Διαβάζω ορισμένα δημοσιεύματα τις τελευταίες μέρες τα οποία ζητούν να λάβουμε τα πλέον σκληρά μέτρα εναντίον της Αλβανίας για την «υπόθεση Μπελέρη».
Μόνο τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων δεν έχουν ζητήσει. Χωρίς καμιά απολύτως αμφιβολία η Αλβανία οφείλει να σεβαστεί πλήρως το κράτος δικαίου, τα ατομικά και μειονοτικά δικαιώματα, τις πολιτικές ελευθερίες και την εκλογική διαδικασία, πολύ περισσότερο που είναι χώρα υποψήφια για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Και η Ελλάδα θα πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση της εφαρμογής του δικαίου αξιοποιώντας και την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας. Αλλά η προσέγγιση αυτή, ενώ θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αποφασιστικότητα, οφείλει να κυριαρχείται από νηφαλιότητα και σύνεση. Και θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις πτυχές και παραμέτρους, μία εκ των οποίων είναι και η πολιτική μας για τη μειονότητα στη Θράκη και οι διάφορες προεκτάσεις ή παρενέργειες. Με άλλα λόγια, ενώ θα πρέπει να διασφαλισθεί η γρήγορη απονομή δικαιοσύνης και τα πολιτικά δικαιώματα Μπελέρη, δεν θα πρέπει να... διακόψουμε και τις σχέσεις με την Αλβανία. Ιδιαίτερα καθώς τη χώρα αυτή προσπαθεί να εναγκαλισθεί η Τουρκία, κάτι που ανησυχεί την Αθήνα.
Ακόμη πολύ περισσότερο εάν, όπως γράφεται, η κυβέρνηση Ράμα θέλει ενδεχομένως να χρησιμοποιήσει την «υπόθεση Μπελέρη» για να δυσκολέψει ή και να ακυρώσει τη διαδικασία για την υπογραφή συνυποσχετικού παραπομπής του ζητήματος της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ).
Η Ελλάδα οφείλει να χειρίζεται τέτοιου είδους θέματα με την αυτοπεποίθηση μιας αναπτυγμένης, ισχυρής και ώριμης χώρας που εργάζεται για την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης και φιλικών συνεργατικών σχέσεων στην περιοχή. Γιατί, όπως γράφει ο Αλ. Ηρακλείδης στο εξαίρετο βιβλίο του για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις («Πολυκύμαντες Σχέσεις, Ελληνες - Αλβανοί 1821-2021», εκδόσεις Παπαζήση), «υπάρχει μέχρι και σήμερα αβεβαιότητα για τις πραγματικές προθέσεις της άλλης πλευράς, το εάν ειλικρινά επιζητάει φιλικές σχέσεις και καλή γειτονία επ' ωφελεία και των δύο πλευρών ή όχι; Πολλοί Αλβανοί διερωτώνται αν η Ελλάδα ως το ισχυρότερο κράτος - μέλος της Ε.Ε. επιμένει μέχρι και σήμερα να επεμβαίνει στα εσωτερικά της (...). Και πολλοί Ελληνες διερωτώνται μήπως η Αλβανία παραμένει στην ουσία... ανθελληνική». Η καχυποψία αυτή αυτονόητο είναι ότι θα πρέπει να τερματισθεί με πρωτοβουλίες και των δύο πλευρών.
Η Ελλάδα θα πρέπει ακόμη να στοχασθεί για τη γενικότερη μεγάλη εικόνα. Είναι η χώρα που έχει χερσαία σύνορα με τέσσερεις χώρες: Τουρκία, Βουλγαρία, Β. Μακεδονία, Αλβανία. Από τις τέσσερεις αυτές χώρες μόνο με μία, τη Βουλγαρία - που από το 2007 είναι μέλος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως έχουμε «εσωτερικά» ευρωπαϊκά σύνορα - οι πολιτικές σχέσεις μας περιγράφονται ως «εξαιρετικές» από το υπουργείο Εξωτερικών (και ας υποθέσουμε ότι το πρόσφατο επεισόδιο με τη σημαία στην Καβάλα και τον Βούλγαρο δράστη ήταν μια μεμονωμένη ανόητη ενέργεια και τίποτα περισσότερο). Με τις άλλες τρεις όμορες χώρες οι σχέσεις περιγράφονται ως «αναπτυσσόμενες» ή εν εξελίξει με μικρά ή μεγάλα προβλήματα. Όχι μια και τόσο καλή εικόνα βέβαια. Στο μέτρο που μας αναλογεί, η εικόνα αυτή θα πρέπει να αλλάξει. Η Ευρώπη πρέπει «να έλθει» στα Βαλκάνια...
- Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής - σύμβουλος ΥΠΕΞ, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του «Ελλάδα: Ορίζοντας 2030. Οι Προκλήσεις Τουρκίας και Ευρώπης»
ΠΗΓΗ: «ΤΑ ΝΕΑ»