Επιτέλους πρέπει κάποια πράγματα να ακουσθούν με τη γλώσσα της αλήθειας. Η μόνιμη υπερκολακεία των λαϊκών διαστάσεων των πραγμάτων δεν θα πρέπει να συνεχισθεί. Για να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας και προς τα πού ακριβώς πάμε.
Οι μελετητές των κοινωνιολογικών εξελίξεων και οι γνώστες των διαστάσεων αυτού που λέγεται μεταμοντέρνο καταλαβαίνουν ακριβώς για τι πράγμα ομιλώ. Αλλά οι σχετικές αναλύσεις είναι σύνθετες και αρκετά δυσνόητες. Αξίζει λοιπόν να γίνει κάπoιο ξεκαθάρισμα.
Συχνά υπερπροβάλλεται η θετική διάσταση του λαϊκού σε κάθε εκδήλωση πνευματικών και γενικότερα πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Οτιδήποτε «λαϊκό» θεωρείται θετικό, εποικοδομητικό και συχνότατα υψηλού επιπέδου. Είναι όμως έτσι η πραγματικότητα; Με πλήρη απεξάρτηση από τις όποιες πολιτικές ή ιδεολογικές φορτίσεις των εννοιών χρειάζεται να εξετασθεί αντικειμενικά η όποια πορεία των πραγμάτων.
Στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 κυριαρχούσε η αντίληψη του μοντέρνου και στον πολιτισμό ίσχυε η «υψηλή» και η «χαμηλή» κουλτούρα. Λόγω σοβαρών εισοδηματικών διαφορών η υψηλή κουλτούρα απευθυνόταν σε κοινωνικά υψηλότερα στρώματα της κοινωνίας που είχαν τη δυνατότητα, εισοδηματικά, να την καταναλώνουν.
Οι περισσότερες ελληνικές ταινίες λ.χ. της εποχής μετά το ’50 σπάνια έβρισκαν θέση στις κεντρικές κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας και του Πειραιά. Οι πιο πολλοί Έλληνες μέσης ηλικίας και πάνω τις έμαθαν από την τηλεόραση!
Η κλασική μουσική αποτελούσε απόλαυση των λίγων που μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε δίσκους long play αλλά και σε σχετικά μηχανήματα (πικάπ). Υπήρχε η αίσθηση πως ο κόσμος ήταν απόλυτα μοιρασμένος στα δύο. Σε έχοντες και μη έχοντες. Ετσι μοιρασμένα ήταν και η κουλτούρα, η μόδα, οι εμφανίσεις των νέων και τα γούστα. Σταδιακά, με τις εισοδηματικές αλλαγές και τον κοινωνικό μετασχηματισμό, αυτό άρχισε να αλλάζει. Το είδαμε από τη δεκαετία του ’50 αλλά κυρίως του ’60 στην Αγγλία και τη Γαλλία. Από την έκρηξη της ποπ μουσικής και των καινούργιων κινηματογραφικών και μουσικών ειδώλων.
Και τις καινούργιες επιλογές και συνήθειες. Μπριζίτ Μπαρντό, Κλ. Καρντινάλε, Μπελμοντό και Αλέν Ντελόν, Μάικλ Κέιν, Μπιτλς, Ρόλινγκ Στόουνς, Μαίρη Κουάντ, Κάρναμπι Στριτ και μίνι φούστα μέχρι την έκρηξη της παρισινής μόδας και τα μοντέλα, ο κόσμος άρχισε να αλλάζει. Οπως και η κυρίαρχη κουλτούρα (βλ. εξαιρετική ταινία του Μάικλ Κέιν «My Generation» για πλήρη κατανόηση – https://www.documentaryarea.tv/video/My Generation/).
Και στην Ελλάδα, με κάποια καθυστέρηση, άρχισε να γίνεται το ίδιο. Μόνο που η φτωχή, ρηχή εκπαίδευση δεν μπόρεσε να παντρέψει με περισσότερη επιτυχία υψηλή και χαμηλή κουλτούρα. Και με την έκρηξη της τηλεόρασης οι αλλαγές έγιναν κατακλυσμικές. Έτσι έμαθαν οι περισσότεροι Έλληνες τις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου!
Έπαιξε και η δικτατορία τον ρόλο της, ώστε λαϊκά πρότυπα να φθάσουν, χωρίς ιδιαίτερη εκπαιδευτική επεξεργασία, ταχύτατα στην κοινωνική κορυφή. Οι κοινωνικές αλλαγές και οι εισοδηματικές ανακατατάξεις έδωσαν δυνατότητες αγοράς πολιτισμού, καταναλωτικών προτύπων και τρόπου ζωής σε φορείς με ελάχιστα πολιτιστικά εφόδια. Τα λαϊκά στρώματα απέκτησαν αγoραστική δύναμη και επέβαλαν τις επιλογές τους.
Η κατάργηση του διαχωρισμού υψηλής και χαμηλής κουλτούρας αντί να οδηγήσει σε έκρηξη πολιτιστικής δημιουργικότητας (όπως σε Βρετανία και Γαλλία) πλησίασε τη στασιμότητα και την παρακμή.
Διότι οι ακατέργαστες επιλογές των λαϊκών στρωμάτων έγιναν, χωρίς εκπαιδευτική βελτίωση και εκλεπτισμό, κυρίαρχες. Αυτό που άρεσε στα λαϊκά στρώματα πριν, άρχισε να αρέσει σε όλους τώρα. Καλλιτέχνες του επιπέδου Παξινού, Μινωτή, Λαμπέτη, Χορν, Κατράκη, Κωτσόπουλου, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκου κ.ά. έπαψαν να δημιουργούν ή χάθηκαν – και δεν ξανάγιναν. Η τηλεόραση έφερε στο προσκήνιο την πνευματική φτώχεια και τη στειρότητα ενός περιθωρίου. Χωρίς δημιουργία και ευφάνταστη πρωτοτυπία δεν υπάρχει πρόοδος.
ΠΗΓΗ: ot.gr