Το σοβαρό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι ο πληθωρισμός και η συνακόλουθη με αυτόν ακρίβεια όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας και η χαμηλή παραγωγικότητα, είναι τα κύρια προβλήματα της οικονομίας από τα οποία μύρια έπονται.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως επισημαίνει ο ομότιμος καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας, «η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αποφύγει τις πληθωριστικές πιέσεις. Τόσο η υψηλή διασύνδεση της με την παγκόσμια οικονομία όσο και η μεγάλη εξάρτηση της από τις εισαγωγές καθιστούν ένα τέτοιο ενδεχόμενο ανέφικτο».
Του Αθανασίου Χ. Παπανδρόπουλου
Αυτά είναι, ασφαλώς, άσχημα νέα. Εντούτοις, η ελληνική οικονομική πολιτική μπορεί να χρησιμοποιήσει τον πληθωρισμό ως ευκαιρία για να επιτύχει δύο στόχους: πρώτον, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και, συνεπώς, την απασχόληση και τον ρυθμό ανάπτυξής της και, δεύτερον, να μειώσει το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Ίσως εκ πρώτης όψεως τα παραπάνω να ακούγονται παράδοξα όμως δεν είναι. Αρκεί να μη λησμονούμε δύο βασικές παραμέτρους. Ότι, πρώτον, η Ελλάδα είναι μέλος μίας νομισματικής ένωσης και ότι, δεύτερον, κατατρύχεται από την ανεργία ενός σημαντικού ποσοστού (11%) του ενεργού πληθυσμού της.
«Γνωρίζουμε ότι n νομισματική υποτίμηση ήταν στο παρελθόν μία σχετικά οδυνηρή αλλά, ταυτόχρονα, ωφέλιμη και, συχνά, αναγκαία πράξη: προσέφερε τη δυνατότητα να γίνει η χώρα περισσότερο ανταγωνιστική, τουλάχιστον βραχυχρονίως, και να ισορροπήσει το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών κάνοντας πιο ακριβές τις εισαγωγές και πιο φθηνές, άρα και πιο ανταγωνιστικές, τις εξαγωγές.
Με την έννοια αυτή, n υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ήταν μία διέξοδος ασφαλείας, την οποία η ελληνική οικονομία έχει απωλέσει με την συμμετοχή της στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (αποκτώντας, βεβαίως, κάποια άλλα πλεονεκτήματα). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, του διεθνούς και εισαγόμενου στην Ελλάδα πληθωρισμού, υπάρχουν δυνατότητες αυτός να λειτουργήσει ως μία οιονεί μορφή νομισματικής υποτίμησης, η οποία θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και το παραγόμενο προϊόν της ελληνικής οικονομίας, οδηγώντας στη μείωση της ανεργίας και προσφέροντας χρόνο για την υλοποίηση των απαιτούμενων διαρθρωτικών αλλαγών.», τονίζει ο καθηγητής Κ. Γάτσιος.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, μέχρι στιγμής, είναι κυρίως εισαγόμενος. Αφορά τόσο στα καταναλωτικά αγαθά όσο, επίσης, στα ενδιάμεσα και στα κεφαλαιουχικά αγαθά, τα οποία χρησιμοποιούνται ως εισροές για την ελληνική παραγωγή. Το πληθωριστικό φαινόμενο θα μπορούσε να ιδωθεί ως επιδείνωση των εξωτερικών όρων εμπορίου της ελληνικής οικονομίας, με την έννοια ότι είναι υποχρεωμένη να πληρώνει περισσότερα στο εξωτερικό για να αγοράζει τα ίδια ή, εναλλακτικά, να πληρώνει τα ίδια για να αγοράζει λιγότερα.
Αυτή, όμως, είναι η μία όψη του φαινομένου. Υπάρχει και μία άλλη, η οποία είναι πιο σημαντική από πλευράς δυνατοτήτων άσκησης οικονομικής πολιτικής. Ότι, δηλαδή, η επιδείνωση των όρων εμπορίου και ο εισαγόμενος πληθωρισμός λειτουργούν, στην πράξη, όπως λειτουργούσε η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος στην εποχή της δραχμής.
Απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι στον εισαγόμενο πληθωρισμό να μην προστεθεί και εγχώριος πληθωρισμός ή, επειδή κάτι τέτοιο είναι σε ένα βαθμό αναπόφευκτο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εξής: ο πληθωρισμός στην ελληνική προστιθέμενη αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών να είναι μικρότερος από τον εισαγόμενο και, κυρίως, μικρότερος από τον μέσο πληθωρισμό της ευρωζώνης.
Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να αποφύγουμε τη δημιουργία της γνωστής πληθωριστικής σπείρας κόστους-τιμών. Αποφεύγοντας κάτι τέτοιο θα επιτρέψουμε σε όλους τους κλάδους της εγχώριας οικονομίας που είτε απευθύνονται στην διεθνή αγορά, είτε αντιμετωπίζουν ξένους ανταγωνιστές στην εσωτερική αγορά, να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις και, μέσω αυτών, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Ίσως κάποιος ισχυριστεί ότι η πολιτική «εγχώριου αντιπληθωρισμού» την οποία προτείνουμε δεν επιτρέπει να προστατευτεί το επίπεδο εισοδήματος των πολιτών από τον πληθωρισμό.
Η άποψη αυτή, όμως, είναι αβάσιμη. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας τρόπος και καμία δυνατότητα πλήρους προστασίας των πολιτών μίας μικρής ανοικτής οικονομίας από τον (εισαγόμενο) παγκόσμιο πληθωρισμό. Κάθε προσπάθεια «ενίσχυσης» του εισοδήματος τους για αντιστάθμιση του πληθωρισμού είναι έωλη καθώς δημιουργεί τη φαύλη διαδικασία της πληθωριστικής σπείρας που, τελικά, το μόνο που καταφέρνει είναι να καταστρέφει την παραγωγική οικονομία. Επιπλέον, πιστεύουμε πως σημαντικότερη από τη διατήρηση σταθερού επιπέδου εισοδήματος όσων έχουν εργασία είναι η διασφάλιση της εργασίας τους καθαυτής, ενώ για όσους δεν έχουν εργασία είναι η εξασφάλιση πραγματικού εισοδήματος - δηλαδή, εργασίας.
«Παρά το ότι όμως στην οικονομία δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, υπάρχουν συγκερασμοί. Η μερική ανακούφιση των πολιτών από τις πιέσεις του πληθωρισμού, που απειλεί να υποβιβάσει το επίπεδο διαβίωσής τους οδηγώντας τους οικονομικά ασθενέστερους ακόμη και σε εξαθλίωση, μπορεί σε έναν βαθμό να επιτευχθεί μεταφέροντας ένα μέρος του σημερινού βάρους στο μέλλον, με τη μορφή δημοσιονομικού ελλείμματος.
Ο τρόπος αυτός (ο οποίος μάλιστα είναι απόλυτα συμβατός και με την οιονεί νομισματική υποτίμηση) είναι η λεγόμενη «δημοσιονομική υποτίμηση».
Αφορά στη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης και των λοιπών φόρων στην ενέργεια. Κάτι που βραχυχρόνια θα έχει, ασφαλώς, δυσμενή αποτελέσματα στη δημοσιονομική χρήση, πλην όμως θεωρούμε πως, πέραν της κοινωνικής αναγκαιότητας που η πολιτική αυτή εξυπηρετεί, το δημοσιονομικό πρόβλημα θα τείνει να διορθωθεί σε μικρό χρονικό διάστημα με την αύξηση της φορολογητέας ύλης που θα προέλθει από την άνοδο του ονομαστικού ΑΕΠ.
Εξυπακούεται ότι, ταυτοχρόνως, θα πρέπει να υπάρχει και περικοπή κάθε αχρείαστης δαπάνης.Και αυτή η περικοπή ίσως να αποτελεί ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα μιας συντεχνιακά δομημένης οικονομίας.