης των αγορών, αλλά μάλλον συνέπεια συγκεκριμένων πολιτικών αποφάσεων. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο μετασχηματισμός του καπιταλισμού τον 20ό αιώνα ήταν αποτέλεσμα αποφάσεων που ελήφθησαν από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις και υπό την πίεση κοινωνικής ζήτησης. Με τον τρόπο αυτόν, ο Άιβερσεν και ο Σόσκις απορρίπτουν την ιδέα, ολοένα και πιο μοντέρνα στην αριστερά σήμερα, ότι ο καπιταλισμός και η δημοκρατία είναι ασύμβατα. Υποστηρίζουν ότι εξαρτώνται ο ένας από τον άλλον, καθώς χωρίς ισχυρά, νόμιμα κράτη ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να επανεφεύρει τον εαυτό του.
Και η δημοκρατία δεν είναι απλώς η «εκτελεστική επιτροπή», όπως θα την ήθελε ο Λένιν, των επιχειρήσεων που ποδοπάτησαν - οι περισσότεροι αναλυτές υπερεκτιμούν κατά πολύ την εξουσία τους, υποστηρίζουν οι Iversen και Soskice. Σε αντίθεση με τις εταιρείες χαμηλής ειδίκευσης, οι οποίες μπορούν εύκολα να μετακινούνται μεταξύ τοποθεσιών, οι επιχειρήσεις που βασίζονται στη γνώση εξαρτώνται από συγκεκριμένα ρυθμιστικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, καθώς και από υψηλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό που είναι δύσκολο να μετεγκατασταθεί, ειδικά σε άλλες χώρες. Αυτή η γεωγραφική ενσωμάτωση σημαίνει ότι, αν και οι εταιρείες που βασίζονται στη γνώση «μπορεί να είναι ισχυρές στην αγορά (έχουν) μικρή διαρθρωτική ισχύ και ο ανταγωνισμός τις καθιστά πολιτικά αδύναμες».
Καθώς ο καπιταλισμός, για τους μαρξίζοντες, μεταμορφώνεται, το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και σε ταξικό επίπεδο. Οι ανεξαρτήτως μεγέθους τους επιχειρήσεις που βασίζονται στη γνώση είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένες σε αστικές περιοχές, όπου βρίσκονται παρόμοιες επιχειρήσεις και εργαζόμενοι υψηλής εκπαίδευσης, και έχουν εξαιρετικά διαχωρισμένους χώρους εργασίας που επιτρέπουν ελάχιστη ανάμειξη μεταξύ μεσαίων και εργατικών τάξεων. Εν τω μεταξύ, οι εργαζόμενοι χαμηλής ειδίκευσης συγκεντρώνονται όλο και περισσότερο σε επαγγέλματα του τομέα των υπηρεσιών χαμηλής παραγωγικότητας.
Έτσι, ο προηγμένος καπιταλισμός παράγει μια νέα μεσαία τάξη, της οποίας οι εμπειρίες και τα ενδιαφέροντα της ζωής διαφέρουν σημαντικά από εκείνα της παλιάς μεσαίας και εργατικής τάξης. Και επειδή οι νέες μεσαίες τάξεις είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένες σε συγκεκριμένες αστικές περιοχές, οι νέες ταξικές συγκρούσεις έχουν οδηγήσει σε νέες γεωγραφικές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία, το Βέλγιο και η Πολωνία. Οι νέες τάξεις που προκύπτουν από επιχειρήσεις της γνώσης και των νέων τεχνολογιών, συνιστούν κοινωνικά προοδευτικά σύνολα που μικρή σχέση έχουν με κοινωνικές κατηγορίες απότοκες παλαιών δημοκρατιών συστημάτων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το σύστημα έχει ανάγκη βαθύτατων ρυθμίσεων, όχι για την κατάργησή του, αλλά για την κοινωνικά γόνιμη για όλους λειτουργίας του....». Και ο νοών νοείτω θα προσθέταμε εμείς.
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις