Την τελευταία εβδομάδα η Ρωσία προχώρησε σε μια κίνηση που δυνάμωσε την αξιοπιστία της και τον ρόλο της στη στήριξη της διεθνούς οικονομίας, παρά τις αντιπαλότητες που έχουν δημιουργηθεί και το κλίμα εναντίον της με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτό που έκανε ήταν η κατάργηση της απαγόρευσης στις εξαγωγές ντίζελ προς τις βιομηχανικές αγορές που ουσιαστικά σταμάτησε την απειλή ελλείψεων στην παγκόσμια διαθεσιμότητα αυτού του καυσίμου και την αγωνία πως η Μόσχα θα έστρεφε τον ενεργειακό πόλεμο προς την αγορά πετρελαίου.
Η Ρωσία διευκρίνισε πως οι διά θαλάσσης εξαγωγές της, τις οποίες, σημειωτέον, έχει απαγορεύσει η ΕΕ, θα επανέλθουν στα φυσιολογικά τους επίπεδα εφόσον οι παραγωγοί ντίζελ (πετρελαϊκές – διυλιστήρια;) στείλουν τη μισή τουλάχιστον παραγωγή τους στην εθνική εσωτερική της αγορά – τη συνήθη δηλ. από πάντα διαδικασία. Σύμφωνα με τη Μόσχα, η μέχρι τώρα απαγόρευση είχε επιβληθεί λόγω εσωτερικών ελλείψεων.
Η ανακοίνωση αυτή του Κρεμλίνου είχε άμεσες συνέπειες στις διεθνείς αγορές. Οι αγορές ντίζελ προχώρησαν σε θεαματικές πωλήσεις, με αποτέλεσμα οι τιμές στην Ευρώπη να πέσουν κάτω από 3%, εφόσον οι φόβοι για ελλείψεις κατευνάστηκαν. Οι τιμές είχαν εκτιναχθεί μόλις είχαν επιβληθεί οι απαγορεύσεις από το Κρεμλίνο, πριν από λίγες εβδομάδες. Είχαν όμως ήδη κάπως εξισορροπηθεί λόγω ευρύτερης κάμψης στις διεθνείς ενεργειακές αγορές.
Αμέσως τότε – μετά την ανακοίνωση της απαγόρευσης δηλαδή – το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ είχε καταγγείλει τη Ρωσία σαν εντελώς «αναξιόπιστο» προμηθευτή ενέργειας. Σε μια στιγμή μάλιστα που οι τιμές πετρελαίου έδειχναν ικανές να ξεπεράσουν τα 100 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά μέσα στο 2023. Ηδη στις αμερικανικές εκλογές το κόστος των καυσίμων έχει αρχίσει να γίνεται βασικό θέμα, με τους Ρεπουμπλικανούς υποψήφιους για το προεδρικό χρίσμα να κατηγορούν τον Μπάιντεν για ανικανότητα. Ο Τραμπ μάλιστα είχε κατηγορήσει την κυβέρνηση πως είχε αδιαφορήσει για την εθνική πετρελαϊκή βιομηχανία! Πάντως η κίνηση του Κρεμλίνου, αν υποθέσουμε πως είχε σαν στόχο τον πανικό των ενεργειακών αγορών, είχε περιορισμένη επιτυχία. Διότι η τιμή του βαρελιού δεν ξεπέρασε τα 83 δολάρια, παρασέρνοντας έτσι και τη βενζίνη ντίζελ στα ίδια επίπεδα.
Η πρόσφατη όμως απόφαση της Μόσχας ξεδιάλυνε όλα τα σύννεφα και τις ανησυχίες. Το ντίζελ είναι η κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας. Γιατί εκεί στηρίζονται κυρίως οι μεταφορές εμπορευμάτων με φορτηγά αυτοκίνητα, η κίνηση των πλοίων και οι αεροπορικές συγκοινωνίες και μεταφορές. Η Ρωσία ήδη μειώνει τις προμήθειες αργού πετρελαίου λόγω μιας συμφωνίας της με τη Σαουδική Αραβία και με τον ΟΠΕΚ που οδήγησε τις τιμές ήδη ψηλά στη διάρκεια του καλοκαιριού. Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου οδηγεί πάντα σε άνοδο του πληθωρισμού που οι τραπεζίτες στη Δύση αγωνίζονται να ελέγξουν.
Τώρα όμως το Κρεμλίνο δείχνει απροσδόκητη ειλικρίνεια. Εξηγώντας πως τους περιορισμούς στις εξαγωγές ντίζελ τις έκανε λόγω ανάγκης εφοδιασμού της εσωτερικής ρωσικής αγοράς. Αυτό έγινε επειδή η κυβέρνηση είχε περικόψει τις επιδοτήσεις στις πετρελαϊκές εταιρείες ώστε να προμηθεύουν την αγορά με ντίζελ σε χαμηλές τιμές. Με την απαγόρευση στις εξαγωγές φαίνεται πως η κυβέρνηση πέρασε το μήνυμά της στις εταιρείες. Είναι όμως φανερό πως ο πρόεδρος Πούτιν δεν θέλησε να συνεχίσει την πίεση επί της διεθνούς οικονομίας και της Δύσης. Τώρα λοιπόν που η παραγωγή σχετικά ομαλοποιήθηκε, η κατάσταση εκτιμάται πως θα επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα. Παρά το εμπάργκο που έχει επιβάλει η Δύση (ΗΠΑ και ΕΕ) στις ρωσικές εξαγωγές. Η Ρωσία έδειξε πως ακολουθεί τελικά κάποιες αρχές. Μέσω Τουρκίας, λοιπόν, Λατινικής Αμερικής, Κίνας και Ινδίας η Ρωσία θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τη διεθνή οικονομία και να δείχνει έτσι κάποιο επίπεδο συνέπειας και εντιμότητας.
Πηγή: ot.gr