Στην αρχή δεν τον πήραν στα σοβαρά και ίσως αυτό να ήταν σοβαρό λάθος. Ένα λάθος για το οποίο μεγάλη ευθύνη φέρει και ο μέντορας του Βλαδίμηρου Πούτιν, ο Μπορίς Γέλτσιν, ο άνθρωπος που στην ουσία κατεδάφισε τον σοβιετικό κομμουνισμό. 

Πλην όμως δεν κατάλαβε ποτέ ότι στηρίζοντας την άνοδο στη μετακομμουνιστική Ρωσία ενός παμπόνηρου δήθεν «φιλελεύθερου» αξιωματικού της KGB,που θαύμαζε τον «Παίκτη» του Φ. Ντοστογιεφσκι,  άνοιγε διάπλατα την πόρτα πρώτον στη δική του πτώση και δεύτερον στην ανάδυση μιας νέας απολυταρχικής εξουσίας.  

Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου

Η Ρωσία εξάλλου,  ιστορικά, ποτέ δεν γνώρισε δυτικού τύπου κοινοβουλευτική δημοκρατία και μάλλον δύσκολα θα γνωρίσει στο μέλλον. Σήμερα λοιπόν, μετά από 23 χρόνια παρουσίας / κυριαρχίας του Βλαδίμηρου Πούτιν στη ρωσική πολιτική σκηνή, αρκετοί πουτινολόγοι ερευνούν  το ιστορικό και τη διαδρομή ενός ηγέτη, ο οποίος πριν από όλα αισθάνεται μεγάλη απέχθεια για έννοιες όπως η ελευθερία, η δημοκρατία και η δικαιοσύνη.

Εξάλλου, το προσωποπαγές του καθεστώς, στηρίζεται σε αυτήν την απέχθεια, την οποίαν ενίοτε συνοδεύει και με τον εξευτελισμό προσωπικοτήτων που αντιπαθεί ή που θέλει να ξεφορτωθεί. Το ερώτημα που προκύπτει ωστόσο στην περίπτωση Πούτιν είναι πολύ πιο  σύνθετο.  Το να γνωρίζει κανείς ποιος είναι ο Πούτιν και πώς λειτουργεί η προσωποπαγής εξουσία του είναι επαρκή στοιχεία για να καταλάβει τη Ρωσία; Μήπως οι υπεραπλουστεύσεις εγκυμονούν κινδύνους; 

Θεωρούμε ότι η σε βάθος μελέτη της μετακομμουνιστικής  Ρωσίας και το πώς κατέληξε στην προσωποπαγή εξουσία Πούτιν είναι ο καλύτερος τρόπος κατανόησης της πραγματικότητας. Οι προσωποπαγείς απολυταρχίες – με κορυφαία και αυτή της Κίνας σήμερα – διοικούνται μετά την εγκατάστασή τους, από ένα μόνον άτομο που πρέπει να πιστεύει στην παντοδυναμία του. 

Όμως, προς παγίωση της τελευταίας, οι αυταρχικοί ηγέτες, συχνά πλαισιώνονται από ευκαιριακά πολιτικά κόμματα, νομοθετικά σώματα, και στρατούς με επιρροή, αλλά η εξουσία για σημαντικές αποφάσεις  πολιτικής ανήκει πάντα σε ένα άτομο στην κορυφή. Τα σύγχρονα παραδείγματα καθεστώτων τέτοιου είδους περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων αυτά του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, του Ροντρίγκο Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες, του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία, και του Νικολάς Μαδούρο στην Βενεζουέλα. 

Ο πρώην σοβιετικός χώρος έχει αποδειχθεί επίσης  ιδιαίτερα φιλόξενος για τους αυταρχικούς: τέτοιοι ηγέτες κυβερνούν επί του παρόντος το Αζερμπαϊτζάν, την Λευκορωσία, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν, και το Ουζμπεκιστάν. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι προσωποπαγείς  απολυταρχίες είναι πλέον ο πιο κοινός τύπος απολυταρχίας, υπερτερώνταςς σε αριθμό τόσο των μονοκομματικών καθεστώτων, όπως αυτά της Σιγκαπούρης και του Βιετνάμ, όσο και των αντίστοιχων στρατιωτικών, όπως της Μιανμάρ. 

Οι προσωποπαγείς απολυταρχίες παρουσιάζουν μια σειρά από παθολογίες που είναι γνωστές στους παρατηρητές της Ρωσίας. Έχουν υψηλότερα επίπεδα διαφθοράς από τις μονοκομματικές ή τις στρατιωτικές απολυταρχίες και πιο αργή οικονομική ανάπτυξη, μεγαλύτερη καταστολή, και λιγότερο σταθερές πολιτικές. 

Οι κυβερνώντες στις προσωποπαγείςς απολυταρχίεςς έχουν επίσης μια κοινή εργαλειοθήκη: πυροδοτούν το αντιδυτικό αίσθημα για να συσπειρώσουν την βάση τους, δημιουργούν δομές διαπλοκής στην οικονομία, ελέγχουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, δείχνουν επιλεκτική ανοχή στο οργανωμένο έγκλημα και στοχεύουν πολιτικούς αντιπάλους χρησιμοποιώντας το νομικό σύστημα, για να επεκτείνουν την εκτελεστική εξουσία σε βάρος άλλων θεσμών. 

Συχνά, βασίζονται σε έναν άτυπο εσωτερικό κύκλο υπεύθυνων λήψης αποφάσεων που στενεύει με την πάροδο του χρόνου και διορίζουν πιστούς στο καθεστώς ή μέλη της οικογένειάς τους σε κρίσιμες θέσεις στην κυβέρνηση. Δημιουργούν νέους οργανισμούς ασφαλείας που αναφέρονται απευθείας στους ίδιους και επικαλούνται την λαϊκή υποστήριξη και όχι τις ελεύθερες εκλογές για να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους.

Με πιο απλά λόγια, η προσωποπαγής εξουσία επιδιώκει να δημιουργήσει και το αντίστοιχο πελατειακό κράτος, εγχείρημα που εμπεριέχει και κινδύνους.  

Ο απολυταρχικός και μοναδικός ηγέτης δεν διαθέτει πόρτα εξόδου αν η κατάσταση «στραβώσει». Όπως τονίζει ο καθηγητής μετασοβιετικής Εξωτερικής Πολιτικής του πανεπιστημίου Columbia κ. Timothy Feya, «...οι ηγέτες των στρατιωτικών δικτατοριών μπορούν να υυποχωρήσουν στους στρατώνεςς και οι επικεφαλήςς των μονοκομματικών δικτατοριών μπορούν να αποσυρθούν σε αξιοζήλευτες θέσεις στο κόμμα, αλλά οι προσωποπαγείς δικτάτορες απολαμβάνουν τον πλούτο και την επιρροή τους μόνο όσο παραμένουν στην εξουσία. 

Στο πλαίσιο λοιπόν μιας φιλόδοξης μεν αλλά και ευάλωτης Ρωσίας, η τακτική Πούτιν  είναι η παράταση της ουκρανικής κρίσης και η χρησιμοποίηση της ως εργαλείου εκβιασμού κατά της Δύσης με παράλληλη άνοδο και της εσωτερικής καταστολής. 

Πρόκειται για μια σοβαρή αδυναμία για παντοδύναμους ηγέτες, πλην όμως, συντηρεί την κρίση που τους κρατάει ενεργούς. Και αυτό είναι το σημερινό σοβαρό πρόβλημα. Διότι ο Πούτιν, στο μέτρο που η εμπόλεμη κατάσταση διαρκεί, εμπλέκει σε αυτήν και άλλες ολοκληρωτικές χώρες, όπως η Βόρεια Κορέα, στις οποίες η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμιά απολύτως αξία.