Η κυβέρνηση (εμφανίζεται να) πιέζεται σκληρά από την υπόθεση των Τεμπών σε ένα επικοινωνιακό περιβάλλον που κυριαρχούν οι θεωρίες συνομωσίας, τα κραυγαλέα ψεύδη, οι κατασκευασμένες «ειδήσεις», τα χαλκευμένα δημοσιεύματα και ένα ακραίο λαϊκό συναίσθημα, το οποίο αντανακλά (υποτίθεται) το κοινό περί δικαίου αίσθημα (αυτή την τρομακτική απάτη).
Οι φωνές της λογικής και η πραγματιστική αντιμετώπιση των επιπτώσεων αυτού του τραγικού δυστυχήματος δυσκολεύονται εξαιρετικά να εντάξουν τις εξελίξεις στο πλαίσιο της οργανωμένης αστικής δημοκρατίας και των θεσμοθετημένων συνταγματικά λειτουργιών. Ώρες-ώρες δεν ακούγονται καν.
Ουσιαστικά, η δημόσια αντιπαράθεση εξελίσσεται μεταξύ του απολύτως σεβαστού πόνου των οικογενειών των θυμάτων, τον οποίο υποστηρίζει και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί μια «δοκιμασμένη» αριστεροδεξιά συμμαχία «του επιστημονικού σοσιαλισμού με την βελοπουλική ψέκα» με την προφανή συνδρομή μερίδας του «εθνικού επιχειρείν» και της κορυφαίας ανάγκης να λειτουργήσουν οι θεσμοί της αστικής δημοκρατίας, όπως από την συνταγματική τους φύση προβλέπεται, ώστε μαζί με την τιμωρία των τυχόν ενόχων να αποθεωθεί και η διάκριση των εξουσιών.
Μην γελιόμαστε! «Τα Τέμπη» είναι σήμερα το πεδίο στο οποίο δοκιμάζονται σκληρά οι αντοχές της κυβερνητικής πλειοψηφίας απέναντι σε μια εν εξελίξει διαδικασία να βρεθεί και να εδραιωθεί, με επικοινωνιακό όχημα τον ακραίο λαϊκισμό, ουσιαστικός αντίπαλος. Διαδικασία (και ανάγκη), την οποία κανοναρχούν ισχυρότατα οικονομικά συμφέροντα, αντιπολιτευτικές υπαρξιακές ανάγκες, αλλά και πολιτικές συμμαχίες λησμονημένων από την πολιτική φθορά τους νεοδημοκρατών τιμαριούχων «της παλιάς καλής δεξιάς».
Όλους αυτούς τους συνέχει αποκλειστικά η επιθυμία «να κοντύνει ο Μητσοτάκης όσο περισσότερο γίνεται», ώστε να καταστεί «διαχειρίσιμος» και στην πορεία «ανατρέψιμος» (ακόμη και με εσωτερικό κυβερνητικό πραξικόπημα, όπως κάποιοι επιδιώκουν) και να προκύψει στην πορεία ένα νέο κυβερνητικό σχήμα, πιθανότατα συνεργατικό, άρα εύκολα ελεγχόμενο.
Τα «Τέμπη», τους νεκρούς, τους τραυματίες και τις οικογένειες τους τα έχουν γραμμένα εκεί που δεν πιάνει μελάνι, υπάρχουν μόνο για να ικανοποιούν τους σχεδιασμούς και για πιέσουν επικοινωνιακά την ηγεσία της κυβέρνησης, για κανένα άλλο λόγο. Προϊόντα αυτής της «μανίας ελέγχου» είναι όλα όσα, ψεκασμένα, παρανοϊκά και γραφικά διακινούνται το τελευταίο διάστημα κι αποθεώνουν άκριτα κάθε απίθανη θεωρία συνομωσίας με προφανή σκοπό να επηρεαστεί βαθύτατα, εκτός από την κυβέρνηση και η δικαστική διερεύνηση του τραγικού δυστυχήματος για να «εδραιώσει» και να αναζητήσει τις ζητούμενες ποινικές ευθύνες Καραμανλή, άρα της ίδιας της κυβέρνησης.
Απέναντι σε αυτή την μακιαβελική συμμαχία πολιτικών, οικονομικών και προσωπικών συμφερόντων η κυβέρνηση έχει (και το δείχνει έως τώρα) μία οδό να περπατήσει: την σχεδόν εμμονική επιμονή στην ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη λειτουργία των αρμόδιων θεσμών της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή της δικαιοσύνης, τις «απαιτήσεις» της οποίας «να μην μείνει τίποτε στο σκοτάδι» χρειάζεται (και ήδη συμβαίνει) να ικανοποιήσει έως του σημείου της ακραίας ή και «παρεξηγήσιμης» ερμηνείας των προβλεπόμενων διαδικασιών.
Άχαρος ο κυβερνητικός ρόλος και επικοινωνιακά δυσχερής, αλλά για τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Η μονοτονία της καθημερινής ανάδειξης του κορυφαίου ρόλου της δικαιοσύνης στην διερεύνηση της υπόθεσης δεν είναι καθόλου ελκυστική, αλλά η κυβέρνηση μόνο αυτή έχει στα χέρια της στη διπλή πρόκληση που αντιμετωπίζει: από τη μια να διασφαλίσει την πλήρη, ουσιαστική και συνταγματικά νομιμοποιημένη διαλεύκανση του δυστυχήματος και από την άλλη να «εκπαιδεύσει» την κοινωνία των πολιτών στις προτεραιότητες και τις βασικές λειτουργίες της αστικής δημοκρατίας σε περιόδους κρίσεων.
Βεβαιότητα πως η τακτική της επιμονής στην συνταγματική αρμοδιότητα των θεσμών θα αποδώσει δεν μπορεί να κατατεθεί από κανένα, ειδικά όταν οι όποιες σχετικές «προβλέψεις» ή «απαιτήσεις» σκοντάφτουν σε ένα «επαγγελματικό λαϊκισμό» δημοσίως συνεργαζόμενων θρησκόληπτων, εμβολιομάχων, αναρχομπάχαλων, αριστεροευαισθητούληδων, ακροδεξιών και σταλινικών απολιθωμάτων και … ανδρουλάκηδων (αυτοί συνιστούν ειδική κατηγορία).
Η δημοκρατία, όμως, αυτή είναι, σε συσχετισμούς και ισορροπίες στηρίζεται και επιλογή, αν μας αρέσει ή όχι, δεν υπάρχει καμία. Ότι στον Μητσοτάκη έλαχε ο κλήρος να την υπερασπιστεί, ακόμη και σε βάρος των κομματικών και προσωπικών του συμφερόντων», δεν είναι τυχαίο. Αυτό το βάρος δεν είναι τωρινό, το κουβαλάει ήδη από την μέρα που εκλέχτηκε πρόεδρος στη Νέα Δημοκρατία. Κι από ότι φαίνεται θα το πάει μέχρι τέλους κι όποιος αντέξει.
Μια υπόμνηση προς κάθε ανήσυχη ευαίσθητη πσυχούλα. Το ψέμα έχει πάντα κοντά ποδάρια!