Υπάρχει ένα μολυσμένο κομμάτι στο χώρο της Δεξιάς που είτε για συμπλεγματικούς λόγους έναντι της «παλαιοαριστεράς» είτε για καθαρά καιροσκοπικούς λόγους, στηρίζει την κυβέρνηση Συριζανέλ
Δεν θα μπω στον πειρασμό να αναφέρω ποιοι φέρουν επαξίως τον τίτλο του χαμαιλέοντα της πολιτικής πανίδας, ή πως αντιδρούν στα εξωτερικά ερεθίσματα κάποιοι όμοιοι τους έστω κι αν ανήκουν σε διαφορετικό ιδεολογικό χώρο.
Και δεν θα μπω στον πειρασμό, όχι γιατί θα ενοχληθούν όσοι συμπλεγματικά τους σιγοντάρουν, αλλά γιατί στην Ελλάδα αν και δημοφιλής ο χαμαιλέων στους υγρότοπους του λαϊκισμού, ως είδος έχει τα θέματά του. Οπότε δεν χρειάζεται η συμβολή κανενός- πολλώ δε μάλλον η δική μου- σε κάτι που είναι θέμα χρόνου να συμβεί ως επακόλουθο των δικών του επιλογών.
Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε ποιος κινεί τα νήματα της πολιτικής πανίδας και ποιοι του επιτρέπουν με τη στάση τους να κυριαρχεί και πέραν του υγροτόπου του λαϊκισμού. Εν προκειμένω υπάρχει ένα μολυσμένο κομμάτι στο χώρο της Δεξιάς που είτε για συμπλεγματικούς λόγους έναντι της «παλαιοαριστεράς» είτε για καθαρά καιροσκοπικούς λόγους, στηρίζει την κυβέρνηση Συριζανέλ και παρατείνει την παραμονή τους στην εξουσία. Θα πείτε είναι κακό να δηλώνεις «κεντρο»- δεξιός και να στηρίζεις την κυβέρνηση Συριζανέλ; Κακό δεν είναι. Κακό όμως είναι όλοι αυτοί που δεν έχουν το θάρρος της Θάνου, του Παπαγγελόπουλου, της Παπακώστα και λοιπών συγγενών να το δείχνουν, έχουν το θράσος να αποδοκιμάζουν τη συμμετοχή του Τατσόπουλου στο ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας κρυπτόμενοι.
Ωστόσο επειδή μαθαίνω ότι θα υπάρξουν και άλλοι «Τατσόπουλοι», και μακάρι να είναι όσοι περισσότεροι γίνεται, θέλω να επισημάνω στους ανησυχούντες περί της «καθαρότητας» της παράταξης, πως η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή καταξιώθηκε στη συνείδηση των ψηφοφόρων λόγω του πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα της. Αυτός τράβηξε το ’74 τη γραμμή από το παρελθόν της Δεξιάς και αυτός ήταν που το ’77 διεύρυνε προς το Κέντρο τα ιδεολογικά και πολιτικά της όρια. «Μα, ο Τατσόπουλος», αντιτείνουν, «υπήρξε υβριστής του κόμματος». Όντως, αλλά πόσοι εν ενεργεία βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας δεν υπέπεσαν στο ίδιο «παράπτωμα»; Και στο κάτω- κάτω ο Τατσόπουλος έκανε την υπέρβαση του γεγονός που υποδηλώνει εμπράκτως την αυτοκριτική του.
Συνεπώς όσοι θέλουν πραγματικά το τέλος της κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ, θα έπρεπε κανονικά να επιχαίρουν γιατί οι μέχρι πρότινος ιδεολογικοί τους αντίπαλοι προσχωρούν στις δικές τους ιδέες. Όφειλαν αντί να σχολιάζουν με κακεντρέχεια το τολμηρό άνοιγμα του Μητσοτάκη στον κεντρώο χώρο να αντιληφθούν ότι καθεστωτικές κυβερνήσεις τύπου Συριζανέλ απαιτούν ευρύτερες συγκλίσεις, συνεργασίες και συμμαχίες. Για κάτι τέτοιο όμως χρειάζεται να είναι κανείς καλοπροαίρετος, κάτι που δεν είναι όλοι αυτοί που εμφανίζουν τα κομματικά ένσημα( του τύπου «εμείς δίνουμε μάχες κι έρχονται απ’ έξω να πάρουν τις θέσεις» κλπ) ως επιχείρημα προκειμένου να ανακόψουν τη φυσιολογική μετεξέλιξη της Νέας Δημοκρατίας σε μια σύγχρονη παράταξη, ανοιχτή στη κοινωνία και στις νέες ιδέες. Αν ήταν όμως καλοπροαίρετοι δεν θα δροσιζόντουσαν στον υγρότοπο του λαϊκισμού.
Στον υγρότοπο των Συριζανέλ, εκεί, όπου δεν ακούγεται τσιμουδιά όταν υπουργοποιείται η Παπακώστα και ο Κόκκαλης, ενισχύει το ψηφοδέλτιο η Μεγαλοοικονόμου, η Τζάκρη, εντός ολίγου η Κουντουρά, ο Κουίκ και ο Παπαχριστόπουλος. Στο ΣΥΡΙΖΑ δεν βγάζουν άχνα, ενώ στη Νέα Δημοκρατία, στη φιλελεύθερη παράταξη, μουρμουράνε συνεχώς και αδιαλείπτως. Και να ήταν για λόγους αρχής, ιδεολογικούς και άλλους, χαλάλι τους. Αλλά έχει σημασία ποιοι το κάνουν και γιατί το κάνουν. Σε κάθε περίπτωση στη Νέα Δημοκρατία όχι μόνο δεν περισσεύει κανείς, αλλά χρειάζεται και περισσότερους να προστεθούν στη δύναμή της.
Σε τελευταία ανάλυση όταν ανοίγεις τις πόρτες για να έρθει ο κόσμος, είναι προφανές ότι όλοι αυτοί που έρχονται για να βοηθήσουν στην προσπάθεια ανατροπής μιας κυβέρνησης που κινείται στα όρια του καθεστωτισμού, ήταν σε άλλα κόμματα που ήταν και σε ορισμένες περιπτώσεις συνεχίζουν να είναι απέναντι στη Νέα Δημοκρατία. Δηλαδή, όλους αυτούς ο Μητσοτάκης πρέπει να τους αφήσει στους καναπέδες τους ώστε να συνεχίσουν οι χαμαιλέοντες της πολιτικής πανίδας να εμφανίζονται ως πλειοψηφικό ρεύμα στη κοινωνία με την αποχή στο 45%;