Η μέση τιμή της χονδρικής αγοράς του ρεύματος για το πρώτο 27ήμερο του Νοεμβρίου διαμορφώνεται κοντά στα 140 ευρώ η μεγαβατώρα, από τα 91,5 που έκλεισε τον περασμένο μήνα.
Αυτή η αύξηση που ανέρχεται πάνω από το 50% θα επηρεάσει εκτός από τα οικιακά τιμολόγια και τα επαγγελματικά τιμολόγια. Το πόσο θα επηρεάσει τα τιμολόγια της λιανικής, αυτό θα εξαρτηθεί και από την εμπορική πολιτική τιμολόγησης που θα ακολουθήσουν οι πάροχοι για τις τιμές του Δεκεμβρίου, δηλαδή στο κατά πόσο θα μετακυλήσουν όλη αυτή την αύξηση της χονδρικής στα τιμολόγια της λιανικής ή μέρος αυτής.
Του Μιχάλη Χριστοδουλίδη
Εάν δεν αλλάξουν οι αιτίες που διαμορφώνουν τέτοιες αυξήσεις όπως, η συνεχιζόμενη αύξηση στη τιμή φυσικού αερίου στον κόμβο της Ολλανδίας, που το τελευταίο διάστημα αυξήθηκε πάνω από 25%, ή εάν δεν ενεργοποιηθεί κάποιος μηχανισμός «κόφτης» στα υπερκέρδη των καθετοποιημένων παραγωγών, ή αν δεν σταματήσει η ενεργειακή αιμοδότηση των ελλειμάτων ενέργειας της Ουκρανίας από τον μοναδικό διάδρομο μεταφοράς ενέργειας Ελλάδας-Βουλγαρίας-Ρουμανίας, τότε είναι βέβαιο ότι μπαίνοντας στον χειμώνα που η ζήτηση ενέργειας θα είναι αυξημένη οι τιμές του ρεύματος θα πάρουν μια ανεξέλεγκτη ανοδική πορεία.
Επίσης σε όλα αυτά, εάν δεν αλλάξουν και οι καιρικές συνθήκες στο να ευνοηθεί η προσφορά των ΑΠΕ, αλλά και των υδροηλεκτρικών στο ενεργειακό μείγμα αναφορικά με την ηλεκτροπαραγωγή, τα πράγματα θα επιδεινωθούν ειδικά σε ότι αφορά το ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων και δη των ενεργοβόρων (φούρνοι, καθαριστήρια, εργαστήρια κλπ).
Η μέση τιμή στα πράσινα επαγγελματικά τιμολόγια σήμερα είναι κοντά στα 17,5 λεπτά και με δεδομένο το ράλι αυξήσεων της χονδρικής δεν είναι καθόλου απίθανο να ξεπεράσει τα 20 λεπτά. Το θέμα είναι εάν η κυβέρνηση τολμήσει να ενεργοποιήσει το μηχανισμό επιδότησης της κιλοβατώρας στις επιχειρήσεις πριν δοθεί κάποιο πράσινο φως από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Διαφορετικά ο ενεργειακός πληθωρισμός και το αυξημένο ενεργειακό κόστος θα περάσει και στα τελικά προϊόντα της αγοράς ή στην χειρότερη περίπτωση να υπάρξουν και νέα λουκέτα
Μια έκθεση που δημοσιεύθηκε τελευταία, δείχνει ότι μέχρι και δύο φορές πάνω από τη Γερμανία και τρεις φορές πάνω από τη Γαλλία πληρώνουν το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας οι εγχώριες ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Το ανησυχητικό για την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας βιομηχανίας προκύπτει από μελέτη που ανέθεσε η ολλανδική κυβέρνηση για τη σύγκριση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ολλανδία και στο Βέλγιο.
Η μελέτη λαμβάνει υπόψη της κάθε παράμετρο διαμόρφωσης της τελικής τιμής ρεύματος, όπως απαλλαγές από φόρους, τέλη, επιδοτήσεις κ.λπ. και είναι αξιοσημείωτη η πολιτική βούληση των παραπάνω χωρών για τη στήριξη των βιομηχανιών τους, που προκύπτει από τα μέτρα που έχουν λάβει για τη μείωση ενεργειακού κόστους.
Οι γερμανικές ενεργοβόρες επιχειρήσεις «δουλεύουν» με 46 ευρώ/MWh, οι γαλλικές με 32 ευρώ/MWh και οι ελληνικές με 95 ευρώ/MWh.
Στη Γερμανία, ενώ η τιμή ρεύματος για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες το 2023 ξεκινάει από μια βάση αντίστοιχη με αυτήν της Ελλάδας στα 117 ευρώ/MWh, έπειτα από φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις (αντιστάθμιση) μειώνεται στα 46 ευρώ/ΜWh.
Στην Ελλάδα στην αντίστοιχη τιμή των 117 ευρώ/MWh προστίθεται ένα κόστος της τάξης των 13 ευρώ/MWh από την αγορά εξισορρόπησης και μετά τη μείωση που προκύπτει από την «κουτσουρεμένη» σε σχέση με τη Γερμανία αποζημίωση για αντιστάθμιση, καταλήγει στα 95 ευρώ/MWh.
Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία καταλαβαίνει ο κάθε ένας από εμάς ότι τα ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα αντίστοιχα άλλων κρατών με ισχυρότερες οικονομίες.
Η μοναδική σωτηρία των επιχειρήσεων της χώρας από το υψηλό ενεργειακό κόστος είναι η αποδέσμευση τουλάχιστον του 80% της εμπορίας ενέργειας από το χρηματιστηριακό σύστημα διαμόρφωσης τιμών, ενώ αυτό το ποσοστό θα πρέπει να διαμορφώνει την εμπορία ενέργειας, μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων με παραγωγούς με κλειδωμένες τιμές για δύο ή τρία έτη με στόχο οι πάροχοι να αγοράζουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας και να τις διαθέτουν σε κλειδωμένους εμπορικούς καταναλωτές, κάνοντας και την ανάλογη αντιστάθμιση κινδύνου.
Έτσι δουλεύει η τιμολογιακή πολιτική των επιχειρήσεων στην Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, τα λεγόμενα πράσινα συμβόλαια PPAs.
Επίσης μέχρι να εγκατασταθούν πολλά προθεσμιακά συμβόλαια πρέπει να εφαρμοστεί ένας μόνιμος μηχανισμός ανάκτησης υπερκερδών, δηλαδή ουρανοκατέβατων κερδών, κέρδη που προκύπτουν από την στρεβλή λειτουργία του Target model, ένα μοντέλο που δεν λειτουργεί για την ρηχή αγορά της ΝΑ Ευρώπης.
Ας το δούνε επιτέλους οι γραφειοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εφαρμογή αυτού του ευρωπαϊκού μηχανισμού τιμολόγησης που ισχύει στην ισχυρή Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορεί να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες βαλκανικές, όταν αποκτήσουν κι αυτές οι χώρες ισχυρές ηλεκτρικές διασυνδέσεις με την υπόλοιπη Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Διαφορετικά η καταστροφή του επιχειρηματικού κόσμου είναι θέμα χρόνου.