Του Κώστα Χριστίδη*
Οι παρεμβάσεις αυτές, ωστόσο, πρέπει να έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια. Ο ρόλος του κράτους με οποιεσδήποτε συνθήκες, ομαλές ή μη, είναι εξαιρετικά σημαντικός, σε κάθε περίπτωση, όμως, οι δραστηριότητές του πρέπει να καθορίζονται περιοριστικώς, καθόσον η μεταφορά πόρων από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα συνεπάγεται κατ’ αρχήν λιγότερο αποδοτική χρήση των πόρων που πάντοτε σπανίζουν. Αυτό συμβαίνει για λόγους μόνιμους και παγκόσμιας εφαρμογής, όπως δείχνει η ιστορική παρατήρηση.
Η σύγκριση της πορείας χωρών με κοινά χαρακτηριστικά αλλά με διαφορετικό οικονομικό σύστημα, όπως π.χ. παλαιότερα της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία ή, σήμερα, της Νότιας με την Βόρεια Κορέα, είναι καταλυτική.
Το κράτος ασφαλώς πρέπει να μπορεί να χρηματοδοτεί τις θεμιτές δαπάνες του, στις οποίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η παροχή δημόσιων αγαθών (οριζομένων περιοριστικώς), η δημιουργία αναγκαίων υποδομών και η παροχή διχτυού ασφαλείας σε όσους πράγματι το έχουν ανάγκη.
Η χρηματοδότηση αυτή πραγματοποιείται μέσω επιβολής φόρων και δανεισμού. Και οι δύο μέθοδοι έχουν οροφή, δηλαδή κάποιο όριο που δεν πρέπει να ξεπερνιέται.
Άλλως θα σημειωθεί μείωση επενδύσεων, στασιμότητα ή πτώση της παραγωγής και προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών καθώς και σημαντική αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, δηλ. στασιμοπληθωρισμός (stagflation), όπως ακριβώς συνέβη στην δεκαετία του 1970, οπότε οι κρατικοπαρεμβατικές πολιτικές εξάντλησαν τα όριά τους.
Σήμερα ο πλανήτης υποφέρει από τις υγειονομικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της πανδημίας.
Φυσικό αλλά και αναγκαίο είναι, όπως προανέφερα , να υπάρξουν κρατικές ρυθμίσεις και μέτρα στήριξης. Ήδη, όμως, διατυπώνονται απόψεις και προτάσεις που αν εφαρμοσθούν - ενάντια στα διδάγματα πολλών δεκαετιών ή και αιώνων – θα επιφέρουν δεινά χειρότερα από αυτά που φιλοδοξούν να θεραπεύσουν. Τόπος γεννήσεως των αντιλήψεων αυτών είναι, κυρίως, οι ΗΠΑ.
Στην ηγέτιδα χώρα του δυτικού κόσμου, πέραν του κορωνοϊού, μεσολάβησε βεβαίως η ολέθρια διακυβέρνηση Τραμπ. Ως δικαιολογημένη και αναμενόμενη αντίδραση, στην εξουσία ήλθε μία πολύ πιο ισορροπημένη προσωπικότητα, ο Πρόεδρος Μπάιντεν, που όμως στον οικονομικό τομέα περιβάλλεται από εγνωσμένους κρατιστές (όπως π.χ. η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν).
Συζητούν τώρα την θέσπιση ενός ελάχιστου φόρου εταιρικών κερδών, ει δυνατόν παγκοσμίως, και την άνοδο του σχετικού συντελεστή στις ΗΠΑ από 21% σε 28% (δηλ. εφάπαξ αύξηση κατά 1/3 ή, ποσοστιαία, 33%). Εάν εφαρμοσθεί η πρόταση αυτή, θα σημάνει την θέσπιση ενός παγκόσμιου φορολογικού μονοπωλίου.
Τα κράτη, όπως κάθε καλός μονοπωλητής, φροντίζουν για τη μείωση ή τον εξαφανισμό κάθε είδους ανταγωνισμού και εν προκειμένω του φορολογικού, στο όνομα υψηλών ιδανικών : καταπολέμηση ανισοτήτων, στήριξη των αδυνάτων και τα τοιαύτα.
Οι χώρες, όμως, και ιδίως οι φτωχότερες, όπως και όλα τα εισοδηματικά στρώματα και ιδίως τα φτωχότερα, βλέπουν την ευημερία τους να αυξάνεται όταν προσελκύουν παραγωγικές επενδύσεις, όταν αυξάνεται η συμμετοχή τους σε ένα διευρυμένο παγκόσμιο εμπόριο, όταν διευκολύνουν την καινοτομία και ενισχύουν τον ανταγωνισμό.
Το αντίθετο συμβαίνει όταν προσπαθούν με εξαναγκαστικούς τρόπους, υψηλούς δασμούς, ισοπεδωτικούς φόρους, εξουθενωτικές γραφειοκρατικές ρυθμίσεις κλπ., να περιορίσουν την κίνηση προσώπων, αγαθών ή κεφαλαίων.
Αυτό που θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον να συζητηθεί θα ήταν η θέσπιση ενός μέγιστου φορολογικού συντελεστή επί των πάσης φύσεως εισοδημάτων νομικών και φυσικών προσώπων παγκοσμίως, που θα μπορούσε να υλοποιηθεί μέσω συνταγματικών περιορισμών σε κάθε χώρα.
Με αυτόν τον τρόπο θα περιοριζόταν η ανεξέλεγκτη σήμερα δυνατότητα ενός κράτους να αυξάνει τους φόρους κατά το δοκούν και να καταδικάζει σε οικονομικό μαρασμό τους ατυχείς υπηκόους του χάριν πελατειακών επιδιώξεων.
* Νομικού – Οικονομολόγου
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις